Για λογαριασμό του FBI δούλεψε για διάστημα τριών μηνών το 2011 νεαρός συνεργάτης του Wikileaks. Σύμφωνα με δημοσίευμα του Wired, o Σιγκούρντουρ «Σίγκι» Θόρνταρσον, 20χρονος πλέον Ισλανδός, είχε το ρόλο «διπλού» πράκτορα, ως στενού συνεργάτη του Τζούλιαν Ασάντζ, και ταυτόχρονα πληροφοριοδότη επί πληρωμή του FBI.
Κατά τον Κέβιν Πάουλσεν, συντάκτη του Wired, ο Θόρνταρσον τον πλησίασε ο ίδιος, επειδή «είναι ένας δημοσιογράφος αντιπαθής στον Τζούλιαν Ασάντζ». Όπως είπε, έδωσε στο FBI οκτώ σκληρούς δίσκους, που περιείχαν 2.000 σελίδες από chat logs, φωτογραφίες και βίντεο που τράβηξε στην Αγγλία ενώ ο Ασάντζ ήταν σε κατʼοίκον περιορισμό στο Έλινγκχαμ Χολ.
Οι λόγοι που έστρεψαν τον Θόρνταρσον κατά του Ασάντζ είναι ασαφείς. Ο νεαρός Ισλανδός, λίγο μετά την έναρξη της συνεργασίας του με το Wikileaks, ανέλαβε τη διαχείριση του chat room του site, κάτι που τον μετέτρεψε σε «σημείο επαφής» με επίδοξους εθελοντές συνεργάτες, δημοσιογράφους και εν δυνάμει πηγές. Ο ίδιος προσέγγισε μέλη της «συμμαχίας» χάκερ LulzSec τον Ιούνιο του 2011, για να τους ζητήσει να «χακάρουν» την ισλανδική κυβέρνηση για το Wikileaks, χωρίς όμως να ζητήσει την άδεια του Ασάντζ πρώτα. Αν και ο ίδιος, μιλώντας για τα κίνητρά του, λέει πως δεν ήθελε να βάλει τους Anonymous και τη Lulzsec να χακάρουν για λογαριασμό του Wikileaks, καθώς κάτι τέτοιο παραβιάζει πολλούς νόμους, ο Θόρνταρσον φέρεται να είναι αυτός που το ζήτησε αρχικά «για την περιπέτεια».
Ο Θόρνταρσον «απολύθηκε» από το Wikileaks το Νοέμβριο του 2011, όταν έγινε γνωστό πως είχε στήσει ιστοσελίδα όπου πουλούσε μπλουζάκια Wikileaks, αποκομίζοντας 50.000 δολάρια. Συνέχισε να συνεργάζεται με το FBI, από το οποίο έλαβε 5.000 δολάρια, ενώ υπήρξαν συναντήσεις με τους «χειριστές» του στην Ουάσινγκτον και την Κοπεγχάγη. Το Wikileaks τον κατηγορεί για κατάχρηση (για τις 50.000 δολάρια από τα μπλουζάκια), ενώ κατηγορείται και για οικονομικά/ φορολογικά εγκλήματα στην Ισλανδία.
Όταν άρχισε τη συνεργασία του με το Wikileaks ήταν 17 χρονών, ακόμα στο σχολείο και άρχισε να δουλεύει για το Wikileaks το Φεβρουάριο του 2010. Ήταν μέλος μίας μεγάλης ομάδας Ισλανδών εθελοντών, που προσέλευσαν στο εγχείρημα του Ασάντζ μετά τη δημοσίευση εγγράφων σχετικά με την οικονομική κρίση της χώρας. Η Μπιργκίτα Τζονσντότιρ, μέλος της ισλανδικής βουλής και συνεργάτιδα του Wikileaks, αναφέρει πως, αν και ο Ασάντζ είχε πάρει τον Θόρνταρσον υπό την προστασία του, τον είχε προειδοποιήσει πως «κάτι δεν πάει καλά με αυτό τον τύπο»- ενώ τον έχει χαρακτηρίσει και ως «παθολογικό ψεύτη». Σύμφωνα με το Wired, η χρηματοδότησή του από το FBI- το οποίο αρχικά πλησίασε ο ίδιος- ξεκίνησε αφού ο ίδιος άρχισε να ζητά επανειλημμένα λεφτά για να καλύψει τα έξοδά του.
Σύμφωνα με τον Στίβεν Άφτεργκουντ, του Project on Government Secrecy της Federation of American Scientists, πρόκειται για μία ένδειξη σχετικά με τον τρόπο που λειτουργεί το FBI στην έρευνά του πάνω στο Wikileaks και τον Ασάντζ. «Είναι ένα σημάδι πως το FBI θεωρεί το Wikileaks ως μία ύποπτη εγκληματική οργάνωση αντί για ένα μέσο ενημέρωσης. Το Wikileaks ήταν κάτι νέο, οπότε νομίζω ότι το FBI κάποια στιγμή αποφάσισε να το αξιολογήσει: πρόκειται για τους ΝΥ Times ή για κάτι άλλο; Και προφανώς αποφάσισαν ότι ήταν κάτι άλλο». Το FBI δεν έχει προβεί σε σχόλια σχετικά με την όλη υπόθεση.
Σνόουντεν: «Αυτοί που αποκαλύπτουν μυστικά πρέπει να πυροβολούνται στα γεννητικά όργανα»
Τέσσερα χρόνια πριν το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων από την NSA, ο Έντουαρντ Σνόουντεν, «πέτρα του σκανδάλου» είχε σαφώς διαφορετικές απόψεις σχετικά με τις διαρροές πληροφοριών και την αντιμετώπιση αυτών: συγκεκριμένα, σε chat logs που δημοσίευσε το Ars Technica, ο ίδιος είχε σε online συζήτηση εκφράσει την άποψη ότι αυτοί στους οποίους οφείλονται διαρροές δεδομένων θα έπρεπε να «πυροβολούνται στα γεννητικά όργανα».
Αναφερόμενος σε δημοσίευμα των New York Times περί μυστικών συνομιλιών μεταξύ Ισραήλ και ΗΠΑ για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ο Σνόουντεν (υπό το όνομα TheTrueHOOHA) τον Ιανουάριο του 2009 φέρεται να είχε σχολιάσει πως «είναι ακριβώς σαν το Wikileaks» και «αναφέρονται σε απόρρητο υλικό», κάτι που αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. «Αυτούς τους ανθρώπους θα έπρεπε να τους πυροβολήσουν στα γεννητικά όργανα» φέρεται να έγραψε ο άνθρωπος που αποκάλυψε το ευρείας κλίμακας πρόγραμμα παρακολούθησης των αμερικανικών αρχών, αναφερόμενος στις ανώνυμες πηγές που επικαλούνταν οι δημοσιογράφοι των New York Times. Η συζήτηση αφορούσε αίτημα του Ισραήλ για προμήθεια βομβών bunker-buster (καταστροφής μπούνκερ) από τις ΗΠΑ για χρήση κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, το οποίο είχε απορριφθεί. Κατά τον TheTrueHOOHA, το εν λόγω δημοσίευμα είχε ενδεχομένως βλάψει ένα πιθανότατα πανάκριβο πρόγραμμα- και η στάση του απέναντι στους δημοσιογράφους ήταν επικριτική, καθώς «αυτά τα πράγματα είναι απόρρητα για κάποιο λόγο».
Τα εν λόγω chats ήταν hosted στον IRC server του Ars Technica. Σε άλλες συζητήσεις, διαφαίνονται περισσότερα πράγματα για το χαρακτήρα και τις εμπειρίες του Σνόουντεν, όπως οι εντυπώσεις του από τη ζωή στην Ελβετία. Αν και δεν έχει επιβεβαιωθεί 100% πως ο εν λόγω χρήστης ήταν ο Σνόουντεν, το συγκεκριμένο ψευδώνυμο είχε χρησιμοποιηθεί από τον ίδιο και παλαιότερα, σε forums όπου είχε ανεβάσει φωτογραφίες που τον απεικόνιζαν, ενώ τα σχόλιά του συνάδουν χρονικά με την επαγγελματική του δραστηριότητα (κατά το διάστημα 2007-2009 βρισκόταν στη Γενεύη ως τεχνικός της CIA). Όπως φαίνεται, πρόκειται για ένα άτομο που ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη, συγκεντρώνοντας εμπειρίες. Αν και οι συζητήσεις δεν καταχωρούνταν στο συγκεκριμένο κανάλι επικοινωνίας, κάποιοι χρήστες το είχαν κάνει στους υπολογιστές τους, και προσφέρθηκαν να δώσουν τις συνομιλίες στο site, όπως αναφέρει ο συντάκτης του άρθρου, Τζο Μάλιν.
Γενικότερα, ο Σνόουντεν φαινόταν να έχει εξαιρετικά ισχυρή και έντονη άποψη όσον αφορά την καταδίκη των διαρροών και των ανθρώπων που προβαίνουν σε αποκαλύψεις πάνω σε θέματα ασφαλείας. Αφού άφησε τη δουλειά του στη CIA, εργάστηκε σε πόστα εταιρειών που συνεργάζονταν με την NSA- μέχρι που έγινε γνωστός ως ο άνθρωπος που διέρρευσε έγγραφα για τις παρακολουθήσεις στον Guardian και την Washington Post.
Σύμφωνα με τον Guardian, ο Σνόουντεν άρχισε να βλέπει τις αυταπάτες του για τον τρόπο λειτουργίας των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών να διαλύονται κατά το διάστημα της παραμονής του στην Ελβετία. Όπως δήλωσε ο ίδιος, αυτά που είδε τον έκαναν να πιστέψει πως συμμετείχε σε κάτι που έκανε περισσότερο κακό παρά καλό.