Επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων ζητά το ΔΝΤ

Τρίτη, 20 Σεπτεμβρίου 2005 15:54
UPD:15:57

Δεν είναι στις κυβερνητικές προθέσεις να υπάρξει νομοθέτηση για το ασφαλιστικό εντός της τρέχουσας τετραετίας, τόνισε σήμερα ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, Γιώργος Αλογοσκούφης, παρουσιάζοντας τα συμπεράσματα της αποστολής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) στην Αθήνα.

Οπως είπε ο κ. Αλογοσκούφης, το ΔΝΤ εντοπίζει πρόβλημα μετά το 2010 στο ασφαλιστικό λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και προτείνει την άμεση λήψη μέτρων για το ασφαλιστικό και την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων. Ο υπουργός Οικονομίας διευκρίνισε, ωστόσο, ότι το υπουργείο δεν είναι θιασώτης της απότομης προσαρμογής και ότι η επιλογή της ήπιας προσαρμογής είναι συνειδητή επιλογή.

Επιπρόσθετα, στα συμπεράσματα της αποστολής του ΔΝΤ αναφέρεται ότι η αγορά εργασίας βρίσκεται σε φάση σημαντικών μεταρρυθμίσεων, αν και ο ρυθμός μεταβολών παραμένει αργός, ενώ σημειώνεται πως «η αγορά εργασίας πρέπει να απελευθερωθεί ακόμα περισσότερο» και ότι «η χαλάρωση της νομοθεσίας προστασίας της απασχόλησης θα ενισχύσει τις προσλήψεις». Όπως είπε ο κ. Αλογοσκούφης το ΔΝΤ προτείνει περισσότερες μεταρρυθμίσεις για την αγορά εργασίας, όμως, όπως υπογράμμισε, για την κυβέρνηση το θέμα αυτό έχει κλείσει.

Εξάλλου, η αποστολή του ΔΝΤ χαιρετίζει μεταξύ άλλων τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες για την μείωση του ελλείμματος, την βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, την προώθηση επενδύσεων στις υποδομές και την αύξηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, ενώ χαρακτηρίζει ως αξιέπαινο τον στόχο της κυβέρνησης να μειώσει το έλλειμμα κάτω το 3%. Τέλος, προτείνει αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του Δημοσίου και «βαθιές μεταρρυθμίσεις στην διαχείριση των δαπανών και στην φορολογική διοίκηση».

Τα συμπεράσματα της έκθεση του ΔΝΤ

«Η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς για αρκετό καιρό, στηριζόμενη αφενός στην πλευρά της ζήτησης από τη δραστική μείωση των επιτοκίων ως συνέπεια της υιοθέτησης του ευρώ, την απελευθέρωση των χρηματαγορών και τη συνακόλουθη ταχεία πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα, και αφετέρου στην πλευρά της προσφοράς από τη συσσώρευση κεφαλαίου, τη μετανάστευση και την αύξηση της παραγωγικότητας. Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ επιβραδύνεται κάπως φέτος, αντανακλώντας μια μεγάλη μείωση στις επενδύσεις λόγω της λήξης των δαπανών για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και των υψηλών τιμών του πετρελαίου. Από την άλλη, οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών υποστηρίζονται από την περαιτέρω πιστωτική επέκταση και οι εξαγωγές έλαβαν ώθηση από τη συνεχιζόμενη ενίσχυση της ναυτιλίας και την ανάκαμψη του τουρισμού. Το 2006, η ανάπτυξη ενδέχεται να μετριασθεί και πάλι ελαφρώς. Αν και οι επενδύσεις θα ανακάμψουν, η ζήτηση θα μειωθεί από την πλήρη ενσωμάτωση της επίπτωσης των τιμών του πετρελαίου, την περαιτέρω μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, και τη σταδιακή εξασθένηση των ευεργετικών επιδράσεων από την είσοδο στο ευρώ.

Αντιμετωπίζοντας αυτή την υποχώρηση, οι αρχές έλαβαν μια σειρά από πρωτοβουλίες σε πολλούς τομείς. Πιο σημαντική είναι η στόχευση του προϋπολογισμού του 2005 σε σημαντική μείωση των ελλειμμάτων. Επιπροσθέτως, εφαρμόσθηκαν μεταρρυθμίσεις για την επίλυση του ασφαλιστικού προβλήματος ορισμένων τραπεζών, τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και της λειτουργίας των αγορών αγαθών, την αύξηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, και την προώθηση επενδύσεων στις υποδομές. Την ίδια στιγμή όμως, μια ευρεία ατζέντα παραμένει: η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να συνεχισθεί για μια σειρά ετών, η ανάγκη για μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού καθίσταται όλο και πιο πιεστική, και περαιτέρω διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις απαιτούνται στις αγορές αγαθών και εργασίας και στο δημόσιο τομέα. Αν αυτές οι προκλήσεις αντιμετωπισθούν, η Ελλάδα θα είναι σε καλύτερη θέση για να συγκλίνει με τα επίπεδα παραγωγικότητας και εισοδήματος της Δυτικής Ευρώπης και θα επωφεληθεί από την οικονομική ανάπτυξη των γειτόνων της.

Η κύρια προτεραιότητα οικονομικής πολιτικής είναι να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα. Παρά την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και τα χαμηλά επιτόκια, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε συνεχώς κατά τα τέσσερα προηγούμενα χρόνια και, παρά το ότι οι τελικές εκτιμήσεις δεν είναι ακόμα διαθέσιμες, ξεπέρασε σημαντικά το 6% του ΑΕΠ το 2004. Η ταχεία αύξηση των πραγματικών πρωτογενών δαπανών (ακόμη και αν εξαιρέσουμε τις Ολυμπιακές δαπάνες) ευθύνεται για αυτήν την επιδείνωση. Σαν αποτέλεσμα αυτής της ανεπαρκούς δημοσιονομικής επίδοσης, έχει σημειωθεί μικρή πρόοδος στη μείωση του πολύ υψηλού επιπέδου του δημοσίου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ.

Ο στόχος των αρχών να μειώσουν το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης κάτω από το 3% του ΑΕΠ ως το 2006 είναι συνεπώς αξιέπαινος. Το έλλειμμα θα μειωθεί σημαντικά φέτος, και θα χρειασθούν σημαντικά περαιτέρω μέτρα στον προϋπολογισμό του 2006. Η αύξηση των πρωτογενών δαπανών διατηρείται πολύ κάτω από τα υψηλά επίπεδα των πρόσφατων ετών, με τη συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων στο δημόσιο τομέα και το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε το τέλος των Ολυμπιακών δαπανών για τη μείωση του ελλείμματος αντί να χρηματοδοτηθούν άλλα προγράμματα. Ωστόσο, η προσπάθεια για προσαρμογή έχει αδυναμίες. Πιο εμφανής από αυτές είναι η προγραμματισμένη τιτλοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών, που εκτιμάται ότι θα εισφέρει έσοδα της τάξης του 1% του ΑΕΠ το 2005 και ξανά το 2006. Αυτό είναι ένα προσωρινό μέτρο που δεν βελτιώνει την υφιστάμενη κατάσταση του προϋπολογισμού. Επίσης, οι αρχές βασίσθηκαν σε μειώσεις στο ρυθμό αύξησης των μισθών και της απασχόλησης γενικά στο δημόσιο, αντί να εφαρμόσουν ένα σχέδιο για εξορθολογισμό των δαπανών. Ένα θέμα που ανέκυψε φέτος είναι τα φορολογικά έσοδα, κυρίως από το ΦΠΑ, που υστέρησαν σημαντικά των προβλέψεων του προϋπολογισμού, εξαιτίας της αυξημένης φοροδιαφυγής. Η επιτυχία των μέτρων για την αντιμετώπιση αυτής της υστέρησης, που είναι ήδη σε εξέλιξη, θα είναι καθοριστικής σημασίας για την υλοποίηση των στόχων της προσαρμογής.

Η συνέχιση της προσπάθειας που απαιτείται για την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών πρέπει να εστιασθεί στη συγκράτηση των πρωτογενών δαπανών τόσο για να επιτευχθεί ο στόχος για το έλλειμμα, όσο και για να δημιουργηθεί περιθώριο για τις απαραίτητες επενδύσεις και μειώσεις φόρων. Αυτή τη δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να τη δούμε σε ένα μεσοπρόθεσμο πλαίσιο που να κατανέμει τους περιορισμένους πόρους του δημοσίου σύμφωνα με σαφώς καθορισμένες προτεραιότητες πολιτικής, και συνιστούμε στις αρχές να αναπτύξουν και να υιοθετήσουν μια τέτοια πολυετή στρατηγική στους προϋπολογισμούς τους. Η στρατηγική θα πρέπει να στοχεύει σε ισοσκελισμένους διαρθρωτικούς προϋπολογισμούς ως το 2010, για να γίνει προετοιμασία για το κόστος της δημογραφικής γήρανσης, που θα αρχίσει να αυξάνεται την επόμενη δεκαετία. Από το 2010 και μετά, τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού πρέπει να είναι επαρκή για την ταχύτερη αποπληρωμή του δημοσίου χρέους και για την απελευθέρωση περισσότερων πόρων για τις αυξανόμενες πληρωμές των συντάξεων.

Η συνέχιση της προσαρμογής θα πρέπει επίσης να υποστηριχθεί από βαθιές μεταρρυθμίσεις στη διαχείριση των δαπανών και στη φορολογική διοίκηση. Η επιτυχής εφαρμογή θα απαιτήσει καθοδήγηση από υψηλού επιπέδου ομάδες εργασίας, που καταρτίζονται τώρα, και από ισχυρή πολιτική στήριξη. Σημαντικές προτεραιότητες για τη διαχείριση των δαπανών είναι να επικεντρωθεί η διαδικασία κατάρτισης του προϋπολογισμού σε προγράμματα (που θα είναι καθοριστικής σημασίας στην ιεράρχηση των δαπανών), ο εξορθολογισμός των δαπανών, η βελτίωση των ελέγχων και η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των διαφόρων προγραμμάτων ως προς τους προϋπολογισμένους στόχους. Για να προωθηθεί η εστίαση σε προτεραιότητες, ο τακτικός προϋπολογισμός και ο προϋπολογισμός των δημοσίων επενδύσεων πρέπει να ενοποιηθούν. Η μεταρρύθμιση της φορολογικής διοίκησης πρέπει να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη ενός σύγχρονου συστήματος αυτοαξιολόγησης που να υποστηρίζεται από μηχανισμούς εφαρμογής βασισμένους στον υπολογισμό του κινδύνου. Μερικά ακόμη μέτρα είναι μεγάλης σημασίας, συμπεριλαμβανομένων της διμηνιαίας υποβολής των εντύπων για επιστροφή ΦΠΑ, των βελτιωμένων διαδικασιών ελέγχου και ισχυρότερων μέτρων για την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το δημόσιο. Η πρακτική της φορολογικής αμνηστίας που παραδοσιακά χρησιμοποιείται υποσκάπτει τη συμμόρφωση και θα πρέπει να εγκαταλειφθεί. Η πρόοδος στο επίπεδο των δαπανών και των εσόδων θα απαιτήσει βελτιωμένη διαχείριση της πληροφόρησης και βελτιωμένα συστήματα και κάποια μέτρα έχουν ήδη ληφθεί προς την κατεύθυνση αυτή.

Η μακροπρόθεσμη δημοσιονομική προοπτική κυριαρχείται από το δημοσιονομικό κόστος της γήρανσης του πληθυσμού, αλλά επίσης και από τις αυξανόμενες δαπάνες υγείας. Με βάση τις πιο πρόσφατες διαθέσιμες εκτιμήσεις, οι οποίες δεν έχουν επικαιροποιηθεί, αυτά τα κόστη θα αυξηθούν σημαντικά μετά το 2010 και, απουσία διορθωτικών μέτρων, θα οδηγήσουν σταδιακά στην ανεξέλεγκτη αύξηση του δημοσίου χρέους. Κάποιες συζητήσεις για τη μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού έχουν ήδη ξεκινήσει, με αφορμή τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος στον τραπεζικό τομέα και η κυβέρνηση παρέπεμψε το θέμα στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Ωστόσο, μια προβεβλημένη και συνολική κοινωνική συζήτηση θα πρέπει να ξεκινήσει άμεσα για να διερευνηθούν τα σημαντικά ζητήματα και οι πιθανές λύσεις, με στόχο την έγκαιρη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που χρειάζονται επειγόντως. Ως προς αυτό, οι αρχές θα πρέπει γρήγορα να επικαιροποιήσουν τις εκτιμήσεις του δημοσιονομικού κόστους της γήρανσης του πληθυσμού και να παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις, προχωρώντας παράλληλα σε πλήρη αναβάθμιση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής. Η μεταρρύθμιση της Υγείας και της Πρόνοιας είναι επίσης απαραίτητη. Οι πρωτοβουλίες για τη βελτίωση των διαδικασιών προμηθειών είναι ένα καλοδεχούμενο βήμα προς τα εμπρός, αλλά θα χρειασθούν επιπρόσθετα μέτρα για τον έλεγχο του κόστους και τη διασφάλιση ενός υψηλού επιπέδου υπηρεσιών.

Το ελληνικό χρηματοοικονομικό σύστημα αναπτύχθηκε γρήγορα τα τελευταία χρόνια, αντανακλώντας την ιδιωτικοποίηση τραπεζών του δημοσίου τομέα, την απελευθέρωση του συστήματος και την οικονομική ολοκλήρωση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι τράπεζες επωφελήθηκαν περισσότερο από αυτές τις εξελίξεις και αναπτύχθηκαν γρήγορα. Οι αγορές κεφαλαίων και οι ασφαλιστικές εταιρείες, σε αντίθεση, δεν επωφελήθηκαν αναλόγως και παραμένουν μικρές για τα ευρωπαϊκά δεδομένα.

Οι τράπεζες έχουν καλή κεφαλαιακή διάρθρωση και κερδοφορία, με επαρκή ρευστότητα. Η ισχυρή τους θέση αντανακλά την ταχεία πιστωτική επέκταση σε νέους πελάτες – και ιδιαίτερα νοικοκυριά και επιχειρήσεις όπως είναι οι ΜμΕ- και την επέκταση στις περιοχές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που έχουν σχετικά χαμηλή τραπεζική ανάπτυξη. Ωστόσο, αυτές οι εξελίξεις έχουν εκθέσει τις τράπεζες σε άγνωστους κινδύνους, γιατί ούτε αυτές ούτε και οι πελάτες τους δεν έχουν εμπειρία στη διαχείριση των επιπτώσεων από μια απότομη αύξηση των επιτοκίων ή λόγω μιας οικονομικής επιβράδυνσης. Κάποια πίεση εμφανίσθηκε ήδη, καθώς τα καθυστερούμενα δάνεια έχουν αρχίσει να αυξάνονται. Οι τράπεζες αντιμετωπίζουν επίσης διαρθρωτικές προκλήσεις, οι πιο σημαντικές από τις οποίες περιλαμβάνουν: 1) νομικά και θεσμικά εμπόδια για ενδυνάμωση της ανταγωνιστικότητάς τους, 2) αυξανόμενο κόστος χρηματοδότησης, καθώς οι ρυθμοί αύξησης των καταθέσεων δεν ακολουθούν το δανεισμό, 3) ενίσχυση της ικανότητάς τους για διαχείριση του κινδύνου, και 4) την εισαγωγή των νέων Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (ΔΛΠ), που ενισχύουν τη διαφάνεια, αλλά μπορεί να καταλήξουν σε μια εφάπαξ κεφαλαιακή επιβάρυνση.

Η εποπτεία του τραπεζικού συστήματος αντιμετώπισε αποτελεσματικά τις προκλήσεις αυτού του νέου περιβάλλοντος. Οι αρχές κατέστησαν πιο αυστηρό το πλαίσιο λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος και βελτίωσαν την εσωτερική και εξωτερική εποπτεία για την ανάλυση του κινδύνου. Το κανονιστικό πλαίσιο της κεφαλαιαγοράς επίσης ενδυναμώθηκε και η Ελληνική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαδραματίζει μεγαλύτερο ρόλο στην εποπτεία και τη ρύθμιση των αγορών κεφαλαίου. Ωστόσο, η εποπτεία και η ρύθμιση του ασφαλιστικού τομέα παραμένουν αδύναμες, εμποδίζοντας την εκτίμηση και τον έλεγχο των κινδύνων.

Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2005, η Ελλάδα συμμετείχε στο πρόγραμμα Αξιολόγησης του Χρηματοοικονομικού Συστήματος (FSAP), για να αξιολογήσει την κατάσταση του χρηματοοικονομικού τομέα. Το FSAP συμπέρανε ότι δεν υπάρχουν συστημικές απειλές στον χρηματοοικονομικό τομέα, αλλά επέστησε την προσοχή στις μεσοπρόθεσμες αδυναμίες. Η Τράπεζα της Ελλάδος πρέπει να συνεχίσει να παρακολουθεί την ταχεία πιστωτική επέκταση από μέρους των ελληνικών τραπεζών και ιδιαίτερα την αύξηση των καθυστερούμενων δανείων. Ο εποπτεύων φορέας της κεφαλαιαγοράς κερδίζει σε αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα, αλλά θα αντιμετωπίσει σημαντικές ρυθμιστικές προκλήσεις από την εφαρμογή των ΔΧΠ. Το να καταστεί ο νέος εποπτεύων φορέας της ασφαλιστικής αγοράς λειτουργικός και πλήρως στελεχωμένος το ταχύτερο δυνατόν είναι μια σημαντική προτεραιότητα, ειδικά καθώς οι τράπεζες επεκτείνονται και στον ασφαλιστικό τομέα. Η εποπτεία του Ασφαλιστικού Συστήματος πρέπει να ενισχυθεί εν αναμονή της αυξανόμενης σημασίας που θα αποκτήσουν τα ασφαλιστικά προγράμματα του δεύτερου πυλώνα. Σε όλους τους κλάδους πρέπει να εγκαινιασθούν διαδικασίες για τη διασφάλιση της συνεργασίας μεταξύ των εποπτευόντων φορέων και την ενίσχυση της νομικής προστασίας τους.

Η βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας, συμπεριλαμβανομένης και της επίτευξης των στόχων της Λισσαβόνας όπως περιγράφονται από το Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων, θα είναι ζωτικής σημασίας για τη σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου με αυτό της δυτικής Ευρώπης και για την αντιμετώπιση των μελλοντικών υποχρεώσεων του Ασφαλιστικού Συστήματος. Αυτό θα απαιτήσει και την ανάπτυξη και εφαρμογή ενός μεσοπρόθεσμου προγράμματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την αποτελεσματική λειτουργία των αγορών εργασίας, αγαθών και του δημοσίου τομέα και για τη διασφάλιση επαρκών επενδύσεων σε υποδομές.

Αναφορικά με τις αγορές αγαθών και τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, οι αρχές πρόσφατα έλαβαν έναν αριθμό θετικών πρωτοβουλιών, που θα πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω στα επόμενα χρόνια. Αυτές περιλαμβάνουν το νέο νόμο περί ανταγωνισμού και την ενίσχυση της επιτροπής ανταγωνισμού, την επιμήκυνση του ωραρίου των καταστημάτων και τη μείωση των εταιρικών φορολογικών συντελεστών. Μια κρίσιμη παράμετρος για ένα καλύτερο επιχειρηματικό κλίμα είναι η μείωση των διοικητικών εμποδίων στις επιχειρήσεις. Η προαναφερθείσα εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στη φορολογική διοίκηση θα μείωνε τις αβεβαιότητες που συνδέονται με το υφιστάμενο σύστημα. Η απλούστευση των διαδικασιών αδειοδότησης των επιχειρήσεων, που ως τώρα αφορά στον βιομηχανικό τομέα και αργότερα θα ισχύσει και για τον εμπορικό τομέα, πρέπει να επιδιωχθεί ενεργά. Επίσης καλωσορίζουμε την εργασία που συντελείται στην αναμόρφωση του πτωχευτικού δικαίου. Οι αρχές προχωρούν με την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου σύμφωνα με τις οδηγίες της Ε.Ε. και τις ενθαρρύνουμε να επιταχύνουν τα χρονοδιαγράμματα, όπου είναι εφικτό. Ο νέος επενδυτικός νόμος θα βοηθήσει να ενισχυθεί η περιφερειακή ανάπτυξη, αλλά πρέπει να δοθεί προσοχή να περιορισθεί η επιβάρυνση του προϋπολογισμού.

Τα σχέδια των αρχών να αναμορφώσουν το πλαίσιο λειτουργίας των ΔΕΚΟ είναι επίσης αξιέπαινα. Η κατάργηση της μονιμότητας και η εισαγωγή των μισθολογικών κλιμακίων του ιδιωτικού τομέα για τους νεοπροσλαμβανόμενους στον ΟΤΕ είναι ένα σημαντικό βήμα και θα πρέπει να επεκταθεί και στις υπόλοιπες ΔΕΚΟ. Η σχεδιαζόμενη εισαγωγή των ΔΛΠ, η ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης, και η πιο ενδελεχής εποπτεία των επιχειρηματικών σχεδίων θα βελτιώσει, αν αποδειχθεί επιτυχημένη, την απόδοση των ΔΕΚΟ. Αυτό με τη σειρά του, θα συμβάλλει στη δημοσιονομική προσαρμογή με τη μείωση της ανάγκης για επιχορηγήσεις και εγγυήσεις δανείων. Ωστόσο, θέτοντας τη λειτουργία των ΔΕΚΟ σε μια πιο επιχειρηματική βάση, θα πρέπει σε πολλές περιπτώσεις να θεωρηθεί σαν ένα πρώτο βήμα για την τελική ιδιωτικοποίησή τους. Η πλήρης ιδιωτικοποίηση θα πρέπει να αποτελεί τον κανόνα, αφού ο σκοπός της δεν είναι μόνο, ούτε καν κυρίως, να μειωθεί το δημόσιο χρέος, αλλά να αυξηθεί η οικονομική αποτελεσματικότητα.

Η αγορά εργασίας επίσης βρίσκεται σε φάση σημαντικών μεταρρυθμίσεων, αν και ο ρυθμός παραμένει σχετικά αργός. Η πρόσφατη μείωση των περιορισμών της υπερωριακής εργασίας θα προσδώσει ευπρόσδεκτη ευελιξία και συνεπώς θα προωθήσει τις προσλήψεις. Οι μεταρρυθμίσεις στο νόμο για τη μετανάστευση θα βοηθήσουν στην ένταξη των εργαζομένων αυτών στην επίσημη οικονομία, προσφέροντας στη μεν κυβέρνηση έσοδα από φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, στους δε μετανάστες κοινωνική προστασία. Ωστόσο, η αγορά εργασίας θα πρέπει να απελευθερωθεί ακόμη περισσότερο. Η χαλάρωση της νομοθεσίας προστασίας της απασχόλησης θα ενισχύσει τις προσλήψεις. Σε πολλές περιπτώσεις, ειδικά σε τομείς που δέχονται σημαντικές οικονομικές πιέσεις, οι υψηλοί κατώτατοι μισθοί που διαπραγματεύονται σε κεντρικό επίπεδο είναι ακατάλληλοι και οδηγούν σε απώλειες θέσεων εργασίας ή σε θέσεις εργασίας στην παραοικονομία. Ένας μηχανισμός που θα επιτρέπει την εξαίρεση από τις συλλογικές συμβάσεις – τις οποίες διαπραγματεύονται οι κοινωνικοί εταίροι, αλλά επεκτείνονται σε ολόκληρη την οικονομία – θα προσέδιδε την αναγκαία ευελιξία. Η επόμενη συλλογική σύμβαση εργασίας είναι έτοιμη να ξανασυζητηθεί, πιθανόν για τα επόμενα δύο χρόνια. Αναφορικά με τον καθορισμό των μισθών, οι κοινωνικοί εταίροι θα πρέπει να έχουν στο νου τους την σταθερή υποχώρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας καθώς οι τιμές και το κόστος εργασίας ξεπέρασαν τα αντίστοιχα μεγέθη της υπόλοιπης ευρωζώνης. Η ανακοπή της υποχώρησης αυτής θα απαιτήσει μισθολογικές αυξήσεις που δεν θα ξεπερνούν το άθροισμα της βελτίωσης της παραγωγικότητας στην Ελλάδα και του πληθωρισμού στην ευρωζώνη. Τέλος, τα σημαντικά πλεονάσματα προσφοράς και οι αναντιστοιχίες που παρατηρούνται στην αγορά εργασίας μπορούν να περιορισθούν με την ενίσχυση του επιπέδου εκπαίδευσης και την προώθηση στενότερης συνεργασίας μεταξύ των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των εργοδοτών.

Το νέο νομοσχέδιο για τις Συμπράξεις Δημοσίου-Ιδιωτικού Τομέα είναι ευπρόσδεκτο. Οι ΣΔΙΤ, αν εφαρμοσθούν σωστά, υπόσχονται να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα των δημοσίων επενδύσεων προς όφελος τόσο του προϋπολογισμού, όσο και της οικονομίας γενικότερα. Εφαρμόζοντας το νέο νόμο, θα είναι σημαντικό να διασφαλισθεί πλήρης διαφάνεια (συμπεριλαμβανομένων και των δημοσιονομικών επιπτώσεων για όλο το χρόνο ζωής του κάθε έργου), καθώς και η συνοχή με την ευρύτερη δημοσιονομική διαδικασία και τις προτεραιότητες των δημοσίων επενδύσεων. Προτιμότερο θα ήταν, αυτό να λαμβάνει χώρα με την προσθήκη ενός παραρτήματος στον Προϋπολογισμό. Τέλος, τα μεγάλα επενδυτικά σχέδια θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο νέο πλαίσιο για τις ΣΔΙΤ, γιατί η ανάγκη για προσεκτική και διαφανή επιλογή των έργων ισχύει το ίδιο, αν όχι και περισσότερο, σε αυτά.

Η ανάγκη να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η ποιότητα των οικονομικών στοιχείων παραμένει. Ιδιαίτερα, οι καλύτερες εκτιμήσεις των τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών είναι πολύ σημαντικές για την αξιολόγηση της οικονομίας και επισημαίνουμε τις ήδη δρομολογημένες προσπάθειες σε αυτόν τον τομέα. Η δημοσίευση αναλυτικών στοιχείων χρηματοδότησης για τη γενική κυβέρνηση είναι απαραίτητη για τη συνολική ανάλυση των δημοσιονομικών εξελίξεων. Πιο έγκαιρα στοιχεία από το τραπεζικό σύστημα θα βελτίωναν τη διαφάνεια και θα ενίσχυαν την πειθαρχία της αγοράς. Τέλος, η πρόθεση της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας να υιοθετήσει τον Στατιστικό Κώδικα Πρακτικής της Ε.Ε. είναι ευπρόσδεκτη και θα πρέπει να εξετασθεί η πλήρης και επίσημη ανεξαρτητοποίησή της.

Καλωσορίζουμε την αύξηση της επίσημης αναπτυξιακής βοήθειας τα τελευταία χρόνια, ανερχόμενη στο 0,3% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος (Α.Ε.Ε.) το 2005 και ενθαρρύνουμε την περαιτέρω πρόοδο προς το στόχο του ΟΗΕ για 0,7% του Α.Ε.Ε.»



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα