Να προχωρήσει στην πρώτη αύξηση του βασικού της επιτοκίου, από το ξέσπασμα της κρίσης, προτρέπει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, τη Federal Reserve, καθώς η αμερικανική οικονομία έχει πολύ καλές επιδόσεις, σε αντίθεση με την παγκόσμια οικονομία.
Αυτό αναφέρει στην έκθεση παγκόσμιων οικονομικών προοπτικών που δημοσιοποίησε σήμερα ο ΟΟΣΑ, στην οποία εκτιμάται ότι η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 3% φέτος και κατά 3,6% το επόμενο έτος. Οι εκτιμήσεις αυτές είναι ελαφρώς χαμηλότερες από εκείνες που είχαν διατυπωθεί τον Ιούνιο, για 3,1% ανάπτυξη το 2015 και 3,8% το 2016, εξαιτίας επιβράδυνσης της ανάπτυξης στις αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Κίνα και η Βραζιλία.
«Οι παγκόσμιες προοπτικές ανάπτυξης έχουν εξασθενήσει ελαφρώς και έχουν γίνει λιγότερο σαφείς κατά τους τελευταίους μήνες», ανέφερε η επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ, Κάθριν Μαν είπε σε συνέντευξη στο Reuters.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεχωρίζουν, καθώς ο ΟΟΣΑ αύξησε τις εκτιμήσεις για το τρέχον έτος σε ανάπτυξη 2,4% από 2% που εκτιμούσε τον Ιούνιο. Μείωσε όμως τις προβλέψεις του 2016 σε 2,6% από 2,8% προηγουμένως.
«Η αύξηση των επιτοκίων θα άρει την αβεβαιότητα στις αγορές», είπε η Μαν, προσθέτοντας ότι ο ρυθμός των μελλοντικών αυξήσεων θα είναι πιο σημαντικό από ό, τι αν η Fed αποφασίσει την αύξηση.
Αναφορικά με την Ευρωζώνη, ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα διαμορφωθεί στο 1,6% φέτος και στο 1,9% το επόμενο έτος, ρυθμοί που θα μπορούσαν να αυξηθούν αν παραμείνουν σε αδύναμα επίπεδα το ευρώ και σε χαμηλά επίπεδα οι τιμές του πετρελαίου και τα επιτόκια.
Η προτεραιότητα της Ευρωζώνης θα πρέπει να είναι η βελτίωση του τραπεζικού συστήματος και η αντιμετώπιση των επισφαλών δανείων, ανέφερε ο Οργανισμός, παρά την επέκταση του προγράμματος αγοράς ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ο ΟΟΣΑ μείωσε ελαφρώς την εκτίμηση του για την ανάπτυξη της Κίνας στο 6,7% για το τρέχον έτος και στο 6,5% το επόμενο έτος, μετά από μια σειρά απογοητευτικών στοιχείων και την πτώση του χρηματιστηρίου της.
Ιδιαίτερα αδύναμη θα είναι και η οικονομία της Βραζιλίας, η οποία αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 2,8% αυτό το έτος και κατά 0,7% το επόμενο, εξαιτίας της κατάρρευσης των τιμών των βασικών εμπορευμάτων που εξάγει.