Πλεόνασμα ύψους 656 εκατ. ευρώ εμφάνισε τον Αύγουστο του 2005 το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μειωμένο κατά 377 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2004, σύμφωνα με ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η εξέλιξη αυτή του συνολικού πλεονάσματος οφείλεται, όπως επισημαίνεται σε σχετική ανακοίνωση, κυρίως στη μείωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών μεταβιβάσεων και δευτερευόντως στην αύξηση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, ενώ τόσο το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών όσο και το έλλειμμα του ισοζυγίου εισοδημάτων παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα.
Ειδικότερα, η διεύρυνση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου κατά 86 εκατ. ευρώ προέρχεται κυρίως από αύξηση του εμπορικού ελλείμματος εκτός καυσίμων και πλοίων, λιγότερο από αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου πλοίων και, τέλος, οριακά από τη διαμόρφωση του ελλείμματος του ισοζυγίου καυσίμων. Παρά το γεγονός ότι τόσο το πλεόνασμα του ισοζυγίου των ταξιδιωτικών υπηρεσιών όσο και εκείνο των μεταφορικών υπηρεσιών αυξήθηκαν (κατά 76 και 32 εκατ. ευρώ αντίστοιχα), το συνολικό πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών παρέμεινε στα επίπεδα του Αυγούστου 2004. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στη σημαντική μείωση των εισπράξεων από ‘’λοιπές υπηρεσίες’’, η οποία ήταν αναμενόμενη αν ληφθούν υπόψη οι έκτακτες εισπράξεις που είχαν πραγματοποιηθεί τον Αύγουστο του 2004 λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι ακαθάριστες εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες (δηλαδή οι ταξιδιωτικές δαπάνες στην Ελλάδα από μη κατοίκους) αυξήθηκαν κατά 84 εκατ. ευρώ ή 3,2% σε σχέση με το ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο του Αυγούστου 2004. Επίσης, οι ακαθάριστες εισπράξεις από μεταφορικές υπηρεσίες αυξήθηκαν κατά 112 εκατ. ευρώ ή 10,5%.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου των εισοδημάτων δεν μεταβλήθηκε, αντανακλώντας κυρίως το γεγονός ότι οι εισπράξεις από τόκους μερίσματα και κέρδη αυξήθηκαν κατά 35 εκατ. ευρώ και οι αντίστοιχες πληρωμές αυξήθηκαν κατά 33 εκατ. ευρώ. Πρέπει, όμως να σημειωθεί ότι η αύξηση αυτή των πληρωμών είναι αποτέλεσμα της ανόδου των πληρωμών για τόκους επί ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου που διακρατούν μη κάτοικοι (κατά 100 εκατ. ευρώ), η οποία εν μέρει αντισταθμίστηκε από τη μείωση των πληρωμών για τόκους δανείων και καταθέσεων μη κατοίκων (κατά 56 εκατ. ευρώ) και τη μείωση των πληρωμών για μερίσματα και κέρδη (κατά 12 εκατ. ευρώ). (Υπενθυμίζεται ότι από τον Απρίλιο του 2005 άλλαξε η μεθοδολογία καταγραφής των τόκων στο ισοζύγιο πληρωμών, έτσι ώστε οι τόκοι ομολόγων να αντιστοιχούν στους δεδουλευμένους και όχι στους καταβληθέντες, όπως μέχρι και το Μάρτιο του 2005, και να επιτυγχάνεται ακριβέστερη αποτύπωση των σχετικών στοιχείων. Για λόγους συγκρισιμότητας αναθεωρήθηκαν και τα αντίστοιχα στοιχεία που αφορούν τους προηγούμενους μήνες μέχρι και τον Ιανουάριο του 2003.)
Τέλος, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών μεταβιβάσεων μειώθηκε κατά 296 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2004, επειδή η μείωση των καθαρών τρεχουσών μεταβιβάσεων από την ΕΕ κατά 322 εκατ. ευρώ αντισταθμίστηκε μόνο σε μικρή έκταση από την αύξηση των καθαρών μεταβιβάσεων προς τους λοιπούς τομείς της οικονομίας (κυρίως μεταναστευτικών εμβασμάτων) κατά 26 εκατ. ευρώ. (Οι τρέχουσες μεταβιβάσεις από την ΕΕ περιλαμβάνουν κυρίως τις καταβολές από το Τμήμα Εγγυήσεων του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων στο πλαίσιο λειτουργίας της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, τις καταβολές από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και τις αποδόσεις της Ελλάδος προς τον Κοινοτικό Προϋπολογισμό.)
Το οκτάμηνο Ιανουαρίου – Αυγούστου του 2005 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε (κατά 2.032 εκατ. ευρώ) σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2004 και διαμορφώθηκε σε 7.537 εκατ. ευρώ. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στην αύξηση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, τη μείωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών μεταβιβάσεων και τη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου εισοδημάτων. Η αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών αντιστάθμισε μόνο εν μέρει τις παραπάνω εξελίξεις.
Η διεύρυνση του συνολικού ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου (συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων και των πλοίων) κατά 1.129 εκατ. ευρώ οφείλεται στην αύξηση των καθαρών πληρωμών για εισαγωγές καυσίμων κατά 862 εκατ. ευρώ, ενώ το ισοζύγιο των πλοίων εμφάνισε έλλειμμα 310 εκατ. ευρώ, έναντι πλεονάσματος 526 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Οι εξελίξεις αυτές υπεραντιστάθμισαν την ευνοϊκή εξέλιξη του εμπορικού ισοζυγίου χωρίς καύσιμα και πλοία, το έλλειμμα του οποίου μειώθηκε κατά 569 εκατ. ευρώ.
Το πλεόνασμα του ισοζυγίου των υπηρεσιών διευρύνθηκε σημαντικά (κατά 568 εκατ. ευρώ ή 5,2%), αντανακλώντας την αύξηση των καθαρών εισπράξεων από μεταφορικές και ταξιδιωτικές υπηρεσίες. Ειδικότερα, οι καθαρές εισπράξεις από μεταφορικές υπηρεσίες, κυρίως ναυτιλιακές, αυξήθηκαν κατά 432 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με τις ιδιαίτερα υψηλές εισπράξεις της αντίστοιχης περιόδου του 2004, παρά τη συνεχιζόμενη μείωση των ναύλων στις διεθνείς ναυλαγορές. Οι ακαθάριστες εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες αυξήθηκαν (κατά 560 εκατ. ευρώ ή 7,5%), ενώ οι ακαθάριστες πληρωμές αυξήθηκαν (κατά 205 εκατ. ευρώ ή 14,2%), με αποτέλεσμα οι καθαρές εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες να αυξηθούν κατά 354 εκατ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2004.
Την ίδια περίοδο, το έλλειμμα του ισοζυγίου των εισοδημάτων αυξήθηκε κατά 671 εκατ. ευρώ, λόγω των αυξημένων καθαρών πληρωμών για τόκους, μερίσματα και κέρδη. Η αύξηση του ελλείμματος οφείλεται κυρίως στη συνεχιζόμενη αύξηση του διακρατούμενου από μη κατοίκους ποσού παλαιών και νέων ομολογιακών εκδόσεων του Δημοσίου.
Τέλος, η μείωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου των τρεχουσών μεταβιβάσεων (κατά 800 εκατ. ευρώ) σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2004 οφείλεται αφενός στη μείωση των καθαρών τρεχουσών μεταβιβάσεων από την ΕΕ προς τον τομέα της γενικής κυβέρνησης (κατά 484 εκατ. ευρώ) και αφετέρου στη μείωση των καθαρών τρεχουσών μεταβιβάσεων προς τους λοιπούς (εκτός γενικής κυβέρνησης) τομείς (κατά 316 εκατ. ευρώ). Ειδικότερα, οι τρέχουσες πληρωμές της γενικής κυβέρνησης προς την ΕΕ αυξήθηκαν κατά 665 εκατ. ευρώ το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2005 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2004, ενώ οι τρέχουσες μεταβιβάσεις από την ΕΕ προς τη γενική κυβέρνηση αυξήθηκαν μόνο κατά 181 εκατ. ευρώ.
Ισοζύγιο Κεφαλαιακών Μεταβιβάσεων
Τον Αύγουστο του 2005 το ισοζύγιο κεφαλαιακών μεταβιβάσεων παρουσίασε πλεόνασμα 57 εκατ. ευρώ, έναντι πλεονάσματος 105 εκατ. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του 2004. Αναλυτικότερα, οι καθαρές κεφαλαιακές μεταβιβάσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση προς τον τομέα της γενικής κυβέρνησης περιορίστηκαν σε 59 εκατ. ευρώ, από 106 εκατ. ευρώ τον Αύγουστο του 2004. (Οι κεφαλαιακές μεταβιβάσεις από την ΕΕ περιλαμβάνουν κυρίως τις καταβολές από τα Διαρθρωτικά Ταμεία – πλην του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου - και το Ταμείο Συνοχής στο πλαίσιο της λειτουργίας του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης.)
Το οκτάμηνο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2005 το ισοζύγιο κεφαλαιακών μεταβιβάσεων παρουσίασε πλεόνασμα 1.083 εκατ. ευρώ, μικρότερο κατά 361 εκατ. ευρώ από ό,τι την αντίστοιχη περίοδο του 2004. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά κυρίως τη μείωση των καθαρών κεφαλαιακών μεταβιβάσεων από την ΕΕ προς τον τομέα της γενικής κυβέρνησης (κατά 312 εκατ. ευρώ).
Συνολικό Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών και Κεφαλαιακών Μεταβιβάσεων (με βάση την παλαιά μέθοδο παρουσίασης)
Το συνολικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και κεφαλαιακών μεταβιβάσεων (παλαιά μέθοδος παρουσίασης) παρουσίασε πλεόνασμα 713 εκατ. ευρώ τον Αύγουστο του 2005 έναντι πλεονάσματος 1.138 εκατ. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους. Συνολικά στο οκτάμηνο το έλλειμμα διαμορφώθηκε σε 6.455 εκατ. ευρώ, έναντι 4.062 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2004.
Ισοζύγιο Χρηματοοικονομικών Συναλλαγών
Τον Αύγουστο του 2005 τόσο οι άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα από μη κατοίκους όσο και οι άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό από κατοίκους κινήθηκαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Στην κατηγορία των επενδύσεων χαρτοφυλακίου, η καθαρή εκροή ύψους 847 εκατ. ευρώ κυρίως αντανακλά την εκροή κεφαλαίων κατοίκων για αγορές ομολόγων και έντοκων γραμματίων του εξωτερικού ύψους 1.548 εκατ. ευρώ, καθώς και την εκροή ποσού ύψους 1.098 εκατ. ευρώ για την αποπληρωμή ομολογιακού δανείου του ΟΤΕ μετατρέψιμου σε μετοχές, οι οποίες αντισταθμίστηκαν εν μέρει από την εισροή κεφαλαίων ύψους 2000 εκατ. ευρώ για αγορές ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου από μη κατοίκους. Οι ''λοιπές'' επενδύσεις παρουσίασαν καθαρή εισροή ύψους 680 εκατ. ευρώ, αφενός επειδή μειώθηκαν οι απαιτήσεις κατοίκων έναντι μη κατοίκων και αφετέρου επειδή αυξήθηκαν οι υποχρεώσεις κατοίκων έναντι μη κατοίκων.
Το οκτάμηνο Ιανουαρίου - Αυγούστου 2005 οι άμεσες επενδύσεις εμφάνισαν καθαρή εκροή ύψους 148 εκατ. ευρώ (έναντι καθαρής εισροής 600 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους). Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η εκροή κεφαλαίων κατοίκων για άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό ανήλθε σε 561 εκατ. ευρώ, ενώ η αντίστοιχη εισροή στην Ελλάδα κεφαλαίων μη κατοίκων έφθασε τα 414 εκατ. ευρώ. Την ίδια περίοδο σημειώθηκε καθαρή εισροή ύψους 7.302 εκατ. ευρώ στην κατηγορία των επενδύσεων χαρτοφυλακίου, δεδομένου ότι η εκροή κεφαλαίων κατοίκων για τοποθετήσεις στο εξωτερικό (κυρίως σε ομόλογα) υπεραντισταθμίστηκε από τη εισροή κεφαλαίων μη κατοίκων για τοποθετήσεις κυρίως σε τίτλους του ελληνικού Δημοσίου. Τέλος, στην κατηγορία των "λοιπών'' επενδύσεων η καθαρή εκροή 211 εκατ. ευρώ αντανακλά το γεγονός ότι η εκροή κεφαλαίων (ύψους 13.087 εκατ. ευρώ), κυρίως για τοποθετήσεις κατοίκων σε καταθέσεις και repos στο εξωτερικό, υπεραντιστάθμισε την εισροή κεφαλαίων μη κατοίκων (ύψους 12.876 εκατ. ευρώ), κυρίως για τοποθετήσεις της ίδιας κατηγορίας στην Ελλάδα.
Στο τέλος Αυγούστου του 2005 τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας διαμορφώθηκαν σε 1,9 δισεκ. ευρώ. (Υπενθυμίζεται ότι από την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ τον Ιανουάριο του 2001 τα συναλλαγματικά διαθέσιμα, σύμφωνα με τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, περιλαμβάνουν μόνο το νομισματικό χρυσό, τη "συναλλαγματική θέση" στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τα "ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα" και τις απαιτήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος σε ξένο νόμισμα έναντι κατοίκων χωρών εκτός της ζώνης του ευρώ. Αντίθετα, δεν περιλαμβάνουν τις απαιτήσεις σε ευρώ έναντι κατοίκων χωρών εκτός της ζώνης του ευρώ, τις απαιτήσεις σε συνάλλαγμα και σε ευρώ έναντι κατοίκων χωρών της ζώνης του ευρώ, και τη συμμετοχή της Τράπεζας της Ελλάδος στο κεφάλαιο και στα συναλλαγματικά διαθέσιμα της ΕΚΤ.)