Η Ενδιάμεση Έκθεση της ΤτΕ για τη Νομισματική Πολιτική 2005

Πέμπτη, 13 Οκτωβρίου 2005 14:33
UPD:15:32

Υποβλήθηκε σήμερα στη Βουλή των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο η Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2005, όπως προβλέπεται στο Καταστατικό της Τράπεζας. Την Έκθεση επέδωσε στην Πρόεδρο της Βουλής κυρία ¶ννα Ψαρούδα-Μπενάκη ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Νικόλαος X. Γκαργκάνας.

Στην Έκθεση εξετάζονται η διαμόρφωση του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος και οι οικονομικές εξελίξεις στη ζώνη του ευρώ και την Ελλάδα κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2005, καθώς και οι προοπτικές για ολόκληρο το έτος. Επίσης εξετάζονται οι εξελίξεις στις αγορές χρήματος, πιστώσεων και κεφαλαίων και αξιολογείται η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Σε ειδικό κεφάλαιο συνοψίζονται τα σημαντικά οφέλη για την Ελλάδα από την υιοθέτηση του ευρώ το 2001. Τέλος, επισημαίνονται οι βασικές προϋποθέσεις προκειμένου να ενισχυθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, να διατηρηθούν υψηλοί ρυθμοί ανόδου του ΑΕΠ και να αυξηθεί η απασχόληση.

Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον παρέμεινε γενικά ευνοϊκό το 2005, σύμφωνα με την Έκθεση, όπως δείχνουν οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας παγκοσμίως και του όγκου του διεθνούς εμπορίου. Υπάρχουν όμως σημαντικοί κίνδυνοι υπονόμευσης των ευνοϊκών οικονομικών προοπτικών, οι οποίοι πηγάζουν από την έντονη και παρατεταμένη άνοδο της τιμής του πετρελαίου και τις διογκούμενες μακροοικονομικές ανισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία. Στη ζώνη του ευρώ ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα επιβραδυνθεί εφέτος, προβλέπεται όμως να επιταχυνθεί το 2006. Ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ αυξήθηκε στο 2,3% το τρίτο τρίμηνο του έτους και για ολόκληρο το 2005 αναμένεται ότι θα υπερβεί το 2%, κυρίως λόγω της ανόδου της τιμής του πετρελαίου.

Σύμφωνα όμως με τις διαθέσιμες προβλέψεις, ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει κάτω του 2% το 2006.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει διατηρήσει τα βασικά της επιτόκια αμετάβλητα στα επίπεδα που είχαν διαμορφωθεί τον Ιούνιο του 2003, επειδή λαμβάνει υπόψη τις προοπτικές για σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα, καθώς επίσης και το γεγονός ότι ο ρυθμός αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας παραμένει χαμηλός. Όπως όμως τόνισε το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ στις 6 Οκτωβρίου, επιβεβαιώνεται η "ανάγκη έντονης επαγρύπνησης προκειμένου να διατηρηθούν οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό σε επίπεδο συμβατό με τη σταθερότητα των τιμών μεσομακροπρόθεσμα".

Στην Ελλάδα, ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί εφέτος, λόγω έκτακτων παραγόντων (της ανόδου της τιμής του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές και της αύξησης των εμμέσων φόρων που αναγγέλθηκε στις 29 Μαρτίου 2005), ενώ η απόκλισή του από τον πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ διευρύνθηκε. Για ολόκληρο το έτος, ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 3,6-3,7%, ενώ αντίθετα ο πυρήνας του πληθωρισμού (που δεν περιλαμβάνει τις τιμές των καυσίμων και των νωπών οπωροκηπευτικών) αναμένεται να υποχωρήσει ελαφρά στο 3,1-3,2%. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα επιβραδυνθεί λιγότερο από ό,τι αναμενόταν και θα διαμορφωθεί γύρω στο 3,5%, εξακολουθώντας να υπερβαίνει σημαντικά το μέσο όρο οικονομικής ανόδου στη ζώνη του ευρώ και την ΕΕ. Η απασχόληση εμφανίζει αύξηση, κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών, ενώ το ποσοστό ανεργίας μειώνεται, παραμένοντας όμως υψηλό. Η εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών δείχνει ότι η κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής αντιστρέφεται εφέτος και γίνεται περιοριστική, συμβάλλοντας έτσι στη διόρθωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών, αλλά όχι στο βαθμό που προβλεπόταν στο αναθεωρημένο Επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης του Μαρτίου 2005. Τέλος, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να διευρυνθεί το 2005, καθώς η επίδραση της αύξησης της τιμής του πετρελαίου και οι μεγαλύτερες πληρωμές τόκων υπεραντισταθμίζουν τις ευνοϊκές επιδράσεις από τη συγκράτηση της ανόδου των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών και την αύξηση των εισπράξεων από τη ναυτιλία και τον τουρισμό.

Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της συνολικής χρηματοδότησης της οικονομίας από τα Νομισματικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα (ΝΧΙ – δηλ. τράπεζες και αμοιβαία κεφάλαια διαθεσίμων) διαμορφώθηκε τον Αύγουστο σε 9,6%, έναντι 8,6% το τέταρτο τρίμηνο του 2004. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά κυρίως το γεγονός ότι ο ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης της γενικής κυβέρνησης, ο οποίος παρέμεινε αρνητικός σε όλη τη διάρκεια της περιόδου, διαμορφώθηκε σε -0,8% τον Αύγουστο του 2005 από -5,6% το δ΄ τρίμηνο του 2004.

Επιβράδυνση παρατηρήθηκε, εξάλλου, στο ρυθμό της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά (Αύγουστος 2005: 14,2%, δ΄ τρίμηνο 2004: 16,1%). Αναλυτικότερα, ο ρυθμός αύξησης των τραπεζικών δανείων προς τις επιχειρήσεις εξακολούθησε να υποχωρεί κατά τους πρώτους οκτώ μήνες του 2005 (Αύγουστος 2005: 6,6%, δ΄ τρίμηνο 2004: 8,6%). Ωστόσο, αν συνυπολογιστούν τα ομόλογα τα οποία εκδόθηκαν από τις εγχώριες επιχειρήσεις και διακρατούνται στα χαρτοφυλάκια των ΝΧΙ, καθώς και οι διαγραφές οφειλών σε καθυστέρηση που πραγματοποιήθηκαν κατ' εφαρμογή του Ν. 3259/2004, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων παραμένει αμετάβλητος (Αύγουστος 2005: 12,6%, δ΄ τρίμηνο 2004: 12,6%). Επίσης, ο ετήσιος ρυθμός ανόδου των δανείων προς τα νοικοκυριά επιβραδύνθηκε (Αύγουστος 2005: 24,7%, δ΄ τρίμηνο 2004: 28,0%), παραμένοντας όμως σχετικά υψηλός, με αποτέλεσμα η συνολική δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών ως ποσοστό του ΑΕΠ να διαμορφωθεί τον Αύγουστο του 2005 σε 32,5% (ζώνη του ευρώ: 51,4%), έναντι 30,9% το Δεκέμβριο του 2004 (ζώνη του ευρώ: 50,0%). Ειδικότερα, ο ρυθμός αύξησης των στεγαστικών δανείων επιταχύνθηκε στο 25,1% τον Αύγουστο του 2005 από 23,8% το δ΄ τρίμηνο του 2004: 23,8%), ενώ ο ρυθμός αύξησης των καταναλωτικών δανείων επιβραδύνθηκε στο 25,6% τον Αύγουστο του 2005 από 37,9% το δ΄ τρίμηνο 2004. Αν όμως ληφθούν υπόψη και τα υπόλοιπα των τιτλοποιημένων καταναλωτικών αλλά και στεγαστικών δανείων, η επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της χρηματοδότησης των νοικοκυριών είναι σημαντικά μικρότερη (Αύγουστος 2005: 29,1%, δ΄ τρίμηνο 2004: 30,0%).

Τα επιτόκια των τραπεζικών καταθέσεων στην Ελλάδα παρουσίασαν μικρές μεταβολές κατά το οκτάμηνο Ιανουαρίου - Αυγούστου του τρέχοντος έτους, ενώ οι τάσεις στα επιτόκια των τραπεζικών δανείων δεν ήταν ομοιόμορφες. Καθώς το μέσο σταθμικό επιτόκιο των δανείων μειώθηκε περισσότερο από ό,τι το μέσο σταθμικό επιτόκιο των καταθέσεων, η διαφορά των δύο επιτοκίων περιορίστηκε. Η υποχώρηση του μέσου επιτοκίου των δανείων προήλθε από τη μείωση τόσο του μέσου επιτοκίου των δανείων προς τα νοικοκυριά όσο και του μέσου επιτοκίου των δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και οφείλεται στον αυξημένο ανταγωνισμό μεταξύ των τραπεζών.

Όπως αναφέρεται στην Έκθεση, το τραπεζικό σύστημα είναι υγιές στο σύνολό του και η σταθερότητά του έχει διασφαλιστεί. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, η κερδοφορία και η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών βρίσκονται σε πολύ ικανοποιητικά επίπεδα.

Όμως η διατήρηση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης σε υψηλά επίπεδα συνεπάγεται ορισμένους κινδύνους, ιδίως ενόψει της πιθανής αύξησης των επιτοκίων μεσοπρόθεσμα καθώς και των επιπτώσεων στο εισόδημα των νοικοκυριών σε περίπτωση επιβράδυνσης του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης. Για το λόγο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος, με τις Πράξεις Διοικητή 2564/11.10.2005 και 2565/11.10.2005, έλαβε συμπληρωματικά μέτρα και προχώρησε σε ρυθμίσεις που αφορούν τις παραμέτρους που προσδιορίζουν το Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας (τροποποίηση της ΠΔ/ΤΕ 2524/23.7.2003) και τις προβλέψεις έναντι επισφαλών δανείων (τροποποίηση της ΠΔ/ΤΕ 2442/29.1.1999). Τα μέτρα αυτά, τα οποία ελήφθησαν για λόγους προληπτικής εποπτείας των τραπεζών, περιγράφονται λεπτομερώς στο Δελτίο Τύπου που εκδόθηκε προχθές. Στην Έκθεση επισημαίνεται γενικότερα ότι θα πρέπει οι μεν τράπεζες να μη χαλαρώσουν την πιστοδοτική τους πολιτική υπό την πίεση του ανταγωνισμού, τα δε νοικοκυριά να αξιολογούν προσεκτικά -- με βάση ρεαλιστικές εκτιμήσεις για τις εισοδηματικές τους προοπτικές και την εξέλιξη των επιτοκίων – τις δυνατότητές τους να εξυπηρετήσουν ομαλά το σύνολο των δανειακών υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν.

Στο τελευταίο κεφάλαιο της Έκθεσης τονίζεται ότι η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και η δημοσιονομική εξυγίανση, η διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών (μεταξύ άλλων, με την ενίσχυση του ανταγωνισμού στις εγχώριες αγορές προϊόντων και συντελεστών παραγωγής και με τη διαμόρφωση των μισθολογικών αυξήσεων σε επίπεδα συμβατά προς την επιδίωξη διασφάλισης της σταθερότητας), καθώς και η συνέχιση της πολιτικής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με σκοπό τη σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας και του παραγωγικού δυναμικού, είναι οι βασικές προϋποθέσεις ώστε, σε περιβάλλον εντεινόμενου ανταγωνισμού στην παγκόσμια αγορά, να ενισχυθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, να διατηρηθούν υψηλοί ρυθμοί ανόδου του ΑΕΠ και να αυξηθεί η απασχόληση. Ειδικότερα:

-- Πρώτον, οι προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής πρέπει να συνεχιστούν τα επόμενα έτη. Εκτός από τη μεγάλη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος που, σύμφωνα με το Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2006, προβλέπεται για το 2005 και το 2006, απαιτείται μόνιμη περαιτέρω βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης, και επομένως επίτευξη σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια, με τον περιορισμό των πρωτογενών δαπανών σε μόνιμη βάση και την αύξηση των εσόδων. Αυτά απαιτούνται όχι μόνο για να επιτευχθούν οι στόχοι του αναθεωρημένου Επικαιροποιημένου Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης που κατάρτισε η Κυβέρνηση τον περασμένο Μάρτιο και για να τηρηθούν οι αρχές του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αλλά και για να συμβάλει η δημοσιονομική πολιτική στη μείωση του πληθωρισμού και την επίτευξη σταθερότητας των τιμών, καθώς και στην ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης και στην εδραίωση της μακροοικονομικής σταθερότητας, που αποτελούν προϋποθέσεις των υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης. Επιπλέον, η επίτευξη σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων σε μόνιμη βάση απαιτείται για να καταστεί δυνατή η μείωση του δημόσιου χρέους στο 60% του ΑΕΠ (όπως προβλέπει η Συνθήκη του Μάαστριχτ) το αργότερο μέχρι το 2015, όταν, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, οι δαπάνες για συντάξεις θα αρχίσουν να αυξάνονται (ως ποσοστό του ΑΕΠ). Πέρα από τη μείωση των ελλειμμάτων, η μεταβολή της διάρθρωσης των δημόσιων δαπανών και των εσόδων θα επιτρέψει τη χρηματοδότηση των αναγκαίων δημόσιων επενδύσεων σε υποδομές και ανθρώπινο κεφάλαιο, καθώς και την περαιτέρω μείωση των συντελεστών της άμεσης φορολογίας.

-- Δεύτερον, επειδή η παρατηρούμενη διαφορά πληθωρισμού μεταξύ της Ελλάδος και της ζώνης του ευρώ συμβάλλει σε υποχώρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, η προσπάθεια για τη μείωση του πληθωρισμού πρέπει να συνοδεύεται από μισθολογικές αυξήσεις που να είναι συμβατές με την επίτευξη σταθερότητας τιμών χωρίς να οδηγούν σε μείωση των πραγματικών εισοδημάτων. Προς το σκοπό αυτό, όπως έχει προταθεί και σε προηγούμενες εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, οι αυξήσεις των συμβατικών αποδοχών που προκύπτουν από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων πρέπει να είναι συμβατές με ρυθμό ανόδου των ονομαστικών μέσων ακαθάριστων αποδοχών που συγκλίνει σταδιακά προς το άθροισμα του ρυθμού ανόδου της παραγωγικότητας στην Ελλάδα και του μέσου πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ (και όχι στην Ελλάδα), έως ότου ουσιαστικά εξαλειφθεί η διαφορά πληθωρισμού μεταξύ της Ελλάδος και της ζώνης του ευρώ και επιτευχθεί η σταθερότητα των τιμών. Παράλληλα, είναι απαραίτητο να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός στις αγορές προϊόντων, ώστε τα περιθώρια κέρδους να διαμορφώνονται σε κανονικά επίπεδα. Για να εκτιμηθεί η σημασία την οποία έχει για τη μείωση του πληθωρισμού η εφαρμογή της ανωτέρω πρότασης, έγιναν ορισμένες οικονομετρικές προσομοιώσεις, που παρουσιάζονται στην Έκθεση. Από αυτές προκύπτει ότι μικρότερες αυξήσεις των ονομαστικών μισθών συμβάλλουν σε χαμηλότερο πληθωρισμό και μεγαλύτερη άνοδο του ΑΕΠ και της απασχόλησης, χωρίς να είναι αισθητά μικρότερη η αύξηση των μέσων πραγματικών μισθών. Εξάλλου, η κατά τι μικρότερη αύξηση των μέσων πραγματικών μισθών υπεραντισταθμίζεται από τη μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης. Κατ' ανάλογο τρόπο ευεργετικές είναι οι επιδράσεις στα βασικά μεγέθη της οικονομίας από παρεμβάσεις για την ενίσχυση του ανταγωνισμού που συμβάλλουν στη μείωση των περιθωρίων κέρδους όπου αυτά είναι υπερβολικά υψηλά.

-- Τρίτον, τα διαρθρωτικά μέτρα, τα οποία έχουν εφαρμοστεί ή αποφασιστεί πρόσφατα και αποβλέπουν στη βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας των αγορών προϊόντων και εργασίας, την αύξηση της αποτελεσματικότητας των ΔΕΚΟ και την ενθάρρυνση των επενδύσεων σε καθεστώς αυξημένης διαφάνειας, συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας και αναμένεται ότι θα επηρεάσουν ευνοϊκά την παραγωγικότητα και την απασχόληση. Ωστόσο, η προσπάθεια για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να συνεχιστεί, ώστε να ενισχυθεί ο δυνητικός ρυθμός ανόδου της παραγωγής και να διασφαλιστούν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας μακροχρόνια.

Για την πληρέστερη ενημέρωση της Βουλής, του Υπουργικού Συμβουλίου και της κοινής γνώμης, η Έκθεση περιλαμβάνει ένα ειδικό κεφάλαιο, στο οποίο, με αφορμή τη συμπλήρωση, σε λίγους μήνες, πέντε ετών από την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ, συνοψίζονται τα σημαντικά οφέλη από την υιοθέτηση του ευρώ. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι:

-- Κατά την περίοδο μετά την ένταξη ο πληθωρισμός στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε επίπεδο σημαντικά χαμηλότερο από ό,τι κατά τη 15ετία πριν από την ένταξη, ενώ ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ διαμορφώθηκε σε επίπεδο σημαντικά υψηλότερο από ό,τι πριν.

-- Η ένταξη στη ζώνη του ευρώ σήμανε αύξηση της αξιοπιστίας λόγω της συμμετοχής της χώρας σε ένα νομισματικό καθεστώς σταθερού και χαμηλού πληθωρισμού. Η αύξηση της αξιοπιστίας επιβεβαιώνεται από τη δραστική μείωση της διαφοράς αποδόσεων μεταξύ του δεκαετούς ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου και του συγκρίσιμου γερμανικού ομολόγου μετά την υιοθέτηση του ευρώ.

-- Αντίθετα από ό,τι συχνά υποστηρίζεται, η εισαγωγή των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ τον Ιανουάριο του 2002 επιβάρυνε το ρυθμό πληθωρισμού μόνο κατά μισή εκατοστιαία μονάδα το έτος εκείνο, κυρίως επειδή στρογγυλοποιήθηκαν προς τα άνω οι τιμές μερικών καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και επειδή η τιμολόγηση σε ευρώ χρησίμευσε ως αφορμή για αδικαιολόγητες αυξήσεις τιμών σε περιπτώσεις όπου δεν λειτουργούσε ικανοποιητικά ο ανταγωνισμός.

-- Η θετική διαφορά πληθωρισμού μεταξύ της Ελλάδος και της ζώνης του ευρώ καθώς και η διαμόρφωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστού του ΑΕΠ σε σχετικώς υψηλά επίπεδα τα τελευταία χρόνια δεν πρέπει να αποδίδονται στην υιοθέτηση του ευρώ.

Τα προβλήματα αυτά είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά με την κατάλληλη πολιτική διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με τη διαμόρφωση των μισθολογικών αυξήσεων σε επίπεδα συμβατά με τη σταθερότητα των τιμών και με τη συνέχιση της προσπάθειας για αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και δημοσιονομική εξυγίανση.

Στην Έκθεση επίσης περιλαμβάνονται ειδικές παρουσιάσεις για τις ενοποιημένες κατευθύνσεις της ΕΕ για την ανάπτυξη και την απασχόληση, για την εξέλιξη και τις προοπτικές της διεθνούς τιμής του αργού πετρελαίου, για το νέο νόμο για την αγορά εργασίας, για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, για τις πρόσφατες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, καθώς και για τις αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος όσον αφορά την εποπτεία του τραπεζικού συστήματος.



Προτεινόμενα για εσάς


Σχετικά σύμβολα

  • ΕΛΛ



Σχολιασμένα