Σε 225 εκατ. ευρώ ανήλθαν στο πρώτο εξάμηνο του 2005 τα ενοποιημένα καθαρά κέρδη της EFG Eurobank Ergasias σημειώνοντας αύξηση κατά 39% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό χρονικό διάστημα. Οι αναλυτές σε πρόσφατη δημοσκόπηση του Reuters ανέμεναν αύξηση της τάξεως του 37%.
Τα καθαρά κέρδη ανά µετοχή στο πρώτο εξάµηνο του τρέχοντος έτους αυξήθηκαν κατά 37% και διαµορφώθηκαν, σε ετησιοποιηµένη βάση, σε €1,43. Παράλληλα, η αποδοτικότητα του µέσου ενεργητικού βελτιώθηκε σε 1,26% από 1,10% το πρώτο εξάµηνο του 2004 και η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων υπερέβη το 21%, έναντι 16,7% την αντίστοιχη περσινή περίοδο.
Σύμφωνα με τη διοίκηση, τα οικονοµικά αποτελέσµατα του εξαµήνου εναρµονίζονται απόλυτα µε τις δεσµεύσεις της Eurobank για τη διετία 2005-2006, που στοχεύουν σε καθαρή κερδοφορία τουλάχιστον €450 εκατ. για το τρέχον έτος και ετήσια αύξηση του µερίσµατος ανά µετοχή άνω του 15%.
Όπως προκύπτει από τα αποτελέσµατα του πρώτου εξαµήνου του 2005, η κερδοφορία της Eurobank στηρίζεται σε υψηλό βαθµό σε οργανικές πηγές, στοιχείο το οποίο, όπως επισημαίνεται σε σχετική ανακοίνωση, αναδεικνύει την ποιοτική υπεροχή αλλά και τη δυνατότητα αύξησης των κερδών της στο µέλλον.
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της τράπεζας, η δυναµική ανάπτυξη των εργασιών στους τοµείς της Τραπεζικής Ιδιωτών Πελατών, της Τραπεζικής Επιχειρήσεων, της Διαχείρισης Περιουσίας και των Κεφαλαιαγορών κατά τους πρώτους έξι µήνες του 2005 είχε ως αποτέλεσµα την σηµαντική αύξηση των Συνολικών Εσόδων κατά 22,8%, σε €888εκ.,από €723εκ. την αντίστοιχη περίοδο του προηγούµενου έτους.
Τα οργανικά Έσοδα (Έσοδα από Τόκους και Συνολικές Προµήθειες) συνετέλεσαν καθοριστικά στην εξέλιξη αυτή, παρουσιάζοντας άνοδο κατά 24,4% σε €839 εκ., αποτελώντας το 94,5% των συνολικών εσόδων του Οµίλου.
Η ισχυρή πιστωτική επέκταση στην εγχώρια αγορά συνεχίστηκε αµείωτη το Α΄ Εξάµηνο του 2005 µε την Eurobank να αναπτύσσεται ταχύτερα από την αγορά. Έτσι, οι Χορηγήσεις αυξήθηκαν κατά 26%1 το Α΄ Εξάµηνο του 2005, µε τα δάνεια προς νοικοκυριά (καταναλωτικά και στεγαστικά) να ενισχύονται κατά 37,9% σε €11,4 δισ. και τις χορηγήσεις προς επιχειρήσεις να παρουσιάζουν άνοδο κατά 17,1% σε €13 δισ. Στην Ελλάδα, οι συνολικές χορηγήσεις της Eurobank αυξήθηκαν κατά 24,4%, έναντι επέκτασης της αγοράς κατά 14,7%. (Μάιος 2005). Η δυναµική επέκταση του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων είχε ως αποτέλεσµα τα Καθαρά Έσοδα από Τόκους να παρουσιάσουν αξιοσηµείωτη αύξηση κατά 23,7% σε €629,5 εκ. Παράλληλα, το καθαρό περιθώριο επιτοκίου παρέµεινε σηµαντικά υψηλότερο του 3%, ως αποτέλεσµα της διάρθρωσης του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων της Τράπεζας.
Παρά την ισχυρή πιστωτική επέκταση, η ποιότητα του χαρτοφυλακίου διατηρείται σε επίπεδα σηµαντικά καλύτερα από την αγορά. Ο συνολικός δείκτης των µη εξυπηρετουµένων δανείων διαµορφώθηκε σε 3% το Α΄ Εξάµηνο του 2005, µε το 91% των επισφαλών απαιτήσεων να καλύπτονται από συσσωρευµένες προβλέψεις. Οι προβλέψεις του Α΄ Εξαµήνου 2005 αντιστοιχούν σε 1,36% του µέσου χαρτοφυλακίου χορηγήσεων, κυρίως ως αποτέλεσµα της συνεχιζόµενης µεταβολής του µίγµατος του χαρτοφυλακίου δανείων της Τράπεζας υπέρ του χαρτοφυλακίου ιδιωτών πελατών.
Σηµαντική ανάπτυξη είχε επίσης η διαχείριση Κεφαλαίων των Πελατών και η διάθεση προϊόντων Ασφαλειών Ζωής, µε τα συνολικά κεφάλαια να αυξάνονται κατά 16,3% και να διαµορφώνονται σε €32,2 δισ. Η δυναµική αύξηση των χορηγήσεων σε συνδυασµό µε τη διαχείριση περιουσίας και αµοιβαίων κεφαλαίων, την παροχή ολοκληρωµένων υπηρεσιών σε επιχειρήσεις και τις ευρύτερες δραστηριότητες του δικτύου καταστηµάτων συνετέλεσαν ώστε
τα Καθαρά Έσοδα από Αµοιβές και Προµήθειες τραπεζικών εργασιών να σηµειώσουν αύξηση κατά 25,7%, σε €178,8εκ. Παράλληλα, τα έσοδα από αµοιβές και προµήθειες από λοιπές µη τραπεζικές εργασίες, ενισχύθηκαν και αυτά σηµαντικά κατά 32,4% σε €30,7 εκ.
Παρά την αύξηση των συνολικών εσόδων κατά 22,8%, η αύξηση των Λειτουργικών δαπανών περιορίστηκε σε 6% για τις δραστηριότητες στην Ελλάδα και σε 10,8% σε επίπεδο Οµίλου. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσµα ο Δείκτης Κόστους προς Έσοδα να µειωθεί σηµαντικά το Α΄ Εξάµηνο του 2005 για τις δραστηριότητες στην Ελλάδα σε 43,8%, από 50,2% και σε ενοποιηµένο επίπεδο σε 47,4%, από 52,5% την αντίστοιχη περίοδο του προηγούµενου έτους.