Του Αλέξανδρου Λαγάκου
Πρόεδρος Greek Energy Forum
Αναλυτής Ενεργειακών & Ναυτιλιακών Αγορών
Η πραγματική στήριξη οποιασδήποτε μεταρρύθμισης από την κοινωνία προϋποθέτει τη σωστή ενημέρωση όλων μας για το θετικό αντίκτυπο που αυτή αναμένεται να επιφέρει στις ζωές μας. Αποτελεί βαθιά πεποίθησή μου πως πρώτα οφείλει κανείς να εξηγήσει δημόσια ποια θα είναι η υπεραξία που θα δημιουργήσει μία μεταρρύθμιση, προτού απαιτήσει από την κοινή γνώμη να «αγκαλιάσει» και να υποστηρίξει την υλοποίησή της. Αυτή η ενημέρωση οφείλει να γίνεται πάντα με όρους κατανοητούς και προσιτούς στο ευρύ κοινό, αποφεύγοντας πολύπλοκη τεχνική ορολογία που ενδεχομένως αποθαρρύνει τους πολίτες στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν τις βασικές αρχές και τη κύρια στόχευση της προτεινόμενης πολιτικής τομής.
Το παρόν άρθρο εντάσσεται στα πλαίσια της προαναφερθείσας προσπάθειας, έχοντας ως στόχο να εξηγήσει τη βασική αρχή της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας και να περιγράψει την υπεραξία που αυτή γεννά για την κοινωνία.
Σε ένα –σχεδόν- μονοπωλιακό οικονομικό περιβάλλον δραστηριοποιείται συνήθως ένας μεγάλος πάροχος με δεσπόζουσα θέση στην αγορά και παράλληλα μερικοί επιπλέον πάροχοι με συντριπτικά μικρότερα επιμέρους μερίδια αγοράς. Σε μία τέτοια περίπτωση ο ανταγωνισμός είναι πρακτικά ανύπαρκτος, καθώς το σύνολο των καταναλωτών εξυπηρετείται από τον «Μεγάλο Πάροχο». Ο τελευταίος διαθέτει μόνο έναν τρόπο προκειμένου να μεγιστοποιεί κάθε φορά το περιθώριο κέρδους του και αυτός είναι το να πουλά ακριβά την ενέργεια στον καταναλωτή. Ο καταναλωτής – ελλείψει επαρκών εναλλακτικών – πληρώνει δίχως δεύτερη σκέψη την ζητηθείσα τιμή.
Σε μια απελευθερωμένη αγορά ο καταναλωτής διαθέτει πολλές εναλλακτικές. Αυτό είναι και το βασικό όφελος άλλωστε της ανάπτυξης ανταγωνισμού.
Σε μία ελεύθερη αγορά όμως, όπου δραστηριοποιείται ένας ικανοποιητικός αριθμός πρακτικά «ισοδύναμων» παρόχων, ο καταναλωτής διαθέτει πολλές εναλλακτικές. Αυτό είναι και το βασικό όφελος άλλωστε της ανάπτυξης ανταγωνισμού σε μία αγορά. Άρα πλέον ο καταναλωτής αποκτά διαπραγματευτική ισχύ, προκειμένου να απαιτήσει από τον πάροχό του μία χαμηλότερη τιμή από αυτή που θα πλήρωνε στην περίπτωση της μονοπωλιακής αγοράς. Συνεπώς, ο καταναλωτής αναμφισβήτητα κερδίζει. Το λογικό όμως ερώτημα που γεννάται αφορά τον πάροχο και είναι το εξής: ο τελευταίος θα βγει τελικά ζημιωμένος από την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας;
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι αρνητική. Σε μία απελευθερωμένη αγορά αυξάνονται παράλληλα και οι επιλογές που ο πάροχος διαθέτει αναφορικά με την απόκτηση του ενεργειακού προϊόντος που μεταπουλά στους καταναλωτές του. Για παράδειγμα, έχει τη δυνατότητα να προμηθεύεται ενέργεια από περισσότερους του ενός προμηθευτές με όρους ευελιξίας και διαφορετικής τιμολόγησης, να αναζητά περιστασιακά ενεργειακές ποσότητες από όμορες χώρες με ανταγωνιστικότερες τιμές ή ακόμα να αποθηκεύει ή να αποδεσμεύει ποσότητες σε περιόδους χαμηλών ή υψηλών τιμών αντίστοιχα από μονάδες αποθήκευσης που χρησιμοποιεί. Η ορθολογική αξιοποίηση όλων αυτών των επιλογών δημιουργεί υπεραξία για τον πάροχο, η οποία αντανακλά θετικά στο οικονομικό αποτέλεσμα των εμπορικών του συναλλαγών με τους καταναλωτές που εξυπηρετεί. Με αυτόν τον τρόπο, ο πάροχος αντισταθμίζει τυχόν απώλειες που προκύπτουν από τη μείωση των τιμών πώλησης στον καταναλωτή εξαιτίας της ανάπτυξης ανταγωνισμού στην αγορά και συνεπώς διατηρεί υψηλό το περιθώριο κέρδους του. Αποκλίνοντας - κατ᾽ εξαίρεση μόνο - από την αρχική υπόσχεση περί αποφυγής χρήσης τεχνικών όρων, αναφέρω απλά πως οι προαναφερθείσες επιλογές αναφέρονται σε ενδεικτικά παραδείγματα ευκαιριών «arbitrage».
Αυξάνονται όμως παράλληλα και οι επιλογές που ο πάροχος διαθέτει, αναφορικά με την απόκτηση του ενεργειακού προϊόντος που μεταπουλά στους καταναλωτές του.
Επομένως, η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας επιτυγχάνει ταυτόχρονα δύο θεμελιώδεις στόχους. Πρώτον, γεννά εναλλακτικές για τους συμμετέχοντες στην αγορά, συμπιέζοντας τα τιμολόγια και το κόστος ενέργειας. Δεύτερον, ανταμείβει αυτούς που υιοθετούν σύγχρονες εμπορικές πρακτικές και επενδύουν στη διαρκή βελτιστοποίηση της στρατηγικής τους.
Αυτό είναι και το πρότυπο που οφείλει να υιοθετεί μία οικονομία αλλά και να προβάλλει γενικότερα μία υγιώς σκεπτόμενη κοινωνία: ως οικονομία να επιβραβεύει πάντα τη βέλτιστη πρακτική και όχι τη θέση ισχύος. Και ως κοινωνία να ανταμείβει την Αριστεία, προσφέροντας κίνητρο στον καθένα μας να γίνεται καλύτερος και αποδοτικότερος, πάντα στα πλαίσια θεμιτού ανταγωνισμού και ευγενούς άμιλλας.