Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να διατηρήσει στάση αναμονής έως τα μέσα του 2006, καθώς η ανάκαμψη της οικονομίας στην Ευρωζώνη απειλείται από τις υψηλές τιμές πετρελαίου και την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας.
Τα παραπάνω αναφέρει η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ) στην έκθεσή της “Euro area monthly (July-August 2005):
«Πράγματι, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ μειώθηκε ετησίως στο 1,1% κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2005, σε σύγκριση με 2,1% το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2004, υποδηλώνοντας ότι οι συνεχιζόμενες ανατιμήσεις του αργού πετρελαίου (αύξηση 42% κατά μέσο όρο το πρώτο εννεάμηνο του 2005 σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2004) καθώς και το «ισχυρό» ευρώ, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2004, έχουν επηρεάσει την οικονομική δραστηριότητα της ευρωζώνης.
Πιο αναλυτικά, οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες (Γερμανία και Γαλλία), που αποτελούν το 56% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, παρουσιάζουν επιβραδυνόμενο ρυθμό ανάπτυξης, μειωμένο περίπου κατά μία εκατοστιαία μονάδα κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, (0,6% και 1,3% αντίστοιχα στο δεύτερο τρίμηνο του 2005 σε σχέση με 1,6% και 2,8% το δεύτερο τρίμηνο του 2004). Πράγματι, παρατηρούμε επιβράδυνση σε όλες της πηγές ανάπτυξης, οι οποίες διαφέρουν από χώρα σε χώρα της ευρωζώνης.
Η εσωτερική ζήτηση στη Γαλλία, με πρώτη την κατανάλωση, συνέβαλε μόνο κατά 2,3 εκατοστιαίες μονάδες στην ανάπτυξη κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2005, επίπεδο πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο του 2004 (3,7%).
Αντίθετα, στη Γερμανία όπου η εξωτερική ζήτηση είχε αποτελέσει την κινητήριο δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης το 2004, συμβάλλοντας σχεδόν εξ ολοκλήρου στην ανάπτυξη (1,1%), το δεύτερο τρίμηνο του 2005 η δραστηριότητα «πάγωσε», με την εξωτερική ζήτηση να μην στηρίζει καθόλου την ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, η ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης αντανακλούσε τη βελτίωση της κατάστασης των ισολογισμών των γερμανικών εταιρειών σε συνδυασμό με την αύξηση της ανταγωνιστικότητας τους λόγω σημαντικής συγκράτησης του κόστους, κυρίως του μισθολογικού. Η εξάρτηση της οικονομικής ανάπτυξης στις εξαγωγές, όμως, αντανακλά το πόσο ευάλωτη είναι η Γερμανία ειδικότερα, και η ευρωζώνη γενικότερα στην επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης.
Η αύξηση της απασχόλησης και των πραγματικών μισθών στην ευρωζώνη, θα υποστηρίξει την κατανάλωση κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2005, δεδομένου ότι η εμπιστοσύνη των καταναλωτών θα βελτιωθεί με την αύξηση της απασχόλησης και την προσδοκώμενη μείωση των τιμών του πετρελαίου. Ειδικότερα, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2005, η απασχόληςη αυξήθηκε κατά 1% ετησίως και οι πραγματικές αποδοχές κατά 0,5%, διπλασιάζοντας σχεδόν το ρυθμό ανόδου του διαθέσιμου εισοδήματος σε σχέση με πέρσι.
Τέλος, η αναμενόμενη ανάκαμψη των πάγιων επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα εμφανίζεται να έχει χάσει τη δυναμική της λόγω των υψηλότερων τιμών του πετρελαίου και την αύξηση του εργατικού κόστους ανά μονάδα προϊόντος, ενώ είναι πιθανό να παραμείνουν συγκρατημένες λόγω της περαιτέρω συρρίκνωσης των περιθωρίων κέρδους.
Καταλήγοντας προβλέπουμε μικρή επιτάχυνση της ανάπτυξης στην ευρωζώνη από 1,1% το δεύτερο τρίμηνο σε 1,2% στο τρίτο, και 1,5% στο τέταρτο, ώστε η συνολική ανάπτυξη το 2005 να φτάσει στο 1,3%, επίπεδο σημαντικά χαμηλότερο από το 1,8% του 2004. Παρά τις αυξήσεις στην τιμή του πετρελαίου, οι πληθωριστικές πιέσεις στην ευρωζώνη παραμένουν περιορισμένες λόγω της αναιμικής ζήτησης.
Αυτή η ήπια προοπτική όμως είναι επισφαλής, πρώτον, από τις αυξανόμενες τιμές του πετρελαίου, δεύτερον, από την άνοδο του πληθωρισμού από τις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων, λόγω της υποτίμησης του ευρώ κατά το πρώτο εξάμηνο του 2005 και, τρίτον, από την προοπτική της επιβολής νέων έμμεσων φόρων σε μερικές χώρες, ειδικά στη Γερμανία όπου το ΦΠΑ αναμένεται να αυξηθεί κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες από τη νέα κυβέρνηση. Συνεπώς προβλέπουμε τον πληθωρισμό να Παραμένει κοντά στο 2% μέχρι το τέλος του 2005.
Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ αναμένεται να διατηρήσει στάση αναμονής έως τα μέσα του 2006, καθώς η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται να επανακάμψει σχετικά αργά κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2005. Επιπλέον, μια κίνηση για μεταβολή των επιτοκίων θα έβλαπτε την ανεξαρτησία της ΕΚΤ, για την οποία διακρίνεται, και θα ενίσχυε τους φόβους για περαιτέρω αύξηση στις τιμές των ακινήτων, τα οποία έχουν σχηματίσει μεγάλες υπεραξίες τα τελευταία χρόνια σε πολλές χώρες της ευρωζώνης. Ειδικότερα, δεν αναμένεται η ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης πριν από το τρίτο τρίμηνο του 2006.
Όμως, εάν οι τιμές του πετρελαίου παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα, αντί να υποχωρήσουν (προβλέπεται $50 ανά βαρέλι στο τέλους του 2005), η ΕΚΤ ενδέχεται να αυξήσει τα επιτόκια νωρίτερα, μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2006, για να δράσει ανασταλτικά στις αναμενόμενες πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες θα είναι περισσότερο έντονες στην ευρωζώνη λόγω της ακαμψίας στις αγορές (εργασίας και προϊόντων), ακόμη και αν οι δείκτες της πραγματικής οικονομίας συνεχίσουν να μειώνονται».