Διευκρινίσεις σχετικά με τη διάταξη που αφορά του ελεγκτικούς μηχανισμούς δίνει με ανακοίνωσή του ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Τρύφωνας Αλεξιάδης, με αφορμή αναφορές βουλευτών την Πέμπτη στο Κοινοβούλιο, τονίζοντας ότι επιλύονται βασικά προβλήματα των ελεγκτικών μηχανισμών, έτσι ώστε να επικεντρωθούν στην πάταξη της φοροδιαφυγής.
Όπως αναφέρει ο κ. Αλεξιάδης, «σχετικά με όσα διατυπώθηκαν χθες στη Βουλή, από ορισμένους βουλευτές για τη διάταξη με την οποία θωρακίζονται νομικά οι ελεγκτικοί μηχανισμοί κατά την εκτέλεση του έργου τους και επειδή δεν δόθηκε χρονικά η δυνατότητα, να απαντηθούν όλα τα θέματα επισημαίνουμε ότι»:
-
«Με το Ν. 4336/2015 η συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής ψήφισε διάταξη (σελ. 1018) η οποία προβλέπει την συγκεκριμένη διάταξη ως προαπαιτούμενο.
-
Σε συνεργασία με τους θεσμούς, προχώρησαν οι διαδικασίες για τη σύνταξη της διάταξης, οι οποίες ολοκληρώθηκαν χθες και κατατέθηκαν άμεσα στη Βουλή, για προφανείς λόγους.
-
Με τις συγκεκριμένες διατάξεις επιλύονται βασικά προβλήματα των ελεγκτικών μηχανισμών, έτσι ώστε να επικεντρωθούν (με βάση συγκεκριμένα κριτήρια) στον έλεγχο μεγάλων και πολύ μεγάλων υποθέσεων φοροδιαφυγής».
Παράλληλα, ο κ. Αλεξιάδης επισυνάπτει τη σχετική διάταξη, η οποία έχει ως εξής:
«3. Τα αρμόδια όργανα της Φορολογικής Διοίκησης για τον προσδιορισμό και την είσπραξη των δημοσίων εσόδων κατά τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα και του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Α΄ 90) είναι υπεύθυνα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους και τη νομιμότητα των υπηρεσιακών τους ενεργειών, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
4. Τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης που είναι αρμόδια για τον έλεγχο και τον βάσει αυτού προσδιορισμό των δημοσίων εσόδων κατά τις διατάξεις της παραγράφου 3, υπέχουν αστική ή πειθαρχική ή ποινική ευθύνη για την παραγραφή αυτών μόνον ως προς τις υποθέσεις που προτεραιοποιούνται σύμφωνα με το παρόν. Για τις υποθέσεις που τους έχουν ήδη ανατεθεί προς έλεγχο ή για τις οποίες έχει εκδοθεί εντολή ελέγχου κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος υπέχουν αστική ή πειθαρχική ή ποινική ευθύνη μόνον για αυτές που θα προτεραιοποιηθούν προς έλεγχο σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Τα ανωτέρω δε θα ισχύουν σε περίπτωση που ο έλεγχος δεν ολοκληρωθεί για λόγους ανωτέρας βίας ή χωρίς υπαιτιότητα του ελεγκτή της Φορολογικής Διοίκησης.
5. Τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης, στα οποία έχει ανατεθεί η αρμοδιότητα για την επιδίωξη της είσπραξης των δημοσίων εσόδων ή στα καθήκοντα των οποίων ανάγεται η λήψη μέτρων για την αναγκαστική είσπραξη των δημοσίων εσόδων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3, υπέχουν αστική ή πειθαρχική ή ποινική ευθύνη για την παραγραφή, εφόσον δεν έχει διακοπεί η παραγραφή αυτών τουλάχιστον
α) με την κοινοποίηση στον οφειλέτη ατομικής ειδοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 51 σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του παρόντος νόμου ή την περίπτωση η’ παρ. 1 του άρθρου 138 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143), ή
β) με την επιβολή κατάσχεσης χρηματικών ποσών ή απαιτήσεων εις χείρας του οφειλέτη ή τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (Α’ 90), όπως ισχύει.
6. Οι υπάλληλοι και οι προϊστάμενοι της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών και οι υπάλληλοι και προϊστάμενοι της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων που διενεργούν ελέγχους περιουσιακής κατάστασης καθώς και οι υπάλληλοι και οι προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων που διενεργούν ελέγχους πειθαρχικών παραπτωμάτων, δεν υπέχουν αστική και ποινική ευθύνη για αιτιολογημένη γνώμη ή εισήγηση που διατύπωσαν ή απόφαση που εξέδωσαν, στο πλαίσιο εφαρμογής της ισχύουσας νομοθεσίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εκτός από την περίπτωση που ενήργησαν με δόλο ή βαρεία αμέλεια ή/και από την περίπτωση της παραβίασης του απορρήτου των πληροφοριών και στοιχείων κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 του παρόντος νόμου που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
7. Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων, δεν υπέχει αστική και ποινική ευθύνη, για αιτιολογημένη γνώμη ή εισήγηση που διατύπωσε ή απόφαση που εξέδωσε στο πλαίσιο εφαρμογής του παρόντος άρθρου και της παραγράφου 5 του άρθρου 48 του παρόντος νόμου, εκτός από την περίπτωση που ενήργησε με δόλο ή βαρεία αμέλεια ή/και από την περίπτωση της παραβίασης του απορρήτου των πληροφοριών και στοιχείων κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 του παρόντος νόμου που περιήλθαν σε γνώση του κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
8. Τα άρθρα 163 και 164 του π.δ. 16/1989 (Α΄ 6) καταργούνται.
9. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 έως 7 του παρόντος έχουν εφαρμογή και στις κατά την έναρξη ισχύος αυτών εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον πειθαρχικών οργάνων ή άλλων διοικητικών ή δικαστικών αρχών σε σχέση με πειθαρχική ή αστική ευθύνη.
10. Τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης των παραγράφων 4 έως 6 του παρόντος, εφόσον εξετάζονται ή διώκονται ή ενάγονται για πράξεις ή παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ενώπιον των ποινικών ή πολιτικών δικαστηρίων, μπορούν να παρίστανται και να εκπροσωπούνται από μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατόπιν εγγράφου αιτήματος του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Το ανωτέρω αίτημα υποβάλλεται κατόπιν έγγραφης αιτήσεως του οργάνου της Φορολογικής Διοίκησης που εξετάζεται ή διώκεται ή ενάγεται, στην οποία αιτιολογεί ότι έπραξε σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος και η οποία συνοδεύεται με την άποψη του Προϊσταμένου της οργανικής μονάδας που υπηρετεί. Μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους εκπροσωπεί τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, εφόσον εξετάζεται, διώκεται ή ενάγεται, κατόπιν έγγραφου αιτήματος αυτού, χωρίς να αποκλείεται η εκπροσώπησή του διά ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου.
11. Οι ρυθμίσεις των παραγράφων 3 έως 10 υπερισχύουν κάθε άλλης αντίθετης γενικής ή ειδικής διάταξης.
12. Ειδικά για τις υποθέσεις του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης 1 γ’ της Υποπαραγράφου Δ.7 του ν. 4336/2015 (Α΄ 94), τα όργανα της Ειδικής Γραμματείας ΣΔΟΕ, συμπεριλαμβανομένου και του Ειδικού Γραμματέα ΣΔΟΕ, δεν υπέχουν αστική ή πειθαρχική ή ποινική ευθύνη για τυχόν παρέλευση του χρόνου παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς έλεγχο.»