Από την έντυπη έκδοση
Της Άννα Δόγα
[email protected]
Σε νέο γύρο μείωσης προσωπικού με προγράμματα εθελούσιας εξόδου θα προχωρήσουν εντός του έτους οι τράπεζες, επιχειρώντας να καλύψουν μεγάλο μέρος των απαιτήσεων για περιορισμό του προσωπικού που προκύπτει από τα σχέδια αναδιάρθρωσης. Η υποχρέωση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών είναι να μειώσουν το ανθρώπινο δυναμικό κατά 4.300 άτομα και αναμένεται ότι μέσα στους επόμενους μήνες, δηλαδή εντός του πρώτου εξαμήνου, θα ανακοινωθούν εθελούσιες έξοδοι για περίπου 2.000 άτομα.
Η μείωση προσωπικού υπαγορεύεται άλλωστε και από τη σταθερή συρρίκνωση των τραπεζικών εργασιών, οι οποίες δεν αναμένεται να ανακάμψουν άμεσα και σε κάθε περίπτωση έχουν διαφορετικό προσανατολισμό. Η αποκλιμάκωση των δαπανών παραμένει από τις βασικές προτεραιότητες του κλάδου, ειδικά δε με τον στόχο για επάνοδο σε κερδοφορία του 2016, αφού η πλευρά των εσόδων διατηρείται ασθενής.
Οι νέες εθελούσιες θα είναι πιο στοχευμένες, με πακέτα παροχών κατά πολύ χαμηλότερα από εκείνα της διετίας 2013-2014 και απευθύνονται σε νεότερους σε ηλικία εργαζόμενους, αφού όσοι βρίσκονταν πιο κοντά στη συνταξιοδότηση επωφελήθηκαν από τα προηγούμενα, αρκετά γενναιόδωρα, προγράμματα. Η Τράπεζα Πειραιώς και η Εθνική θα προηγηθούν, σύμφωνα με πληροφορίες, και θα ακολουθήσουν η Alpha Bank και η Eurobank.
Εως το τέλος του 2017 οι τέσσερις συστημικές τράπεζες υποχρεούνται από τα σχέδια αναδιάρθρωσης να μειώσουν το προσωπικό κατά 4.300 άτομα και το δίκτυό τους κατά 180 καταστήματα: Η Τράπεζα Πειραιώς σε 12.800 άτομα από 14.370 σήμερα, η Alpha Bank σε 9.504 από περίπου 9.678, η Εθνική Τράπεζα οφείλει να περιορίσει το προσωπικό της σε 10.695 υπαλλήλους από 12.300 σήμερα και η Eurobank σε 9.800 άτομα από 10.800 σήμερα.
Ενώ το 2013 και 2014 τα προγράμματα εθελούσιας εξόδου έφθαναν να περιλαμβάνουν αποζημίωση αντίστοιχη ακόμη και με 45 μισθούς και ανέρχονταν έως και σε 180 χιλιάδες ευρώ, αναμένεται ότι τα επόμενα πακέτα θα κινούνται στο ήμισυ.
Τα προγράμματα συνοδεύουν συνήθως προνομιακά ασφαλιστικά προγράμματα για δύο με τρία έτη και χαμηλά επιτόκια στα δάνεια που είχαν λάβει οι τραπεζοϋπάλληλοι.
Καθώς δε απευθύνονται σε εργαζόμενους σε παραγωγική ακόμη ηλικία, παραμένει αβέβαιη η επιτυχία τους, αφού οι συμμετέχοντες θα πρέπει να αποφασίσουν την κατ’ ουσία έξοδό τους από την αγορά εργασίας, χωρίς να έχουν σημαντικό οικονομικό όφελος.
Ο τραπεζικός κλάδος έχει συρρικνωθεί την περίοδο της κρίσης και σε επίπεδο εργαζομένων και προσωπικού, καθώς υπολογίζεται ότι στο διάστημα 2009-2015 οι τράπεζες έχουν μειώσει το προσωπικό τους στην Ελλάδα κατά 25.000 άτομα, ενώ έχουν προχωρήσει στη διακοπή λειτουργίας περίπου 1.700 καταστημάτων.
Οι όμιλοι πάντως τα τελευταία χρόνια έχουν προχωρήσει σε σημαντική αποκλιμάκωση των δαπανών. Η Τράπεζα Πειραιώς είχε στο εννεάμηνο το χαμηλότερο επίπεδο λειτουργικών δαπανών, ενώ οι δαπάνες προσωπικού είχαν σημαντική βελτίωση στα κόστη προσωπικού. Οι αντίστοιχες δαπάνες προσωπικού στην Ελλάδα από 183 εκατ. ευρώ ανά τρίμηνο το 2013 υποχώρησαν στα 149 εκατ. ευρώ το 2014 και 141 εκατ. ευρώ το 2015.
Με βάση τα στοιχεία εννεαμήνου, η Alpha Bank έχει καλύψει τον στόχο μείωσης των λειτουργικών εξόδων κατά 20% και ήδη τον έχει υπερβεί στις δαπάνες προσωπικού, με τη συμβολή της προηγούμενης εθελούσιας εξόδου και παρά την ενσωμάτωση της Citi. H Εurobank στο εννεάμηνο είχε μείωση λειτουργικών δαπανών κατά 6,4%, ενώ σε ανάλογο επίπεδο κινήθηκαν οι δαπάνες προσωπικού στα 407 εκατ. ευρώ από 430 εκατ. ευρώ στο εννεάμηνο 2014.
Η Εθνική Τράπεζα κατέγραψε μείωση των δαπανών προσωπικού κατά 8% σε ετήσια βάση και συνολικών λειτουργικών δαπανών κατά 5,4%, ενώ σημειώνεται ότι μεταξύ 2009 και 2014 οι δαπάνες προσωπικού υποχώρησαν κατά 43%. Η τράπεζα κατέγραψε 468 αποχωρήσεις λόγω συνταξιοδότησης το 2015 και αναμένει ακόμη 202 το 2016 και 333 το 2017.
Βελτίωση της ρευστότητας
Κατά 300 εκατ. ευρώ μειώθηκε η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από τον μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας της ΕΚΤ. Στη χθεσινή του συνεδρίαση το δ.σ. ενέκρινε, έπειτα από αίτημα της Τράπεζας της Ελλάδος, την υποχώρηση του ορίου στα 71,5 δισ. ευρώ έως και την Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου, οπότε και θα επανεξεταστεί. Η μείωση του ανώτατου ορίου αντανακλά τη βελτίωση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, στο πλαίσιο της υποχώρησης της αβεβαιότητας και της σταθεροποίησης των ροών καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα.