Σημαντική βελτίωση εμφάνισαν το 2015 τα οικονομικά αποτελέσματα της Αλουμύλ Βιομηχανία Αλουμινίου Α.Ε. , καθώς οι ζημιές συρρικνώθηκαν κατά 30,7% στα 7,8 εκατ. ευρώ.
Την ίδια ώρα, τα κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) παρουσίασαν αύξηση κατά 2,5% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα και διαμορφώθηκαν στα 8,6 εκατ. ευρώ.
Οι πωλήσεις του Ομίλου ενισχύθηκαν κατά 11% αγγίζοντας τα 191,2 εκατ. ευρώ έναντι 172,2 εκατ. ευρώ το 2014. Αύξηση παρουσίασαν και τα μικτά κέρδη, τα οποία διαμορφώθηκαν στο +10,6% και τα 37,2 εκατ. ευρώ.
Όσον αφορά στα αποτελέσματα της μητρικής, οι πωλήσεις για το 2015 αυξήθηκαν κατά 6,5% στα 111,6 εκατ. ευρώ, ενώ το μικτό κέρδος μειώθηκε κατά 14,8% στα 11,1 εκατ. ευρώ. Οι ζημιές προ φόρων παρουσίασαν αύξηση και διαμορφώθηκαν στα 12,9 εκατ. έναντι 11,4 εκατ. το 2014.
Σύμφωνα με τη σχετική ενημέρωση, το 2015 εξακολούθησε να είναι μια ακόμη δύσκολη χρονιά ύφεσης, με την παγκόσμια οικονομία να επιβραδύνεται ακόμα περισσότερο λόγω της υψηλής αβεβαιότητας που τροφοδοτήθηκε από την κρίση χρέους της ευρωζώνης, τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόστηκε σε πολλές προηγμένες οικονομίες, τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και την υψηλή ανεργία.
Στην ελληνική οικονομία, η κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερη, με την βαθιά κρίση χρέους του κράτους να οδηγεί σε πρόσθετα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής με συνέπεια την παρατεινόμενη πτώση της εγχώριας κατασκευαστικής και επισκευαστικής δραστηριότητας. Επίσης η μείωση της ρευστότητας από το χρηματοπιστωτικό σύστημα με τον περιορισμό στη διακίνηση κεφαλαίων λόγω των «capital controls», επηρέασαν την ομαλή λειτουργία πολλών ελληνικών εταιρειών.
Παρόλα αυτά, ο Όμιλος δραστηριοποιήθηκε σε αυτό το αντίξοο οικονομικό περιβάλλον, προσαρμόζοντας τη λειτουργία του σε επίπεδα που του επέτρεπαν οι ταμειακές του ροές, στην παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας και ακολουθώντας μία στρατηγική εξωστρέφειας, δόθηκε ιδιαίτερο βάρος στην ενίσχυση της εμπορικής παρουσίας στη Ρωσία, την Αμερική, την Ασία και την Αφρική καθώς επίσης και στην περαιτέρω αύξηση του μεριδίου αγοράς στη Νοτιοανατολική και Δυτική Ευρώπη καθώς και στη Μέση Ανατολή.