Ενα νέο τοπίο για την αγορά φαρμάκου διαμορφώνουν η κατάργηση του καταλόγου συνταγογραφούμενων ιδιοσκευασμάτων («λίστας») και οι αλλαγές στον τρόπο τιμολόγησης, σύμφωνα με έρευνα της Stat Bank:
«Ο κλάδος το 2004 διαχειρίστηκε συνολικά κύκλο εργασιών 5,8 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό αντικατοπτρίζει τον τζίρο των μεγαλύτερων εταιριών του κλάδου και αφορά τις εταιρίες εμπορίας αλλά και παραγωγής φαρμακευτικών προϊόντων. Οι επιχειρήσεις αυτές συγκροτούν ένα από τους λίγους κλάδους που καταφέρνει να διευρύνει διαρκώς την κερδοφορία του (έφτασε τα 310 εκατ. ευρώ έναντι 254 εκατ. ευρώ της οικονομικής χρήσης του 2003). Η κερδοφορία ενισχύεται και από τις παράλληλες εξαγωγές που πραγματοποιούνται με αυξανόμενη ένταση τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΦΕΤ οι πωλήσεις φαρμάκων το 2004 έφτασαν τα 5 δισ. ευρώ σε τιμές λιανικής. Οι πωλήσεις προς τα νοσοκομεία υπολογίζονται σε 835 εκατ. ευρώ, ενώ αυτές προς τα φαρμακεία και τις φαρμακαποθήκες στα 4,16 δισ. ευρώ.
Οι παραγωγικές επιχειρήσεις το 2004 αύξησαν τις πωλήσεις τους κατά 16% και τα προ φόρων κερδών κατά 25,7%. Συνολικά οι 30 μεγαλύτερες (στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι Φαμάρ, Pfizer και Lavipharm, οι οποίες δεν έχουν συγκρίσιμα οικονομικά στοιχεία στις χρήσεις 2003 και 2004) κατέγραψαν κύκλο εργασιών ύψους 2,38 δισ. ευρώ. Τα προ φόρων κέρδη τους ξεπέρασαν τα 192,5 εκατ. ευρώ έναντι μόλις 153,1 εκατ. ευρώ το 2003.
Στον χώρο του εμπορίου οι 74 μεγαλύτερες επιχειρήσεις έχουν συνολικές πωλήσεις που αντιστοιχούν σε 3,4 δισ. ευρώ έναντι 2,99 δισ. ευρώ το 2003 παρουσιάζοντας αύξηση κατά 13,5%. Οι εταιρίες αυτές, οι οποίες χωρίζονται ουσιαστικά σε δυο κατηγορίες, τις θυγατρικές πολυεθνικών και τις επιχειρήσεις διακίνησης φαρμάκων (ως επί το πλείστον συνεταιριστικές φαρμακαποθήκες), απέσπασαν προ φόρου κέρδη για το 2004 ύψους 118 εκατ. ευρώ ή 16,3% περισσότερα απ' ό,τι την αμέσως προηγούμενη χρονιά.
Οι συγχωνεύσεις μεταξύ πολυεθνικών εταιρειών στο εξωτερικό έχουν αλλάξει τον επιχειρηματικό χάρτη και στην Ελλάδα και οδηγούν τον κλάδο σε συγκέντρωση. Καταγράφεται, όμως, και ισχυρή παρουσία από επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η Βιανέξ, ο όμιλος Μαρινόπουλου αλλά και η Γερολυμάτος, η οποία το 2004 πραγματοποίησε πωλήσεις 119 εκατ. ευρώ και προ φόρων κέρδη 2,7 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα εταιρίες μεσαίου μεγέθους πετυχαίνουν ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η UCB Pharma κατατάσσεται στις πέντε πρώτες στο χώρο της βιοτεχνολογίας, ενώ μετά την εξαγορά της Celltech αναμένεται να διπλασιάσει σύντομα τις πωλήσεις της στην ελληνική αγορά. Η Kleva είδε τον κύκλο εργασιών της το 2004 να φτάνει τα 14,7 εκατ. ευρώ έναντι 11,8 εκατ. ευρώ την προηγούμενη χρήση, εξέλιξη που σχετίζεται και με την ολοκλήρωση ενός επενδυτικού προγράμματος για τον κτιριακό και μηχανολογικό εξοπλισμό. Η Uni-pharma πολλαπλασίασε την κερδοφορία της (στο 1,5 εκατ. ευρώ έναντι μόλις 200 χιλ. ευρώ το 2003) με τις πωλήσεις να φτάνουν τα 14,8 εκατ. ευρώ.
Από την άλλη πλευρά, στο χώρο της διακίνησης ξεχωρίζουν με τις οικονομικές τους επιδόσεις αρκετές φαρμακαποθήκες. Η βορειοελλαδίτικη Στρούμσας ανέβασε τον τζίρο της στα 165 εκατ. ευρώ και πολλαπλασίασε τα κέρδη της τα οποία για τη χρήση του 2004 έφτασαν τα 6 εκατ. ευρώ.
Σε ό,τι αφορά τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, η Pfizer Hellas, η οποία απορρόφησε την Pharmacia Hellas, εμφανίζει πωλήσεις 371 εκατ. ευρώ και προ φόρων κέρδη 58,5 εκατ. ευρώ. Η ενιαία πλέον Sanofi-Aventis κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις σε πωλήσεις φαρμάκων. Η Roche Hellas είχε έσοδα 203,5 εκατ. ευρώ και κέρδη 8,6 εκατ. ευρώ και οδεύει προς αύξηση μεγεθών το 2005. Το αντιικό σκεύασμα Tamiflu είναι προϊόν της Roche και αναμένεται να δώσει ώθηση στις πωλήσεις της επιχείρησης.
Ο τζίρος της Novartis Hellas ανήλθε σε 240 εκατ. ευρώ το 2004 εμφανίζοντας αύξηση 7,6% σε σχέση με το 2003. Αντιστοίχως, τα προ φόρων κέρδη της εταιρείας βελτιώθηκαν κατά 6,9%. Η Γένεσις Φάρμα πέτυχε πωλήσεις 109 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 46% με τα προ φόρου κέρδη να φτάνουν τα 21,8 εκατ. ευρώ. Η Wyeth Hellas πραγματοποίησε πωλήσεις 79 εκατ. ευρώ και προ φόρων κέρδη 3,6 εκατ. ευρώ».