Με κέρδη έκλεισαν τελικά οι ευρωπαϊκοί δείκτες, λαμβάνοντας ώθηση από τα καλύτερα του αναμενομένου στοιχεία για τη μεταποίηση στην Ευρωζώνη. Θετικός και ο βρετανικός FTSE 100, αν και δέχτηκε πιέσεις με αφορμή την καθοδική αναθεώρηση των εκτιμήσεων για την ανάπτυξη στην Κίνα.
Ειδικότερα, ο βρετανικός δείκτης FTSE 100 ενισχύθηκε κατά μόλις 0,01% στις 6.362 μονάδες, ο γερμανικός DAX κατέγραψε άνοδο 0,93% στις 10.951 μονάδες και ο γαλλικός CAC 40 έκλεισε ανοδικά κατά 0,37% στις 4.916 μονάδες.
Ο σύνθετος πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 σημείωσε κέρδη 0,34% στις 376,75 μονάδες, ανατρέποντας το ενδοσυνεδριακό -0,7% που σημείωνε.
Στο ταμπλό, η HSBC Holdings σημείωσε απώλειες 0,8%, παρά το γεγονός ότι ανακοίνωσε προ φόρων κέρδη ύψους 6,1 δισ. ευρώ το τρίτο τρίμηνο του έτους, υψηλότερα δηλαδή των εκτιμήσεων των αναλυτών. Η αύξηση του μεγέθους έφτασε στο 32% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό τρίμηνο.
Στο -5,5% βρέθηκε η Electrolux, καθώς οι αμερικανικές αρχές απέρριψαν το σχέδιο εξαγοράς της General Electric, ύψους 3,3 δισ. δολαρίων.
Στον αντίποδα, η Commerzbank σημείωσε κέρδη 6,8%, παρά το γεγονός ότι τα καθαρά κέρδη της το τρίτο τρίμηνο του έτους υποχώρησαν στα 207 εκατ. ευρώ από 225 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο τρίμηνο του 2014. Οι αναλυτές ανέμεναν κέρδη ύψους 232 εκατ. ευρώ. Θετικά στη μετοχή όμως λειτουργεί η ανακοίνωση ότι αποχωρεί ο διευθύνων σύμβουλος, Μάρτιν Μπλέσιγκ.
Στα οικονομικά στοιχεία της ημέρας, η μεταποίηση στην ευρωζώνη ενισχύθηκε απροσδόκητα τον Οκτώβριο, με τον σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις 52,3 μονάδες από τις 52 μονάδες τον Σεπτέμβριο. Οι αναλυτές ανέμεναν να μην υπάρξει μεταβολή.
Ανοδικά κινήθηκε η μεταποιητική δραστηριότητα και στη Βρετανία τον Οκτώβριο, καθώς ο δείκτης ανήλθε στις 55,5 μονάδες, έναντι 51,8 μονάδων τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Οι αναλυτές ανέμεναν επιβράδυνση του κλάδου και πτώση του δείκτη στις 51,3 μονάδες.
Τέλος, υπενθυμίζεται ότι την Παρασκευή, η ηγεσία της Κίνας ανέφερε ότι ο νέος στόχος ανάπτυξης είναι στο 6,5%, από 7% που είχε τεθεί προηγουμένως. Ο προηγούμενος στόχος κρίθηκε ανέφικτος, καθώς το τρίτο τρίμηνο του έτους καταγράφηκε ανάπτυξη 6,9%, ήτοι ο χαμηλότερος ρυθμός των τελευταίων 25 ετών.