Οριακά ανοδικά κινείται στο ξεκίνημα της εβδομάδας ο Γενικός Δείκτης στο Χρηματιστήριο Αθηνών, με τους επενδυτές να χαιρετίζουν τη συμφωνία που επιτεύχθηκε την Παρασκευή μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών για το β’ πακέτο των προαπαιτούμενων μέτρων, το οποίο αναμένεται να ψηφιστεί την Τρίτη από τη Βουλή των Ελλήνων. Επί τάπητος βρίσκονται και οι προσδοκίες αύξησης των επιτοκίων της Federal Reserve.
Συγκεκριμένα, αυτή την ώρα (10:59), ο Γενικός Δείκτης καταγράφει άνοδο 0,29% στις 579,98 μονάδες. Ο τζίρος ανέρχεται στα 22,25 εκατ. ευρώ. Ανοδικά κινούνται 16 μετοχές, πτωτικά 11 ενώ εννέα παραμένουν αμετάβλητες.
Ο FTSE ενισχύεται οριακά κατά 0,24% στις 170,38 μονάδες, ενώ ο τραπεζικός κλάδος εμφανίζει άνοδο 1,32% στις 39,86 μονάδες. Κέρδη κοντά στο 2% για την Alpha Bank, ενώ έως 1% για Eurobank και Πειραιώς. Απώλειες της τάξης του 30% εμφανίζει η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας, εξαιτίας της πρώτης ημέρας διαπραγμάτευσης των νέων μετοχών της, η τιμή των οποίων υποχωρεί στα 0,257 ευρώ.
Άνοδο άνω του 1% σημειώνει η μετοχή του Τιτάνα (1,23%) και του ΟΠΑΠ (1,55%), ενώ ο Ελλάκτωρ ενισχύεται κατά 2,19%. Στον αντίποδα, πτώση 2,70% καταγράφει η ΔΕΗ, με την ΕΥΔΑΠ να υποχωρεί παράλληλα, κατά 1,74%.
Την ίδια ώρα, με ρυθμιστή και επόπτη την Τράπεζα της Ελλάδος ανοίγει η αγορά «κόκκινων» δανείων, ικανοποιώντας την ανάγκη για ένα ευέλικτο πλαίσιο αντιμετώπισης του προβλήματος με στόχο την «αποφόρτιση» των τραπεζών και της οικονομίας από το βαρίδι των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Η διάταξη εντάχθηκε στο πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε το βράδυ του περασμένου Σαββάτου στη Βουλή και ψηφίζεται αύριο, ώστε να ξεκλειδώσει η δόση του ενός δισ. ευρώ από τον ESM. Στο ν/σχ εντάχθηκαν επίσης διατάξεις για το νέο μισθολόγιο που προβλέπει αυξήσεις αποδοχών στα στελέχη του δημόσιου τομέα, την επιτάχυνση των διαδικασιών κατασκευής των αυτοκινητόδρομων, καθώς και τον αυτόματο μηχανισμό περικοπής δαπανών των δημόσιων νοσοκομείων και των φαρμακείων του ΕΟΠΥΥ.
Σε ό,τι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια, η επιλογή που προκρίνεται είναι αυτή της ανάθεσης μεγάλου μέρους των χαρτοφυλακίων των τραπεζών σε εξειδικευμένες εταιρείες, ενώ η πώλησή τους αποτελεί πιο σύνθετη επιχειρηματική απόφαση και αφορά ειδικές κατηγορίες δανείων, οι οποίες στις περισσότερες των περιπτώσεων θεωρούνται ανεπίδεκτες είσπραξης και για αυτόν τον λόγο το τίμημα που δίνεται από τα λεγόμενα distress funds είναι εξαιρετικά χαμηλό.