Η αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ από την εξουσία δεν οδήγησε μόνο τη Γερμανία σε μια νέα φάση, άφησε επίσης ένα κενό εξουσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τους «μνηστήρες» ακόμα να διεκδικούν τα ηνία της ΕΕ.
Η αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ από την εξουσία δεν οδήγησε μόνο τη Γερμανία σε μια νέα φάση, άφησε επίσης ένα κενό εξουσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τους «μνηστήρες» ακόμα να διεκδικούν τα ηνία της ΕΕ.
Οι επικεφαλής στις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης διεκδικούν αυτή τη «θέση», ωστόσο, Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία βρίσκονται στο μέσον μιας αλλαγής στην ισορροπία δυνάμεων που θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Η Γερμανία ξεκινάει τώρα να «γράφει» το νέο κεφάλαιο στη μετά-Μέρκελ εποχή, η Γαλλία έχει να οργανώσει τις προεδρικές της εκλογές φέτος και η Ιταλία αγνώνεται μπροστά στο ενδεχόμενο να χάσει από την πρωθυπουργική θέση τον Μάριο Ντράγκι.
Όπως σχολίαζε τον Δεκέμβριο ο οικονομολόγος της UniCredit, Έρικ Νίλσεν, ίσως να οδεύουμε προς ένα ορόσημο με θετικές επιπτώσεις για την πολιτική.
Στη Γερμανία η νεοσύστατη κυβέρνηση υποσχέθηκε να μειώσει τις εκπομπές άνθρακα και να επενδύσει στην ψηφιοποίηση. Ταυτόχρονα, στοχεύει να ακολουθήσει μια υγιή δημοσιονομική πολιτική από το 2023 και μετά, όταν αποσυρθούν τα μέτρα στήριξης για την πανδημία.
Αυτοί οι στόχοι είναι πιθανό να επηρεάσουν τις ευρωπαϊκές συζητήσεις σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες, ένα θέμα που οι παράγοντες της αγοράς παρακολουθούν στενά. Η Ευρωζώνη είχε αυστηρούς στόχους για το έλλειμμα και το χρέος, ωστόσο, υπήρξε έλλειψη επιβολής αυτών των κανόνων. Επιπλέον, κάποιοι αμφισβητούν κατά πόσο αυτοί οι στόχοι αυτοί θα εξακολουθούν να ισχύουν σε έναν κόσμο μετά την πανδημία. Το πόσα θα ξοδέψουν οι κυβερνήσεις και πού θα μπορούσε να έχει άμεσες επιπτώσεις στην αγορά ομολόγων.
«Τα προηγούμενα οικονομικά κίνητρα μαζί με τις εντυπωσιακές επενδυτικές πολιτικές της νέας κυβέρνησης θα ξεδιπλωθούν το 2022 και θα οδηγήσουν σε εντυπωσιακές επιδόσεις ανάπτυξης», ανέφεραν αναλυτές της ING σε σημείωμα τους τον Δεκέμβριο. «Μόλις οι τριβές της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού αρχίσουν να υποχωρούν και το τέταρτο κύμα της πανδημίας βρίσκεται πίσω μας, η βιομηχανική παραγωγή θα ανακάμψει έντονα, η ιδιωτική κατανάλωση θα αρχίσει να αυξάνεται και οι επενδύσεις θα ανθίσουν και η γερμανική οικονομία θα πρέπει να επιστρέψει εντυπωσιακά ως ευρωπαϊκή πρωταθλήτρια ανάπτυξης 2022», σημείωναν επίσης.
Στη Γαλλία οι ψηφοφόροι προσέρχονται στις κάλπες στα τέλη Απριλίου. Ο νυν πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δεν έχει ακόμη ανακοινώσει την πρόθεσή του να θέσει υποψηφιότητα για δεύτερη θητεία. Αυτή τη στιγμή έρχεται πρώτος μεταξύ όλων των υποψηφίων, ωστόσο, υπάρχει αρκετός χρόνος για να αλλάξουν οι δημοσκοπήσεις καθώς οι νέοι υποψήφιοι επισημοποιούν τα σχέδιά τους για την προεδρία.
Ο ακροδεξιός υποψήφιος Ερίκ Ζεμούρ, θεωρείται απειλή για την επίσης υποψηφία της άκρας δεξιάς, Μαρίν Λεπέν. Εν τω μεταξύ, η άφιξη της Βαλερί Πεκρές για να ηγηθεί της κεντροδεξιάς θεωρείται επίσης ως πρόκληση για τον Μακρόν, εάν αποφασίσει να διεκδικήσει μια δεύτερη θητεία. Η Nielsen περιέγραψε την Πεκρές ως «σοβαρή διεκδικήτρια ενάντια στο φαβορί, ακόμη αδήλωτο, Μακρόν», εάν περάσει στον δεύτερο γύρο των εκλογών. Αυτή τη στιγμή έρχεται τέταρτη στις δημοσκοπήσεις, μετά τον Μακρόν και τους δύο ακροδεξιούς υποψηφίους.
«Ο Μακρόν θα πρέπει επομένως να ακολουθήσει έναν ακόμη στενότερο δρόμο για τη μεταρρύθμιση της Γαλλίας, ιδίως όσον αφορά τις συντάξεις, τις δημόσιες υπηρεσίες και την αγορά εργασίας», ανέφεραν αναλυτές της ING. Ωστόσο, μια νίκη του Μακρόν θα σήμαινε ότι η Γαλλία θα εξακολουθεί να έχει έναν φιλοευρωπαίο ηγέτη που θέλει να συνεργαστεί με τη Γερμανία και την Ιταλία για τη μεταρρύθμιση της περιοχής.
Στην Ιταλία όλοι αναμένουν να μάθουν αν ο πιο ισχυρός άνθρωπος στην Ευρώπη, κατά το Politico, Μάριο Ντράγκι, θα παραμείνει πρωθυπουργός της χώρας, ή αν θα επιλέξει να είναι ο επόμενος πρόεδρος της Δημοκρατίας. Το δεύτερο ενδεχόμενο θα οδηγούσε σε νέο κύμα πολιτικής αβεβαιότητας την Ιταλία.
«Η ουσία είναι ότι η πολιτική ισορροπία που επικράτησε μετά τον ορκωμοσία του Ντράγκι ως πρωθυπουργού πρόκειται να κλονιστεί, αν όχι να σπάσει, από την επερχόμενη προεδρική ψηφοφορία», δήλωσε σε σημείωμα ο Γουολφάνγκο Πικόλι, συμπρόεδρος της εταιρείας συμβούλων Teneo.
Ως πρόεδρος, θα είχε λιγότερη άμεση επιρροή στην ιταλική πολιτική. «Ο Ντράγκι θα δυσκολευόταν να ενεργήσει για λογαριασμό της Ιταλίας έναντι της ΕΕ από το προεδρικό μέγαρο», είπε ο Πικόλι. Ακόμα κι έτσι όμως, η χώρα θα είχε έναν φιλοευρωπαίο πρόεδρο που θα έχει λόγο σε ορισμένα από τα μέτρα που μπορεί να λάβει μια νέα κυβέρνηση.
Εάν ο Ντράγκι παραμείνει πρωθυπουργός, το έργο του «θα μπορούσε να είναι πιο περίπλοκο τους επόμενους μήνες, ανάλογα με το πώς ο κυβερνών συνασπισμός διαχειρίζεται τη διαδικασία των προεδρικών εκλογών», σημείωσε ο Πικόλι. Ο Ντράγκι είναι επικεφαλής μιας τεχνοκρατικής κυβέρνησης, που υποστηρίζεται από διάφορες πολιτικές ομάδες του ιταλικού κοινοβουλίου. Χωρίς τις ψήφους τους, το έργο του Ντράγκι θα μπορούσε να συναντήσει εμπόδια κατά την παρουσίαση νέων νόμων.
Ωστόσο, «σε αυτό το σενάριο, ο Ντράγκι θα παρέμενε σχεδόν σίγουρα πρωθυπουργός μέχρι τις εκλογές του 2023, εξασφαλίζοντας έτσι στην Ιταλία μια άνευ προηγουμένου επιρροή στις βασικές ευρωπαϊκές πολιτικές του επόμενου έτους, ενώ, ενδεχομένως, θα αφήσει την ιταλική πολιτική κάπως λιγότερο δεσμευμένη μακροπρόθεσμα», πρόσθεσε ο Νίλσεν.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από CNBC