«Είμαστε όλοι θατσερικοί τώρα», είπε ο βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον, ανάμεσα στις πολλές δηλώσεις του μετά τον θάνατο της Μάργκαρετ Θάτσερ. Έδωσε έτσι αφορμή για να ξεσπάσει ένας ακόμα γύρος αντιπαράθεσης απόψεων στη Βρετανία για την πρώην πρωθυπουργό, που μάλλον απέδειξε του λόγου το αναληθές.
Είχε προηγηθεί η αντιπαράθεση για την κηδεία της, που τελέστηκε με στρατιωτικές τιμές, παρουσία της βασίλισσας – που είχε να παραστεί σε κηδεία πρωθυπουργού από αυτή του Ουίνστον Τσόρτσιλ το 1965 – και με κόστος αρκετά εκατομμύρια στερλίνες κρατικού χρήματος. Και βέβαια η συνεχής αντιπαράθεση για την κληρονομιά που άφησε πίσω της.
Ο θάνατος της Θάτσερ προκάλεσε μία έξαψη των παθών τόσο στους υποστηρικτές της όσο και στους πολέμιούς της. Οι μεν έκαναν λόγο για τον σωτήρα της χώρας, που έβαλε ξανά το «Μεγάλη» μπροστά από το «Βρετανία», που την έβγαλε από την παρακμή απελευθερώνοντας την οικονομία της από τις αγκυλώσεις του κρατικισμού και των συνδικάτων, για τη γυναίκα που μαχόταν για την ελευθερία (“Freedom Fighter” ήταν ο πρωτοσέλιδος τίτλος του Economist), αυτήν που κέρδισε τον Ψυχρό Πόλεμο, με λίγη ίσως βοήθεια από τον φίλο της στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, Ρόναλντ Ρέιγκαν.
Το άλλο στρατόπεδο πάλι, έβλεπε τη γυναίκα που δίχασε τη χώρα της, διέλυσε τα συνδικάτα και τη βιομηχανική βάση της Βρετανίας, οδηγώντας στον διαχωρισμό της σε φτωχό Βορρά και πλούσιο Νότο, τραυμάτισε ανεπανόρθωτα τον κοινωνικό ιστό, οδήγησε σε έναν ασύδοτο υλιστικό ατομισμό, ενώ απελευθέρωσε σε υπερβολικό βαθμό τον χρηματοπιστωτικό τομέα του Σίτι με αποτέλεσμα την αποθέωση της απληστίας, μέχρι και την πρόσφατη κρίση. Δεν είναι λοιπόν περίεργο, που έσπευσαν να γιορτάσουν αυθόρμητα στους δρόμους χορεύοντας μετά την είδηση του θανάτου της, έφεραν στο νούμερο 2 των βρετανικών τσαρτς προς «τιμήν» της ένα τραγούδι από το μιούζικαλ «Ο μάγος του Οζ» για τον θάνατο της Κακιάς Μάγισσας με τον τίτλο «Ding Dong! The Witch is Dead» («Ντιν νταν! Η μάγισσα είναι νεκρή») και γύρισαν την πλάτη τους όταν πέρασε από μπροστά τους το φέρετρο με τη σορό της, την ημέρα της μεγαλειώδους κηδείας της.
«Τίποτα από όλα όσα διάβασα αυτή την εβδομάδα από τους θαυμαστές της δεν με έχει πείσει ότι ο κεραυνός ενέργειας που έφερε στην ετοιμοθάνατη Βρετανία το 1979 δικαιολογούσε τα αρνητικά: την επίθεσή της στην έννοια της κοινότητας, την έλλειψη φαντασίας που τη χαρακτήριζε σε σχέση με αυτούς που ήταν πιο αδύναμοι από εκείνη, τις φονικές ελευθερίες που χάρισε στους λατρεμένους της “δημιουργούς πλούτου” στο Σίτι, των οποίων η απερισκεψία έφερε την κρίση του 2008 και έχει κοστίσει στον φορολογούμενο δισεκατομμύρια παραπάνω σε πακέτα διάσωσης απ’ό,τι μας κόστισε τη δεκαετία του ’70 ο πιο ξεροκέφαλος και μεθυσμένος από την εξουσία εργατοπατέρας», γράφει ο Τζόναθαν Κόου, συγγραφέας, μεταξύ άλλων του μυθιστορήματος «What a Carve Up!» (κυκλοφορεί και στα ελληνικά με τον τίτλο «Τι ωραίο πλιάτσικο!»), που ασκεί κριτική με πικρό χιούμορ στα κακώς κείμενα της Βρετανίας της Θάτσερ.
«Τίποτα δεν λειτουργούσε»
Ποια ήταν όμως η Βρετανία που παρέλαβε η Σιδηρά Κυρία (σύμφωνα με το προσωνύμιο που της είχε δώσει σοβιετικό περιοδικό και το με το οποίο παραμένει και μετά θάνατον γνωστή) και στην οποία οι πολέμιοί της ισχυρίζονται ότι δεν θα είχαν πρόβλημα να επιστρέψουν; Ας δούμε τι λέει ένας άλλος συγγραφέας, που κατά δική του ομολογία δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στους θερμότερους υποστηρικτές της: «Αν οι σημερινοί αναγνώστες της Guardian ταξίδευαν στον χρόνο με προορισμό τα τέλη της δεκαετίας του ’70, μπορεί να εκνευρίζονταν που θα ανακάλυπταν ότι το αυριανό τηλεοπτικό πρόγραμμα αποτελούσε κρατικό μυστικό που δεν γνώριζαν οι εφημερίδες. Ειδική άδεια είχε μόνο το περιοδικό Radio Times (που, όπως ήταν αναμενόμενο, πουλούσε 7 εκατ. αντίτυπα εβδομαδιαίως). Ήταν παράνομο να βάλεις προέκταση σε τηλεφωνικό καλώδιο. Έπρεπε να περιμένεις έξι εβδομάδες για να έρθει μηχανικός. Υπήρχε μόνο ένας αυτόματος τηλεφωνητής που ήταν εγκεκριμένος από το κράτος», γράφει ο Ίαν ΜακΓιούαν.
«Η Θάτσερ ξερίζωσε αυτά τα κρατικά μονοπώλια υπό την αιγίδα των ιδιωτικοποιήσεων και μετάλλαξε την καθημερινή ζωή με τρόπο που τώρα έχουμε ως δεδομένο. Έχουμε πληρώσει αυτή τη μετάλλαξη με έναν κόσμο που είναι πιο σκληρός, πιο ανταγωνιστικός, και οπωσδήποτε πιο συνειδητοποιημένος όσον αφορά τον θέλγητρο του χρήματος», συνεχίζει ο κορυφαίος βρετανός συγγραφέας, που παραδέχεται ότι «μας άρεσε που την αντιπαθούσαμε» και περιγράφει την σχεδόν υπνωτική έλξη που ασκούσε στη γενιά του αυτή η τόσο ισχυρή γυναίκα.
Τα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν τραγουδούσε «There is no future in England’s dreaming» («Δεν υπάρχει μέλλον στα όνειρα της Αγγλίας») μαζί με τους Sex Pistols, θυμάται και ο βρετανός ιστορικός Νάιαλ Φέργκιουσον, που ανήκει στο άλλο στρατόπεδο. «Ήμασταν τελείως μπουχτισμένοι με την μεταπολεμική, μετα-αυτοκρατορική, μετα-Beatles Βρετανία… Τίποτα δεν λειτουργούσε. Τα τρένα ήταν πάντα καθυστερημένα. Τα δημόσια τηλέφωνα ήταν πάντα χαλασμένα. Η πρώτη φορά που έγραψα γράμμα σε εφημερίδα ήταν για να παραπονεθώ για την εκτόξευση στις τιμές των σχολικών παπουτσιών. Και το χειρότερο όλων ήταν οι απεργίες. Απεργίες ανθρακωρύχων. Απεργίες λιμενεργατών. Απεργίες τυπογράφων. Απεργίες εργαζομένων στην καθαριότητα. Απεργίες μέχρι και νεκροθαφτών», γράφει ο Φέργκιουσον.
«Τους τέλειωσαν τα λεφτά των άλλων»
Οι πολέμιοί της την θεωρούσαν ανάλγητη, αλλά για τους οπαδούς της δεν ήταν αναλγησία αυτό που τη χαρακτήριζε, όσο το ότι την οδηγούσε η βαθιά πεποίθηση ότι οι πολίτες πρέπει να είναι υπεύθυνοι για τον εαυτό τους και τη ζωή τους. Η κόρη του μπακάλη από την κωμόπολη του Γκράνθαμ που κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και να αναρριχηθεί στην κορυφή του Συντηρητικού Κόμματος, σε μία εποχή έμοιαζε περισσότερο με λέσχη ανδρών της απροσπέλαστης ανώτερης τάξης, και στη συνέχεια στην πρωθυπουργία, θεωρούσε ότι όποιος θέλει, μπορεί, όπως και εκείνη.
Κατ’ επέκτασιν, πίστευε ότι η κοινωνία πρέπει να ανταμείβει αυτούς που αναλαμβάνουν τα ρίσκα, τους επιχειρηματίες, αυτούς που δίνουν δουλειά στους υπόλοιπους και δημιουργούν τον πλούτο, τον οποίο ίσως με τη σειρά της μετά ανακατανείμει σε κάποιο βαθμό η κυβέρνηση. «Το πρόβλημα των Εργατικών είναι ότι έπαθαν τη συνηθισμένη αρρώστια του σοσιαλισμού – τους τελείωσαν τα λεφτά των άλλων», όπως είχε πει χαρακτηριστικά. Και ήταν αυτή της η πεποίθηση που την οδήγησε στο να μειώσει την ανώτατη κλίμακα του φόρου εισοδήματος από το 83% στο 40%, μέσα στο πλαίσιο βέβαια της αντίληψης ότι η υψηλή φορολογία βλάπτει την οικονομική δραστηριότητα.
«Δεν υπάρχει κοινωνία»;
Η Θάτσερ κατηγορείται επίσης για την επικράτηση του άκρατου ατομισμού, τον οποίο προώθησε κατευθυνόμενη από την πίστη της ότι «δεν υπάρχει κοινωνία». Ίσως όμως αξίζει να κοιτάξουμε ένα μεγαλύτερο απόσπασμα από τη συνέντευξη εκείνη στο περιοδικό Women’s Own 1987 από την οποία έχει απομονωθεί αυτή η φράση:
«Νομίζω ότι έχουμε περάσει μία περίοδο κατά την οποία υπερβολικά πολλά παιδιά και πολίτες έχουν αφεθεί να πιστεύουν ότι “Έχω ένα πρόβλημα, είναι δουλειά του κράτους να το λύσει” ή “Έχω ένα πρόβλημα, θα πάω και θα πάρω μία κρατική επιδότηση”, “Eίμαι άστεγος, η κυβέρνηση πρέπει να με στεγάσει”, δηλαδή μεταθέτουν το πρόβλημά τους στην κοινωνία και ποια είναι η κοινωνία;
»Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο! Υπάρχουν άτομα, άνδρες και γυναίκες, και υπάρχουν οικογένειες, και καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει τίποτα παρά μόνο μέσω των ατόμων και τα άτομα κοιτούν πρώτα τον εαυτό τους.
»Είναι καθήκον μας να κοιτάμε τον εαυτό μας και μετά να βοηθάμε και τον γείτονά μας και η ζωή είναι ένα πάρε δώσε και ο κόσμος έχει πιο πολύ στον νου του τα δικαιώματα παρά τις υποχρεώσεις».
Παρόλο όμως που η Σιδηρά Κυρία ήταν η κατεξοχήν υπέρμαχος του περιορισμού του κράτους και της ενίσχυσης του ιδιωτικού τομέα, είναι αξιοσημείωτο ότι το ποσοστό των κρατικών δαπανών επί το ΑΕΠ περιορίστηκε από το 44,6% στο 39,1%, μόλις δηλαδή 5,5 μονάδες σε μία δεκαετία, ενώ οι δαπάνες για τα υγεία δεν υποχώρησαν σε αυτό το διάστημα. Το 2012 ήταν πάλι στο 46,2%.
Αυτοί που τη θαυμάζουν αναφέρονται συχνά στην ακράδαντη πίστη που είχε ως προς το ορθό των πεποιθήσεών της, κάτι που την έκανε να αντισταθεί στην απεργία των μεταλλωρύχων, να «αντέξει» την αλματώδη αύξηση της ανεργίας στην αρχή της πρώτης της θητείας και να εφαρμόσει πολλές από τις καινοτόμες πολιτικές της, παρά της έντονες αντιδράσεις. Ήταν όμως αυτή η ισχυρογνωμοσύνη της και η περιφρόνησή της για την αξία της συναίνεσης, που στην τρίτη της θητεία είχαν ξεφύγει εκτός ελέγχου και που οδήγησαν τελικά στην ταπεινωτική της πτώση μετά από την «προδοσία» του ίδιου της του κόμματος.
Τι άλλαξε;
Τελικά όμως, τι κατέφερε όσο ήταν στην πρωθυπουργία η Μάργκαρετ Θάτσερ; Αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι ότι στη διάρκεια της πρωθυπουργίας της αυξήθηκε ο πλούτος. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα πήγε από τα 9.623 δολάρια το 1980 στα 17.688 το 1990 σε τρέχουσες τιμές, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας (δηλαδή αύξηση της τάξης του 84% σε μία δεκαετία).
Για τους Βρετανούς, το ηθικό των οποίων ήταν πολύ χαμηλό μετά τη δύσκολη δεκαετία του ’70, ήταν πολύ σημαντικό που έφτασαν το εισοδηματικό επίπεδο των πλούσιων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, σε σχέση με τις οποίες είχε αποδυναμωθεί να προηγούμενα χρόνια. Βέβαια θα μπορούσε κανείς να πει ότι η Θάτσερ ήταν πολύ τυχερή, γιατί η βάση από την οποία ξεκινούσε ήταν πολύ χαμηλή, ενώ στη διάρκεια της θητείας της η Βρετανία επωφελήθηκε και από τα έσοδα από το πετρέλαιο της Βόρειας Θάλασσας.
Όμως, αν και το γενικό επίπεδο ανέβηκε, οι ανισότητες και οι ανισορροπίες αυξήθηκαν. Ο τομέας των υπηρεσιών, ειδικά των χρηματοπιστωτικών, άνθησε, ενώ ο βιομηχανικός κατέρρευσε. Το 1979, περισσότεροι από 7 εκατομμύρια εργάζονταν στον βιομηχανικό τομέα της χώρας. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα ο αριθμός είχε υποχωρήσει στα 4,4 εκατομμύρια. Ο ακμάζων τομέας των υπηρεσιών δεν μπορούσε να τους απορροφήσει όλους. Οι κοινότητες που βασίζονταν στην εξόρυξη άνθρακα ή στη βιομηχανία και καταστράφηκαν, αγνοήθηκαν πλήρως από τη Θάτσερ και πολλές ακόμα δεν έχουν επουλώσει τις πληγές τους.
Από την άλλη το Big Bang, η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού κέντρου του Λονδίνου, είχε ως αποτέλεσμα μία επανάσταση που έφερε το Λονδίνο στο κέντρο των παγκόσμιων αγορών και άλλαξε ολοκληρωτικά το πρόσωπο της βρετανικής πρωτεύουσας. Στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, ο χρηματοπιστωτικός τομέας εκτιμάτο ότι αντιστοιχούσε στο 9,4% του βρετανικού ΑΕΠ.
Η άνθηση του Σίτι, ωστόσο, σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση του βιομηχανικού τομέα, είχε ως αποτέλεσμα την υπερβολική εξάρτηση της Βρετανίας από τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η Θάτσερ κατηγορείται μέχρι και για την πρόσφατη κρίση που ξέσπασε στη Βρετανία το 2008, καθώς, σύμφωνα με όσους της κατηγορούν, η αχαλίνωτη απελευθέρωση είχε ως αποτέλεσμα τους ελλιπείς ελέγχους αλλά και μια νέα νοοτροπία αποθέωσης του κέδρους και ανάληψης υπερβολικών ρίσκων. Προς υπεράσπισή της, θα μπορούσε από την άλλη κάποιος να πει ότι η κρίση ξέσπασε 18 χρόνια μετά την αποχώρησή της από την εξουσία, διάστημα στο οποίο άλλαξαν πολλά στο Σίτι.
Οι μεταρρυθμίσεις στην πλευρά της προσφοράς (supply-side economics) δηλαδή η αποδυνάμωση των συνδικάτων, η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, και η κατάργηση των κρατικών ρυθμίσεων στους μισθούς σήμαιναν ότι η αγορά εργασίας έγινε πιο ελαστική. Από τα 29 εκατομμύρια ημερών απεργίας το 1979, το 1986 ο αριθμός είχε υποχωρήσει μόλις στα 2 εκατομμύρια.
Στη διεθνή σκηνή, μπορεί η κατάληξη του Ψυχρού Πολέμου να μοιάζει εκ των υστέρων αναπόφευκτη, σημειώνει ο ιστορικός Νάιαλ Φέργκιουσον, ωστόσο στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, η Θάτσερ είχε να αντιμετωπίσει πολλούς επικριτές της πολιτικής της, όπως τους οπαδούς του μονομερούς αφοπλισμού ή αυτούς που θεωρούσαν ότι οι χώρες του ΝΑΤΟ και αυτές του Συμφώνου της Βαρσοβίας συνέκλιναν σταδιακά.
Αποδείχτηκε ακόμα ότι είχε δίκιο στην αντίθεσή της ως προς την ένταξη της Βρετανίας στο κοινό νόμισμα. Από εκείνη την εποχή, διέβλεπε μια επικίνδυνη σύγκρουση μεταξύ της προσκόλλησης της Γερμανίας στην αντιπληθωριστική πολιτική και της έλλειψης ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού Νότου. Η κατοπινή ένταξη της στερλίνας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών αποδείχτηκε καταστροφική, με τη «Μαύρη Τετάρτη» στις 16 Σεπτεμβρίου του 1992 και την αποχώρηση από τον μηχανισμό.
Νέα συναίνεση
Ίσως το μεγαλύτερο της επίτευγμα πάντως στη χώρα της, είναι η δημιουργία μιας νέας πολιτικής συναίνεσης, η μετακίνηση όλου του βρετανικού πολιτικού κέντρου βάρους προς τα δεξιά. Όπως δηλαδή ο Εργατικός Κλέμεντ Άτλι μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έθεσε τις βάσεις της «μεταπολεμικής συναίνεσης» (post-war consensus) στη βάση της μεικτής οικονομίας (κράτους και ιδιωτικού τομέα) του κράτους πρόνοιας, της δημόσιας υγείας και παιδείας, της εθνικοποίησης έτσι και η Θάτσερ δημιούργησε μια νέα συναίνεση στη βάση της ελεύθερης οικονομίας, των ιδιωτικοποιήσεων, των περιορισμών στην ισχύ των συνδικάτων.
Όπως συμφωνούσαν οι βρετανοί σχολιαστές όλων των αποχρώσεων μετά τον θάνατό της, ούτε οι Εργατικοί δεν θα οραματίζονταν τώρα μία επιστροφή στην εθνικοποίηση ή την ενδυνάμωση των συνδικάτων. «Η υπόθεση θα πρέπει να είναι ότι η οικονομική δραστηριότητα είναι προτιμότερο να αφήνεται στον ιδιωτικό τομέα», είχε δηλώσει ο Τόνι Μπλερ, δίνοντας το στίγμα των Νέων Εργατικών. Και αυτό ίσως εννοούσε ο Κάμερον με το «είμαστε όλοι θατσερικοί τώρα».
Βέβαια, όπως θυμίζουν εμμέσως τόσο ο Κόου όσο και ο ΜακΓιούαν, το πού στέκεται κανείς στην όλη συζήτηση εξαρτάται από το αν πιστεύει ότι το τίμημα που πλήρωσε η Βρετανία για να αλλάξει άξιζε τον κόπο, αλλά και αν οι ίδιες οι αλλαγές ήταν προς όφελος της χώρας. Και η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, για τους Βρετανούς τουλάχιστον, σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με το αν ήταν ανάμεσα στους χαμένους ή τους κερδισμένους από τις τεράστιες αλλαγές που έλαβαν χώρα τη δεκαετία του ’80 και των οποίων οι επιπτώσεις είναι ακόμα αισθητές.
ΑΛΙΝΑ ΣΑΡΑΝΤΗ