Από την έντυπη έκδοση
Του Λάμπρου Καραγεώργου
[email protected]
Ενδεχόμενες αλλαγές επί τα χείρω στο νομικά κατοχυρωμένο σύστημα φορολογίας των ναυτιλιακών επιχειρήσεων στην Ελλάδα θα υπονομεύσουν τη θέση έναντι των ανταγωνιστών, κυρίως της Απω Ανατολής, όχι μόνο της ελληνικής, αλλά και της ευρωπαϊκής ναυτιλίας στο σύνολό της.
Η παραπάνω εκτίμηση διαπερνά σαν κόκκινη κλωστή τη συνολική απάντηση της ελληνικής πλευράς στις αιτιάσεις της Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που περιλαμβάνονται στην επιστολή της επιτρόπου Ανταγωνισμού της Ε.Ε. Margrethe Vestager του περασμένου Δεκεμβρίου σχετικά με το «Καθεστώς φορολογίας χωρητικότητας και άλλες φορολογικές ελαφρύνσεις που προβλέπονται στον νόμο αρ. 27 της 19ης Απριλίου 1975, όπως τροποποιήθηκε. Σύσταση κατάλληλων μέτρων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή».
Στην επιστολή εκείνη, εκτεταμένα σημεία της οποίας παρουσίασε η «Ν» στις 23 Δεκεμβρίου 2015, απάντησε αναλυτικά στις 21 Απριλίου, το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών, με κείμενο 31 σελίδων, συνυποβάλλοντας υπομνήματα της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών (113 σελίδων) και της Ένωσης Ελληνικών Ναυτιλιακών - Μεσιτικών Εταιρειών (31 σελίδων).
Πρόκειται για μία απάντηση που απευθύνεται στην Ευρωπαία επίτροπο Ανταγωνισμού και περιγράφει τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής και ευρωπαϊκής ναυτιλίας από μία αλλαγή του φορολογικού status της ναυτιλιακής επιχείρησης. Είναι ένα κείμενο που περιλαμβάνει ιστορικές αναφορές και οικονομικά στοιχεία που αναδεικνύουν την αξία της προσφοράς της ελληνόκτητης ναυτιλίας στην ελληνική και ευρωπαϊκή οικονομία. Είναι τέλος μία απάντηση με πολλά νομικά επιχειρήματα που στηρίζονται και σε αποφάσεις του ευρωπαϊκού δικαστηρίου και εξηγούν σημείο προς σημείο πού «κάνει λάθος» η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού στις αιτιάσεις της αναφορικά με το φορολογικό καθεστώς της ελληνικής ναυτιλίας.
REUTERS
Το ΥΠΟΙΚ απαντά στις αιτιάσεις της επιστολής της επιτρόπου Ανταγωνισμού της Ε.Ε. Margrethe Vestager (φωτ. αρχείου) για θέματα φορολογίας.
Αρχικά η ελληνική πλευρά επισημαίνει ότι το ελληνικό σύστημα φορολόγησης πλοίων (φόρος χωρητικότητας - tonnage tax) αποτελεί ένα αυτοτελές, συνεκτικό και οριζόντιο σύστημα, το οποίο αντιμετωπίζει, διαχρονικά, τον ναυτιλιακό κλάδο και οι νομικά κατοχυρωμένες κρίσιμες διατάξεις δεν αμφισβητήθηκαν ποτέ, ούτε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ούτε από κάποιο άλλο όργανο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1981, ούτε και μεταγενέστερα.
Από τη δεκαετία του 1950, ιδίως όμως μετά το 1974, χάρη στο ισχύον νομικό και φορολογικό καθεστώς, η ελληνόκτητη ναυτιλία αναπτύχθηκε για να καταστεί η μεγαλύτερη στην Ευρώπη και τον κόσμο. Επιπλέον, η διαχείρισή της δεν διεξάγεται από κάποιον φορολογικό παράδεισο, αλλά από κράτος-μέλος της Ε.Ε., ενώ το ελληνικό νηολόγιο παραμένει μαζί με το μαλτέζικο το μεγαλύτερο στην Ε.Ε. και μεταξύ των δέκα πρώτων στον κόσμο. Η επιτυχία αυτή σε έναν οικονομικό τομέα παγκοσμίων διαστάσεων, η οποία αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία ως ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα απόλυτα ανταγωνιστικής αγοράς στον χώρο της πραγματικής οικονομίας, δεν είναι μόνο ελληνική επιτυχία (παρότι προφανώς έχει τεράστια σημασία για τη χώρα μας) αλλά και ευρωπαϊκό επίτευγμα, προστίθεται στην απάντηση.
Σε ό,τι αφορά την ουσία των αιτιάσεων, η ελληνική πλευρά επισημαίνει ακόμη ότι το ελληνικό σύστημα δεν αμφισβητείται όπως αποδεικνύεται και από την επακολουθήσασα νομοθεσία των κρατών μελών, καθώς έχει επηρεάσει και διαμορφώσει καταλυτικά το σύνολο σχεδόν των συστημάτων φορολόγησης πλοίων στην Ευρώπη. Ήταν ο προκάτοχος και εμπνευστής των αρχών που διατρέχουν το σύνολο των Κατευθυντήριων Γραμμών των Θαλάσσιων Μεταφορών.
Η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ακόμη ότι το ελληνικό σύστημα, κατ’ ουσίαν, διαμορφώθηκε με σκοπό να τονώσει τον ανταγωνισμό με τρίτες χώρες και προσέλκυσε πράγματι τα ελληνικά ναυτιλιακά συμφέροντα όχι μόνο ως προς τη νηολόγηση υπό ελληνική σημαία, αλλά για τη διαχείριση πλοίων με έδρα την Ελλάδα και πλέον την Ευρώπη. Κάτι που συνιστά ουσιαστικά προσέλκυση του ναυτιλιακού know-how στην Ευρώπη.
Ιδιαίτερη σημασία έχει επίσης το γεγονός ότι δεν υπήρξαν ποτέ παράπονα για πρακτικές αντίθετες προς τον ανταγωνισμό, ούτε μετεγκαταστάθηκαν ναυτιλιακές εταιρίες από άλλα κράτη μέλη στην Ελλάδα, τονίζει η ελληνική πλευρά.
Σε ό,τι αφορά τα φυσικά πρόσωπα και τη φορολογική τους αντιμετώπιση, π.χ. μερίσματα από ναυτιλιακές επιχειρήσεις, η ελληνική απάντηση επικαλείται, εκτός των άλλων, και το παράδειγμα της Μάλτας όπου η επιτροπή αναγνωρίζει ότι η φορολογική μεταχείριση των μερισμάτων δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.