Πολλές κατασκηνώσεις διαδηλωτών έγιναν στόχος νέων πυρών την Τετάρτη στη Μπανγκόκ, αυξάνοντας την ένταση στην πρωτεύουσα την ώρα που η πρωθυπουργός πραγματοποιεί επίσκεψη στο προπύργιό της στη βόρεια Ταϊλάνδη.
Τα βίαια επεισόδια στους δρόμους έγιναν σχεδόν καθημερινά στην πρωτεύουσα, όπου 22 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους σε περίπου τέσσερις μήνες πολιτικής κρίσης, μεταξύ τους τέσσερα παιδιά την περασμένη εβδομάδα, ενώ τουλάχιστον 700 έχουν τραυματιστεί.
Τα πυρά στο κέντρο της πόλης δεν προκάλεσαν τραυματισμούς αλλά αυξάνουν την καχυποψία μεταξύ υποστηρικτών και επικριτών της κυβέρνησης, με τους μεν να ρίχνουν την ευθύνη στους δε για τις προκλήσεις από μυστηριώδεις «άνδρες ντυμένους στα μαύρα».
«Δεν γνωρίζουμε ποια πλευρά ρίχνει τα πυρά, αλλά ο στόχος των σκοπευτών είναι ο εκφοβισμός», σχολίασε ο Ανούτσα Ρομγιανάν, εκπρόσωπος της εθνικής αστυνομίας.
Χιλιάδες αντικυβερνητικοί διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν το πρωί έξω από τα κεντρικά γραφεία της αστυνομίας στη Μπανγκόκ για να ζητήσουν τη διεξαγωγή έρευνας για τις επιθέσεις που σημειώθηκαν στη διάρκεια των διαδηλώσεών τους.
«Δεν αμφισβητούμε την αστυνομία, απλώς ζητάμε τη συνεργασία της», δήλωσε ο Ακανάτ Προμφάν, εκπρόσωπος της Επιτροπής Λαϊκής Δημοκρατικής Μεταρρύθμισης (PDRC).
Το PDRC είναι ο διοργανωτής των διαδηλώσεων που έχουν αίτημα την πτώση της κυβέρνησης από τις αρχές Νοεμβρίου.
Η κυβέρνηση κατηγόρησε «εξτρεμιστές» στους κόλπους του PDRC.
«Δεν κάνουμε καμιά δήλωση για το ποιος μπορεί να ευθύνεται, γιατί αυτό μόνο περισσότερη σύγχυση μπορεί να προκαλέσει. Το μόνο που ζητάμε από την αστυνομία είναι να κάνει τη δουλειά της και να λύσει αυτές τις υποθέσεις», σημειώνει η κυβέρνηση.
Σε περιοδεία η Γίνγκλακ
Η πρωθυπουργός συνεχίζει να μετέχει σε επίσημες εκδηλώσεις, κατά προτίμηση στην περιφέρεια. Η κ. Γινγκλάκ βρίσκεται από την Τρίτη στην επαρχία Τσιάνγκ Μάι, 600 χλμ. βόρεια της Μπανγκόκ, αφού προήδρευσε του υπουργικού συμβουλίου στη στρατιωτική βάση του αεροδρομίου Ντον Μουεάνγκ της Μπανγκόκ πριν αναχωρήσει για τη γενέτειρα της.
Η επαρχία Τσιάνγκ Μάι ψηφίζει μαζικά υπέρ του κυβερνώντος κόμματος, αντίθετα με τη Μπανγκόκ και τη νότια Ταϊλάνδη.
Η κ. Γινγκλάκ δήλωσε ότι δεν έχει ακόμη αποφασίσει αν θα μεταβεί την Πέμπτη ενώπιον της επιτροπής κατά της διαφθοράς (NACC).
Η επιτροπή πιθανά να της απαγγείλει κατηγορίες για αμέλεια σε σχέση με ένα επίμαχο πρόγραμμα βοήθειας προς τους ριζοκαλλιεργητές, διαδικασία η οποία μπορεί να οδηγήσει στην αποπομπή της.
Σύμφωνα με τα τοπικά μέσα ενημέρωσης, η κ. Γινγκλάκ αποφάσισε να μείνει εκτός Μπανγκόκ όσο το δυνατό περισσότερο για να αποφύγει τις οχλήσεις του PDRC. Από την περασμένη εβδομάδα το PDRC θέτει στο στόχαστρό του εταιρίες που ανήκουν ή συνεργάζονται με την οικογένεια Σιναουάτρα προκειμένου να αναγκάσουν την κ. Γινγκλάκ να παραιτηθεί.
Οι διαδηλωτές συνεχίζουν να ζητούν την παραίτηση της κυβέρνησης, την οποία θέλουν να αντικαταστήσουν από ένα μη εκλεγμένο λαϊκό συμβούλιο.
Το αντικυβερνητικό κίνημα δεν αποδυναμώνεται, παρ’ ότι οι διαδηλωτές δεν συγκεντρώνονται σε τόσο μεγάλους αριθμούς όσο στις αρχές των κινητοποιήσεων. Συνεχίζουν, ωστόσο, να αποκλείουν οδικές αρτηρίες στο κέντρο της Μπανγκόκ ελέγχοντας τα σημεία διέλευσης μέσω των οδοφραγμάτων.
Είναι η σοβαρότερη κρίση που πλήττει την Ταϊλάνδη από το 2010, όταν το κίνημα με τους οι υποστηρικτές με τα «κόκκινα πουκάμισα» του πρώην πρωθυπουργού Τακσίν Σιναουάτρα, τον αδελφό της κ. Γινγκλάκ, κατεστάλη από τον στρατό.