Μη κυβερνητική οργάνωση (ΜΚΟ) με αντικείμενο την αποναρκοθέτηση περιοχών ζημίωσε το Δημόσιο κατά 9 εκατ. ευρώ, χρηματοδοτούμενη παράνομα από την Υπηρεσία Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας (ΥΔΑΣ) του υπουργείου Εξωτερικών από το 2000 έως το 2004.
Μη κυβερνητική οργάνωση (ΜΚΟ) με αντικείμενο την αποναρκοθέτηση περιοχών ζημίωσε το Δημόσιο κατά 9 εκατ. ευρώ, χρηματοδοτούμενη παράνομα από την Υπηρεσία Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας (ΥΔΑΣ) του υπουργείου Εξωτερικών από το 2000 έως το 2004.
Για την υπόθεση ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του προέδρου της ΜΚΟ (ο οποίος είναι ήδη προφυλακισμένος), της συζύγου του, ενός τέως δημοσίου υπαλλήλου, τριών εν ενεργεία διπλωματικών υπαλλήλων και τριών (3) συνταξιούχων δημοσίων υπαλλήλων, που την επίμαχη χρονική περίοδο υπηρετούσαν στην ΥΔΑΣ, στην Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου και Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Η δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους αφορά κακουργηματική απάτη.
Η χρηματοδότηση αφορούσε την πραγματοποίηση οκτώ προγραμμάτων αποναρκοθέτησης στη Βοσνία Ερζεγοβίνη, στο Λίβανο και στο Ιράκ, ύστερα από την υπογραφή συμβάσεων πραγματοποίησης προγραμμάτων αναπτυξιακής συνεργασίας.
Στην πραγματικότητα, όπως προέκυψε από την αστυνομική έρευνα, τα 9 εκατ. παράνομα, καθώς σύμφωνα με το υφιστάμενο πλαίσιο μόνο σε περιπτώσεις ανθρωπιστικής βοήθειας προβλέπεται χρηματοδότηση που να καλύπτει το 100% του προγράμματος.
Ωστόσο, σύμφωνα με τις σχετικές συμβάσεις προγραμμάτων αναπτυξιακής συνεργασίας, το ποσό θα κάλυπτε το 75% του συνολικού προϋπολογισμού του προγράμματος, ενώ το υπόλοιπο 25% θα έπρεπε να προέρχεται από συμμετοχή της ΜΚΟ, τουλάχιστον 15% ως ίδια συνεισφορά σε είδος ή σε χρήμα και από τρίτες πηγές, όπως χορηγίες και δωρεές.
Για να συγκαλυφθεί η ελλειμματική συμμετοχή της ΜΚΟ, επινοήθηκε τέχνασμα εικονικών δωρεών. Ειδικότερα οι αλλοδαποί εργαζόμενοι στα προγράμματα αποναρκοθέτησης, όπως για παράδειγμα ναρκαλιευτές, φέρονταν να επέστρεφαν στη ΜΚΟ υπό τη μορφή δωρεάς το 20% - 30% των φερόμενων αποδοχών τους, τις οποίες η Οργάνωση δεν καταχωρούσε, ως όφειλε, στα σχετικά βιβλία που τηρούσε, αλλά αντίθετα τα παρουσίαζε ως ίδια συμμετοχή της, εξασφαλίζοντας έτσι περαιτέρω χρηματοδότηση.
Επίσης, όπως διαπιστώθηκε από την έρευνα, δεν εφαρμόστηκαν επιπλέον διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας σχετικά με τη χρηματοδότηση των ΜΚΟ.
Συγκεκριμένα:
- δε ζητήθηκε, όπως επιβαλλόταν, σε καμία περίπτωση αποναρκοθέτησης, στις χώρες εκτέλεσης των προγραμμάτων, η έγκριση της οικείας Ελληνικής Πρεσβείας, σχετικά με τη σκοπιμότητα υλοποίησης.
- οι καταβολές χρηματοδότησης πραγματοποιούνταν ενώ δεν υποβάλλονταν εκθέσεις προόδου.
- γίνονταν δεκτά παραστατικά στην αραβική ή τη σερβική γλώσσα χωρίς να υπάρχει ελληνική μετάφραση.
- δεν πιστοποιείτο η υλοποίηση των προγραμμάτων από τις οικείες ελληνικές Πρεσβείες, κάποιες φορές μάλιστα η εκτέλεση τελούσε σε άγνοια των διπλωματών, ενώ ο έλεγχος των παραστατικών που υποβάλλονταν από τη ΜΚΟ, από πλευράς της αρμόδιας διεύθυνσης της Υπηρεσίας Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας ήταν ανύπαρκτος.
Επίσης, μέρος των κονδυλίων που εκταμιεύονταν προς την ΜΚΟ διοχετευόταν στην κάλυψη μη επιλέξιμων δαπανών, σύμφωνα με τον Ειδικό Οδηγό για τις ΜΚΟ, που δεν σχετίζονταν με λειτουργικά έξοδα για την εκτέλεση των προγραμμάτων, αλλά σε δαπάνες όπως η ενοικίαση γραφείων της ΜΚΟ στην Αθήνα, προμήθεια αναλώσιμων, ακόμα και σε αγορές σε super market, πληρωμή εστιατορίου και parking του αυτοκινήτου ιδιοκτησίας του προέδρου.
Οι κατηγορούμενοι, εν ενεργεία ή τέως δημόσιοι υπάλληλοι, ανάλογα με την θέση και τα καθήκοντα που κατείχαν την επίμαχη περίοδο, βεβαίωναν εν γνώσει τους ψευδώς σε δημόσια έγγραφα σχετικά με την νομιμότητα και κανονικότητα των κονδυλίων που εκταμιεύονταν προς την ΜΚΟ για την υλοποίηση των προγραμμάτων, ως συμμετοχή του Δημοσίου και προέβαιναν στην σχετική εκκαθάριση και εντολή πληρωμών.
Με βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου Αθηνών απαγορεύτηκε η εκποίηση περιουσιακών στοιχείων του προέδρου της ΜΚΟ και της συζύγου του, μέλους του διοικητικού συμβουλίου και συγκεκριμένα δύο ακινήτων στους Αμπελόκηπους και δύο στη Ρόδο.
Ακόμη, θα κατασχεθεί και παραδοθεί στον ΟΔΔΥ πολυτελές επιβατηγό όχημα, περιουσιακό στοιχείο της ΜΚΟ, το οποίο χρησιμοποιούσε κατά τις μετακινήσεις του ο πρόεδρός της.