Ισχυρές απώλειες εμφάνισαν στην τελευταία συνεδρίαση της εβδομάδας, οι αμερικανικοί δείκτες στη Wall Street, με τους επενδυτές να αποδοκιμάζουν την κλιμακούμενη πτώση στην τιμή του πετρελαίου.
Συγκεκριμένα, o δείκτης Dow Jones υποχώρησε κατά 2,10% στις 17.128,59 μονάδες, ο τεχνολογικός δείκτης Nasdaq κατέγραψε πτώση 1,59% στις 4.923,08 μονάδες και ο δείκτης S&P 500 κινήθηκε πτωτικά κατά 1,78% στις 2.005,52 μονάδες.
Τα συμβόλαια πετρελαίου WTI διεύρυναν τις απώλειες τους, καθώς η τιμή του αργού υποχώρησε κατά 0,6% στα 34,73 δολάρια, σημειώνοντας το χαμηλότερο επίπεδο από τον Φεβρουάριο του 2009.
Στο ταμπλό, πτώση 3,9% σημείωσε η Goldman Sachs, ενώ Boeing και Disney υποχώρησαν κατά 4%. Απώλειες (2,83%) εμφάνισε και η μετοχή της Apple.
Την ίδια ώρα, σχέδια αύξησης των αγορών των διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων (ETF) και παράταση την ωρίμανση των ομολόγων που αγοράζει προκειμένου να ενθαρρύνει τις επενδύσεις στην οικονομία, ανακοίνωσε σήμερα η Τράπεζα της Ιαπωνίας (BOJ). Στο πλαίσιο του νέου προγράμματος, η κεντρική τράπεζα θα αγοράζει ETF με ετήσιο ρυθμό 300 δισ. γεν (2,45 δισ. δολ.). Το νέο πρόγραμμα αγοράς ETF θα ξεκινήσει τον Απρίλιο και είναι πρόσθετο του ισχύοντος προγράμματος για αγορά ETF ύψους περίπου 3 τρισ. γεν ετησίως.
Παράλληλα, η κεντρική τράπεζα της χώρας διατήρησε σταθερά τα επιτόκια και ανακοίνωσε ότι εμμένει στα σχέδιά της για αύξηση της νομισματικής της βάσης κατά 80 τρισ. γεν το έτος, όπως αναμενόταν. Η BOJ ανακοίνωσε επίσης ότι θα αλλάξει τη μέση διάρκεια λήξης των ιαπωνικών κρατικών ομολόγων στα 7-12 χρόνια το επόμενο έτος από περίπου 7-10 χρόνια στα τέλη αυτής της χρονιάς.
Στα οικονομικά νέα της ημέρας, Την περικοπή 2.000 θέσεων εργασίας σχεδιάζει για τις αρχές του 2016 η Citigroup, στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης των τραπεζικών της επιχειρήσεων.
Οι περικοπές, σύμφωνα με πηγή από την αμερικανική τράπεζα, θα αφορούν μεσαίες και κατώτερου επιπέδου θέσεις και εντάσσονται στην προσπάθεια περιορισμού των δαπανών. Το συνολικό προσωπικό της Citigroup ανέρχεται σήμερα στους 239.000, όταν το 2007 άγγιζε τις 380.000.
Παράλληλα, συμφωνία, ύψους 4 δισ. δολαρίων, για την εξαγορά πλειοψηφικού ποσοστού 55% στην Acerta Pharma σύναψε η AstraZeneca, αποκτώντας έτσι πρόσβαση σε ένα υψηλών πωλήσεων φάρμακο καταπολέμησης του καρκίνου.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας, ο δεύτερος μεγαλύτερος φαρμακευτικός όμιλος της Βρετανίας θα καταβάλει 2,5 δισ. δολάρια προκαταβολικά και 1,5 δισ. δολάρια στη συνέχεια, όταν εγκριθεί το πειραματικό σκεύασμα (acalabrutinib) της Acerta από τις αρμόδιες αρχές ή στα τέλη του 2018. Η Acerta, που έχει έδρα σε Ολλανδία και ΗΠΑ, είναι εταιρεία βιοτεχνολογίας που αναπτύσσει πολλά υποσχόμενη θεραπεία για την αντιμετώπιση της λευχαιμίας.