Παρατηρώντας επιδερμικά τις διατλαντικές σχέσεις ΗΠΑ και ΕΕ για το εμπόριο, τις επενδύσεις και την τεχνολογία, συμπεραίνουμε ότι βασίζονται σε μια κοινή φιλοσοφία των δύο μεγαλυτέρων στρατηγικών εταίρων της υφηλίου, τουλάχιστον όσον αφορά τους συγκεκριμένους τομείς, καθώς δεκαετίες πολιτικής συνεργασίας, οδήγησαν σε μια αξιοσημείωτη οικονομική αλληλεξάρτηση.
Της Μαρίας Βε
Παρατηρώντας επιδερμικά τις διατλαντικές σχέσεις ΗΠΑ και ΕΕ για το εμπόριο, τις επενδύσεις και την τεχνολογία, συμπεραίνουμε ότι βασίζονται σε μια κοινή φιλοσοφία των δύο μεγαλυτέρων στρατηγικών εταίρων της υφηλίου, τουλάχιστον όσον αφορά τους συγκεκριμένους τομείς, καθώς δεκαετίες πολιτικής συνεργασίας, οδήγησαν σε μια αξιοσημείωτη οικονομική αλληλεξάρτηση.
Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η επιτυχημένη κυκλοφορία των εμβολίων κατά του Covid-19 εκατέρωθεν του Ατλαντικού, καθώς εκατοντάδες εκατομμύρια Αμερικανοί έλαβαν δόσεις από το εμβόλιο των Pfizer- BioNTech, ένα εμβόλιο βασισμένο σε ευρωπαϊκή καινοτομία που κατασκευάστηκε στα εργοστάσια της Pfizer στη Μασαχουσέτη, το Μίσιγκαν και το Μισούρι. Παρόμοιος αριθμός Ευρωπαίων έλαβαν το ίδιο εμβόλιο, το οποίο κατασκευάστηκε στις εγκαταστάσεις τη Pfizer στο Βέλγιο.
Παράλληλα, το mRNA εμβόλιο της Moderna, εφευρέθηκε στις ΗΠΑ, αλλά εμφιαλώνεται και από εργοστάσια σε Γαλλία και Ισπανία, ενώ το Johnson & Johnson αναπτύχθηκε από κοινού στο εργαστήριο Ε & Α Janssen στην Ολλανδία και ένα νοσοκομείο στη Βοστώνη. Παράγεται δε και στις δύο πλευρές του ωκεανού.
Ωστόσο, το «success story» της αλληλεξάρτησης έχει και τρωτά σημεία, πολλές φορές ζημία παρά κέρδος, για την οποία, κατά κοινή ομολογία, ευθύνονται οι εκάστοτε ηγέτες των χωρών, η εξωτερική πολιτική τους, οι εσωτερικοί κανόνες που ακολουθούν κάθε φορά, αλλά και ο τρόπος που βλέπουν τις κινήσεις του εταίρου.
Με άλλα λόγια, η ΕΕ δυσκολεύεται να ακολουθήσει μια ενιαία στάση απέναντι στις ΗΠΑ, καθώς κάθε κράτος- μέλος της, διατηρεί διαφορετικό βαθμό αλληλεξάρτησης.
Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δυσανασχετούν με τις ενέργειες των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών όπως οι Amazon, Apple, Facebook και Google (δεν υπάρχουν συγκρίσιμες ευρωπαϊκές εταιρείες), ενώ οι ομόλογοί τους στις ΗΠΑ ανησυχούν ότι οι Αμερικανοί αγοράζουν ένα μεγάλο αριθμό γερμανικών αυτοκινήτων και ότι η Ευρώπη αρνείται να δεχτεί γενετικά τροποποιημένα αγροτικά προϊόντα από τις Μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ.
Σήμερα μάλιστα, ΗΠΑ και ΕΕ, βρίσκονται αντιμέτωπες με μια μείωση της από κοινού επιρροής τους στο παγκόσμιο εμπόριο. Οι δύο αποτελούσαν το 50 % των παγκόσμιων εξαγωγών το 1990, ενώ έως το 2020, αυτό είχε πέσει περίπου στο 40 %.
Εντούτοις, μια τέτοια πτώση, εκτός από το ότι αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό την αυξανόμενη οικονομική δύναμη της Κίνας, η οποία δε συμμερίζεται τη διαφανή, βασισμένη σε κανόνες, χωρίς διακρίσεις και προσανατολισμένη στην αγορά προσέγγιση στο διεθνές εμπόριο, θα μπορούσε παράλληλα να δημιουργήσει νέες προοπτικές και προκλήσεις για τις ΗΠΑ και την ΕΕ.
Νέοι ορίζοντες με το TTC
Στα τέλη Σεπτεμβρίου, αξιωματούχοι των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης συναντήθηκαν στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια, στο πρώτο Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας ΗΠΑ-ΕΕ (TTC), προκείμενου να συζητήσουν σε άλλη βάση και ενδεχομένως να επιλύσουν τις διαφορές τους, σχετικά με το εμπόριο και την τεχνολογία, αντιμετωπίζοντας έτσι την άνοδο της Κίνας.
Είναι γεγονός ότι, τα τέσσερα χρόνια προεδρίας του Τραμπ, δημιούργησαν τεταμένες σχέσεις που χρειάζονται εξομάλυνση. Ο Τραμπ, δεν θέλησε να συνεργαστεί με τις Βρυξέλλες, προκειμένου να υπάρξει συντονισμένη απάντηση και των δύο πλευρών στις πολιτικές του Πεκίνο, με αποτέλεσμα οι Βρυξέλλες και χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία, να έχουν εκδηλώσει ανησυχία για τη συνεχώς αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στην οικονομία.
Ταυτόχρονα, ο Τραμπ είχε προχωρήσει ή είχε απειλήσει να προχωρήσει στην επιβολή δασμών σε προϊόντα όλων των ειδών από Ευρώπη και Ασία, ενώ, επί των ημερών του, παρόλο που υπήρχαν ενστάσεις από τους συμμάχους του ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ επέβαλαν φόρους ύψους 25% στον ευρωπαϊκό χάλυβα και 10% στο αλουμίνιο, επικαλούμενες λόγους «εθνικής ασφάλειας». Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Ένωση καταδίκασε την απόφαση και «απάντησε» με αντίστοιχα μέτρα σε αμερικανικά προϊόντα αξίας 3,2 δισ. δολαρίων.
Στο Πιτσμπούργκ έγινε ένα πρώτο βήμα, όμως, το TTC δεν έφερε ουσιαστικά αποτελέσματα.
Ελπίζοντας σε μια καλύτερη συνεννόηση
Η ΕΕ, εργάστηκε σκληρά προκειμένου να αποφύγει μία νέα σειρά από δασμούς στις εμπορικές της σχέσεις με τις ΗΠΑ, καθώς οι δασμοί που τέθηκαν σε εφαρμογή κατά την κυβέρνηση του Τραμπ, μεταξύ των δύο εταίρων, συνεχίζουν να επιβαρύνουν τις εμπορικές σχέσεις.
Εντούτοις, σε δείγμα καλής πίστης το Μάιο, η ΕΕ, καθυστέρησε την εφαρμογή μιας δεύτερης επιβολής δασμών συνολικής αξίας 3,6 δισ. δολαρίων, στοχεύοντας σε μια καλύτερη συνεννόηση με την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν.
«Ανυπομονούμε να έχουμε έναν φίλο στον Λευκό Οίκο», έλεγε τον Ιανουάριο για την εκλογή Μπάιντεν η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ως μήνυμα επούλωσης των πληγών ενός «διχασμένου έθνους», ενώ για αναγέννηση των σχέσεων ΗΠΑ- ΕΕ είχε κάνει λόγο ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ. «Αυτά που μας ενώνουν είναι πολύ πιο ισχυρά», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.
Η φον ντερ Λάιεν στοχεύει τώρα στην ανοικοδόμηση της διατλαντικής συνεργασίας, τόσο σε πολυμερές όσο και σε διμερές πλαίσιο, σε τομείς όπως είναι η πανδημία, covid-19, η κλιματική αλλαγή, η ασφάλεια, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, το εργατικό δυναμικό, η τεχνολογία, η άνοδος της Κίνας, η ανθεκτικότητα στην εφοδιαστική αλυσίδα και τα ανθρώπινα δικαιώματα, όλα υπό την πρίσμα της εμπορικής συναλλαγής.
Το αβέβαιο αποτέλεσμα της συνόδου κορυφής στο Πίτσμπουργκ όμως, αποδεικνύει ότι η ενίσχυση των διατλαντικών δεσμών στην εποχή της «διεκδικητικής» Κίνας, θα μπορούσε να αποτελέσει ίσως το πιο δύσκολο εμπορικό έργο που ανέλαβαν ποτέ αυτοί οι δύο μακροχρόνιοι συνεργάτες.
Η αποτυχημένη TTIP
Οι σχέσεις μεταξύ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Κογκρέσου των ΗΠΑ, ξεκίνησαν το 1972, την εποχή που ο Νίξον, επισκέφτηκε την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Σημειώνεται ότι χαρακτηρίστηκε ως μια ιστορική επίσκεψη, καθώς ήταν ο πρώτος Αμερικάνος πρόεδρος που επισκέφτηκε τη χώρα για να αξιολογήσει προοπτικές αξιοποίησης, ως αντίβαρο της Σοβιετικής Ένωσης με την οποία δεν είχε καλές σχέσεις.
Οι διάδραση ΗΠΑ και ΕΕ, αναβαθμίστηκε και θεσμοθετήθηκε με τη δημιουργία του διατλαντικού νομοθετικού διαλόγου (TLD) το 1999, όπου επιτρέπει σε βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και σε μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, να συνέρχονται σε εξαμηνιαίες κοινοβουλευτικές συναντήσεις (IPM), που διεξάγονται εναλλάξ σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Οι συνεδριάσεις αυτές θεωρούνται εποικοδομητικές, καθώς οι συμμετέχοντες ανταλλάσσουν απόψεις σχετικά με βασικά πολιτικά ζητήματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος, όπως η εμπορική και οικονομική συνεργασία.
Ωστόσο, οι πρόσφατες «μάχες» για το εμπόριο μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, ξεκινούν τουλάχιστον επί διακυβέρνησης Ομπάμα. Εκείνη την εποχή, προσπάθησαν να παρακάμψουν ένα αξεπέραστο αδιέξοδο στις παγκόσμιες συνομιλίες υπό την αιγίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ενώ στις αρχές του 2013, ξεκίνησαν τη φιλόδοξη διμερή πρωτοβουλία, γνωστή ως Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP).
Η TTIP, δεν στόχευε μόνο στην ενίσχυση των διατλαντικών εμπορικών δεσμών, αλλά και στην ενθάρρυνση μεγαλυτέρων ξένων άμεσων επενδύσεων. Όμως, «πιάστηκε στα δίχτυα» σοβαρών πολιτικών εξελίξεων και αποδείχτηκε τελικά ένα φιάσκο. Οι αποκαλύψεις το 2013 ότι οι ΗΠΑ κατασκοπεύουν τη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ, είχαν καταστροφικές συνέπειες για τις σχέσεις των ΗΠΑ με τη Γερμανία, έναν απαραίτητο εταίρο.
Παράλληλα, η TTIP, οδήγησε εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές να κατακλείσουν τους δρόμους του Βερολίνου και άλλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών, προκαλώντας φόβους ότι γιγάντιες αμερικανικές εταιρείες θα χρησιμοποιήσουν τη συμφωνία κατά των συμφερόντων της ΕΕ, ενώ, όλα αυτά επιδεινώθηκαν με την πολιτική του Τραμπ, «Πρώτα η Αμερική».
Ο Τραμπ χρησιμοποίησε την ίδια πολιτική για να απειλήσει ακόμη και τις BMW, Mercedes-Benz και Volkswagen με δασμούς δισεκατομμυρίων δολαρίων, επικαλούμενος εικαζόμενες ανησυχίες εθνικής ασφάλειας, μια κίνηση που προκάλεσε την αντίδραση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος έσπευσε στην Ουάσινγκτον, προκείμενου να διαπραγματευτεί.
Η ΕΕ υποσχέθηκε να αγοράσει περισσότερη αμερικανική σόγια και υγροποιημένο φυσικό αέριο, μια «πύρρειος νίκη» για τον Τραμπ, καθώς δεν κατάφερε τελικά να συνεννοηθεί με το Κογκρέσο, ώστε να πάρει την άδεια να διαπραγματευτεί για τους περιορισμούς στις εξαγωγές αμερικανικών αγροτικών προϊόντων στην ΕΕ, αλλά και άλλα σημαντικά ζητήματα.
«Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες;»
Πολλοί διατείνονται ότι η ήττα του Τραμπ, πρόσφερε ένα νέο ξεκίνημα, ενώ οι Βρυξέλλες προσπάθησαν γρήγορα να επωφεληθούν από την προεκλογική δέσμευση του Τζο Μπάιντεν για «συνεργασία με συμμάχους».
Και ενώ στις αρχές Δεκεμβρίου, η ΕΕ πρότεινε ένα νέο και λεπτομερές σχέδιο για τη διατλαντική εμπορική και τεχνολογική συνεργασία, αργότερα τον ίδιο μήνα, εξέπληξε τον κόσμο, ανακοινώνοντας διμερή επενδυτική συμφωνία με το Πεκίνο. Εξάλλου, η Κίνα αποτελεί μια ιδιαίτερα ισχυρή πολιτική δύναμη στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Παρ’ όλα αυτά, η ΕΕ ελπίζει ότι το νέο Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας ΕΕ- ΗΠΑ, θα δημιουργήσει ένα ποιο πρόσφορο έδαφος υπό την προεδρία Μπάιντεν, ώστε εκτός άλλων, να επιλυθούν οι διμερείς φραγμοί στο εμπόριο.
Η ΕΕ, προτίθεται να καθιερώσει ειδικό διάλογο με τις ΗΠΑ σχετικά με την ευθύνη των πλατφορμών και των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας, να συνεργαστεί για μια δίκαιη φορολόγηση και να αναπτύξει μια κοινή προσέγγιση για την προστασία των τεχνολογιών ζωτικής σημασίας.
Επιπλέον, ο Μπάιντεν παίρνει τα εύσημα για την επιλογή της Τζάνετ Γέλεν στη θέση της υπουργού Οικονομικών, η οποία τονίζει ότι είναι σημαντικό να επιτευχθεί μια συμφωνία για την αναδιοργάνωση του παγκόσμιου συστήματος εταιρικής φορολογίας, έτσι ώστε οι μεγάλες εταιρείες να πληρώνουν ένα δίκαιο ποσοστό φόρου και να αποκατασταθεί η ισότητα μεταξύ εργατικής και μεσαίας τάξης.
Η ΕΕ έχει επίσης επανειλημμένα γνωστοποιήσει στις ΗΠΑ, ότι είναι πρόθυμη να συνεργαστεί για μια δίκαιη και ισορροπημένη λύση στον κλάδο των αεροσκαφών, καθώς κατά την άποψη της, η αμοιβαία επιβολή κυρώσεων, θα επιφέρει μόνο ζημία στις επιχειρήσεις και τους πολίτες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
«Με την κυβέρνηση Μπάιντεν, έχουμε καταφέρει να λήξουμε τη διαμάχη Boeing και Airbus. Και τώρα εργαζόμαστε εντατικά για να λύσουμε τη διαμάχη που άφησε η 'εποχή Τραμπ', η οποία αφορά στους δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο», δήλωσε πρόσφατα ο αρμόδιος για το εμπόριο της ΕΕ, Βάλντις Ντομπρόβσκις.
Η εμμονή των ΗΠΑ με την Ασία
Το ζητούμενο είναι το TTC να μην αποτύχει. Στο Πιτσμπουργκ ο σκοπός ήταν να συζητηθούν νέες και άμεσες συνεργασίες. Δέκα ομάδες εργασίας κάλυψαν μια σειρά από σημαντικά θέματα, συμπεριλαμβανομένης της τεχνητής νοημοσύνης, του 5G και των φαρμακευτικών αλυσίδων εφοδιασμού, με στόχο ΗΠΑ και ΕΕ, να ανταγωνιστούν καλύτερα τις εταιρείες της Κίνας, της Νότιας Κορέας και της Ταϊβάν.
Όσον αφορά την τεχνητή νοημοσύνη, η Κίνα βρίσκεται προς το παρόν μπροστά στη κούρσα, καθώς ΗΠΑ και ΕΕ, απλά δεσμεύτηκαν να συνεργαστούν στην καινοτομία, διασφαλίζοντας ότι η τεχνολογία χρησιμοποιείται υπεύθυνα, με σεβασμό στις κοινές αξίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Οι εμπορικοί δεσμοί θα πρέπει επίσης να προσαρμοστούν και στην κλιματική πολιτική τώρα που η κυβέρνηση Μπάιντεν επανεντάχθηκε στη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα. Οι ΗΠΑ δεσμεύτηκαν να ασκήσουν πίεση στις χώρες να μειώσουν την εξάρτησή τους από τον άνθρακα, ενώ η Κίνα πάλι βρίσκεται ένα βήμα μπροστά, όσον αφορά τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.
Οι Βρυξέλλες από την άλλη, ζήτησαν από τα κρατη- μέλη να διοχετεύουν ένα ποσοστό της διαθέσιμης χρηματοδότησης στην οικονομία με μειγμένη χρήση άνθρακα, ενώ ο επικεφαλής για τη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής, Φρανς Τίμερμανς, δήλωσε ότι οι εκπομπές από τον τομέα των μεταφορών στην Ευρώπη, έχουν αυξητική τάση και πρέπει να ελεγχθούν.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ, ανώτεροι Αμερικανοί αξιωματούχοι ήταν τόσο προσκολλημένοι στον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, που συχνά αδιαφορούσαν για τις επισκέψεις αντιπροσωπειών της ΕΕ. Αντιθέτως, η εμπορική εκπρόσωπος του Μπάιντεν, Κάθριν Τάι, έχει δηλώσει ότι οι πολιτικοί, θα πρέπει να έχουν το χάρισμα να χειρίζονται διπλωματικά, πολλά πράγματα ταυτοχρόνως.
Η Κίνα παρευρέθηκε φυσικά στο Πίτσμπουργκ προκατειλημμένη και όχι άδικα, καθώς η κοινή δήλωση 6.000 λέξεων που κυκλοφόρησε μετά το TTC, αφορούσε σε μεγάλο βαθμό την Κίνα, αλλά δεν ανέφερε τη χώρα ούτε μία φορά. Οι Βρυξέλλες ανησυχούσαν ότι το συμβούλιο θα μετατραπεί σε μια άκαρπη άσκηση των ΗΠΑ κατά της Κίνας και θα οδηγούσε σε λάθος μονοπάτια, ενώ η Ουάσιγκτον φοβόταν ότι η ΕΕ θα εξακολουθήσει να αρνείται να αντιμετωπίσει σοβαρά την απειλή της Κίνας.
Μακροχρόνια δέσμευση
Το σίγουρο είναι ότι ΗΠΑ και ΕΕ δεν ταυτίζονται πάντα στις απόψεις τους. Πρόσφατα, ο χειρισμός της κατάστασης στο Αφγανιστάν, οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί λόγω της πανδημίας, ο αγωγός Nord Stream 2, και η συμφωνία AUKUS, δεν έχουν βρει πολλούς υποστηρικτές στην ΕΕ και αυτά είναι θέματα που χρίζουν άμεσης επίλυσης.
Σε κάθε περίπτωση, η στενή συνεργασία και οι στρατηγικές σχέσεις μεταξύ των κρατών- μελών της ΕΕ και των ΗΠΑ, βασίζονται στην κοινή ιστορία και σε ένα κοινό σύνολο δημοκρατικών αξιών, ενώ η επίλυση των θεμάτων και η ομαλοποίηση των σχέσεων, είναι καίριας σημασίας για την ευημερία των εταίρων.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι σχεδόν οι μισοί είναι Αμερικανοί όπου η εργασία τους σχετίζεται είτε άμεσα είτε έμμεσα με εταιρείες της ΕΕ, ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές εταιρείες που λειτουργούν στην επικράτεια του άλλου εταίρου, παρέχουν εργασία σε πάνω από 14 εκατομμύρια άτομα.
Παρόλο λοιπόν που υπάρχουν διαφορές, υπάρχει ταυτόχρονα και η επιτακτική ανάγκη για ένα κοινό μέτωπο, ώστε να μην καταρρεύσει το οικοδόμημα, ζωτικής πια σημασίας, που με τόσο κόπο χτίζονταν, επί σειρά ετών, μεταξύ των εταίρων.