Από την έντυπη έκδοση
Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Το ζητούμενο δεν είναι τα χρήματα. Ούτως ή άλλως, η συνεισφορά του στη συνολική βοήθεια ήταν πάντοτε σημαντικά μικρότερη σε σύγκριση με τη συμμετοχή των Ευρωπαίων.
Γιατί, λοιπόν, οι εταίροι και ειδικά το Βερολίνο επιμένουν στην παρουσία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο νέο ελληνικό πρόγραμμα, καίτοι γνωρίζουν ότι το ΔΝΤ έχει θέσει ως όρο απαράβατο την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους;
Παρά το γεγονός ότι το ζήτημα της ελάφρυνσης βρίσκει αντίθετες αρκετές από τις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης, εξαιτίας του πολιτικού κόστους που συνεπάγονται τέτοιες αποφάσεις, τα επιχειρήματα υπέρ της παραμονής του ΔΝΤ στο τρίτο μνημόνιο που υπέγραψε η Ελλάδα φαίνεται να είναι περισσότερα: πέραν της χρηματοδότησης, το Ταμείο φημίζεται για την εμπειρία του στην εποπτεία εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων που προβλέπουν τα προγράμματα στήριξης, καθώς και την αυστηρότητά του, απαιτώντας εκείνα τα μέτρα και τις πρωτοβουλίες που τόσο η Ελλάδα όσο και οι υπόλοιποι εταίροι της Ευρωζώνης δεν ήταν πάντα πρόθυμοι να εφαρμόσουν.
Η συμμετοχή του ΔΝΤ θα προσδώσει μεγαλύτερη αξιοπιστία στο νέο πρόγραμμα διάσωσης. Χωρίς την παρουσία του, η διαδικασία αξιολόγησης της προόδου που θα σημειώνει η Αθήνα στην εφαρμογή των προαπαιτουμένων πέφτει στους «ώμους» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Το μεγάλο «αγκάθι» στις σχέσεις των δύο πλευρών είναι η επιθυμία του ΔΝΤ για μέτρα αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, ώστε να καταστεί βιώσιμο, τη στιγμή που οι περισσότερες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης -και κυρίως η Γερμανία- έχουν ταχθεί κατά ενός νέου «κουρέματος».
Το παιχνίδι των λέξεων επιτρέπει την αναζήτηση μιας συμβιβαστικής λύσης, που δεν θα περιλαμβάνει μια νέα απομείωση της αξίας του ελληνικού χρέους, αλλά μέτρα ελάφρυνσης, όπως η μείωση των επιτοκίων και η παράταση της περιόδου αποπληρωμής των ελληνικών δανείων.
Το ΔΝΤ έχει ξεκαθαρίσει ότι θα περιμένει έως το φθινόπωρο για να λάβει την τελική του απόφαση. Οι Ευρωπαίοι εταίροι έχουν καταστήσει σαφές ότι η συζήτηση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και τα μέτρα ελάφρυνσης θα γίνει μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος, τον Οκτώβριο.
Ο ρόλος της Ελλάδας στη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των δανειστών κομβικός και μοιραίος ταυτόχρονα.
Η Αθήνα θα πρέπει να ξεπεράσει σύντομα τον «σκόπελο» της πολιτικής αβεβαιότητας λόγω πρόωρων εκλογών και να φροντίσει για την υλοποίηση των όσων προβλέπει το τρίτο μνημόνιο.
Μια καλή «βαθμολογία» στην πρώτη αξιολόγηση φαίνεται ότι θα συνοδεύεται με πρωτοβουλίες που θα αφορούν το χρέος. Σε αυτό το έργο, η χώρα δεν είναι απλώς θεατής.
Εχει μια ακόμη ευκαιρία να αφήσει πίσω της το πρόσφατο παρελθόν και να ανακτήσει τη χαμένη παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητά της. Και οι εταίροι θα πρέπει να τείνουν «χείρα βοηθείας» σε αυτόν τον δύσκολο και ανηφορικό δρόμο που δείχνει την έξοδο από το τούνελ.