Του Γεράσιμου Χιόνη
To 2016 δεν έχει μπει με τους καλύτερους οιωνούς για τις παγκόσμιες χρηματαγορές. Ο κινεζικός «πυρετός» έδωσε τη θέση του στην τραπεζική αναταραχή, η οποία κορυφώθηκε τις τελευταίες μέρες, εξαιτίας των ψιθύρων περί κατάρρευσης της μεγαλύτερης ιδιωτικής τράπεζας της Γερμανίας, της Deutsche Bank.
Κατά ορισμένους, πρόκειται για την ευρωπαϊκή Lehman Brothers, καθώς μία ενδεχόμενη πτώση της θα συμπαρασύρει στο διάβα της συλλήβδην το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, με τις επιπτώσεις να επεκτείνονται αναπόφευκτα και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Πόσο κοντά ωστόσο, βρισκόμαστε σ΄ αυτό το «μαύρο» σενάριο; Προς το παρόν, σ’ αυτό το ερώτημα μόνο η ηγετική ομάδα της Deutsche Bank και ο «στενός» περίγυρος της Καγκελαρίας δύνανται να δώσουν μία απάντηση.
Βλέποντας την κατάσταση να τείνει προς εκτροχιασμό και τη μετοχή της γερμανικής τράπεζας να καταρρέει, ο διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank, Tζον Κράιαν, επιχείρησε την Τρίτη να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, διανέμοντας ένα εμπιστευτικό έγγραφο, στο οποίο καθίσταται σαφές ότι «η τράπεζα είναι απολύτως στέρεα, διαθέτοντας ισχυρή κεφαλαιακή θέση». Ο πάντα ψύχραιμος Σόιμπλε εμφανίστηκε επίσης, καθησυχαστικός, ξεκαθαρίζοντας ότι «δεν υπάρχει καμία ανησυχία» για τη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας.
Η ομαδική απόπειρα εφησυχασμού των αγορών δεν φαίνεται ωστόσο, να υλοποιεί τον στόχο της, καθώς μετά τις απώλειες της Δευτέρας (9,5%), η μετοχή της Deutsche Bank υποχώρησε τόσο την Τρίτη (5%), όσο και την Πέμπτη (5,8%). Την Τετάρτη, είχε μεσολαβήσει ένα ανοδικό «ξέσπασμα», στον απόηχο της φημολογίας περί του προγράμματος επαναγοράς ομολόγων.
Από την αρχή του έτους η χρηματιστηριακή αξία της γερμανικής τράπεζας έχει συρρικνωθεί κατά 40%. Η αναταραχή βέβαια, δεν εκτονώνεται στη Deutsche Bank, καθώς σύσσωμος ο τραπεζικός κλάδος της Ευρώπης δέχεται αλλεπάλληλα ισχυρά πλήγματα, με κορωνίδα όλων τις διευρυμένες απώλειες στις - πάντα προβληματικές - ιταλικές τράπεζες.
Η αρχή του… κακού
Οι ανησυχίες σχετικά με τη Deutsche Bank έχουν ως αφετηρία τις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου, όταν η γερμανική τράπεζα ανακοίνωσε τα επίσημα οικονομικά αποτελέσματα για το 2015, τα οποία αποδείχθηκαν τα χειρότερα των τελευταίων επτά ετών. Μάλιστα, η κατάσταση φαντάζει ακόμη πιο δύσκολη για τους ιθύνοντες του γερμανικού χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, δεδομένων των αλλεπάλληλων προστίμων από τις εποπτικές αρχές της Ευρώπης και κυρίως, των ΗΠΑ.
Η κατάρρευση της αγοράς εμπορευμάτων (commodities) έχει διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο στη δυσμενή θέση, στην οποία φέρεται να έχει περιέλθει η Deutsche Bank, καθώς η διολίσθηση του πετρελαίου στα 30 δολάρια συνεπάγεται τη σημαντική μείωση των εσόδων από τον επενδυτικό κλάδο.
Το κόστος προστασίας έναντι μίας ενδεχόμενης χρεοκοπίας της γερμανικής τράπεζας έχει διπλασιαστεί φέτος, αντικατοπτρίζοντας τον φόβο των διεθνών αγορών αλλά και πιστοποιώντας ότι τα σενάρια δεν αποτελούν αποκυήματα της φαντασίας ορισμένων «σκοτεινών» οικονομικών κύκλων.
Η έκθεση στην αγορά των παραγώγων
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της Credit Suisse, τα προβλήματα της γερμανικής τράπεζας, αλλά και του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, διακρίνονται σε τρία είδη: βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Σχετικά με τα πρώτα, αυτά εδράζονται στις έντονες μεταβολές των αγορών, στις πιέσεις επί της ρευστότητας και στη μείωση του περιθωρίου κέρδους από τις επενδυτικές δραστηριότητες.
Το μείζον πρόβλημα ωστόσο, συνίσταται στη φύση και στην έκταση των άλλων δύο. Η έκθεση της Deutsche Bank στην υψηλού ρίσκου αγορά των παραγώγων ανέρχεται στα 54 τρισ. ευρώ - ποσό 20 φορές μεγαλύτερο από το γερμανικό ΑΕΠ. Την ίδια ώρα, η έκθεση στα κρατικά ομόλογα αριθμεί στα 9,6 τρισ. ευρώ - ποσό σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερο από το γερμανικό ΑΕΠ. Πρόκειται επομένως, για ενδείξεις, οι οποίες σαφέστατα δεν εμπνέουν αισιοδοξία και κατά κύριο λόγο, δεν καθησυχάζουν τις αγορές. Το αντίθετο μάλιστα.
Το εάν τελικά η Deutsche Bank «σκάσει» και καταστεί η ευρωπαϊκή «Lehman Brothers» είναι προς το παρόν άγνωστο. Ωστόσο, είναι σχεδόν βέβαιο, ότι μία τέτοια, δυσοίωνη εξέλιξη θα οδηγήσει την ευρωπαϊκή - και όχι μόνο - οικονομία στις «μαύρες» μέρες του 2008.