Η Τανζανία έχει χάσει τα δύο τρίτα του πληθυσμού ελεφάντων της μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια, καθώς η ζήτηση ελεφαντόδοντου από την Κίνα οδηγεί στρατούς από λαθροκυνηγούς, οπλισμένους με καραμπίνες και αλυσοπρίονα, στα καταφύγια των απειλουμένων ζώων.
«Δεν έχω δει ποτέ κάτι παρόμοιο, υπήρχαν πτώματα ελεφάντων παντού, από τρία έως επτά ζώα μαζί», δήλωσε ο Χάουαρντ Φρέντερικ, επικεφαλής μίας ομάδας που πραγματοποίησε απογραφή του πληθυσμού των ελεφάντων στη χώρα το 2013 και το 2014.
Η κατακόρυφη άνοδος της λαθροθηρίας ξεκίνησε το 2010 και έφτασε το χειρότερο σημείο της μετά το 2012, σύμφωνα με τους υπευθύνους του φυσικού καταφυγίου Σέλους, ενός εθνικού πάρκου με διπλάσια έκταση από το Βέλγιο.
Το Σέλους έχει ανακηρυχθεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO και διατηρεί τη φήμη της παγκόσμιας πρωτεύουσας ελεφάντων. Το πάρκο έχει έσοδα 9 εκατομμυρίων δολαρίων ετησίως από επισκέπτες, αλλά η κυβέρνηση επιστρέφει μόνο το 20 τοις εκατό για τη χρηματοδότηση της διαχείρισής του.
Οι φύλακες του πάρκου δε διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα για να αντιμετωπίσουν τους πολυάριθμους, βαριά οπλισμένους και καλύτερα εξοπλισμένους λαθροκυνηγούς, οι οποίοι οργανώνονται από εγκληματικές οργανώσεις με έδρα το Νταρ ες Σαλάμ.
Το 1976 η Τανζανία διέθετε 316.000 ελέφαντες, 109.000 εκ των οποίων βρίσκονταν στο Σέλους. Το 2013 στο πάρκο είχαν απομείνει μόλις 13.084. Μέσα σε ένα χρόνο, από το 2013 στο 2014, ο πληθυσμός αυτός μειώθηκε στους περίπου 8.200. Κάποιους μήνες μάλιστα τα θύματα των λαθροκυνηγών ήταν περισσότερα από 1.000.
Η διεθνής κοινότητα και οι περιβαλλοντικές οργανώσεις κατηγορούν την κυβέρνηση της Τανζανίας για διαφθορά και επίδειξη ανοχής στη δράση των λαθροκυνηγών, και καλούν για τη θέσπιση νέων μέτρων για την προστασία των ελεφάντων, όπως στρατιωτική παρουσία στα εθνικά πάρκα, αυστηρότερες ποινές στους λαθροκυνηγούς και την παύση των πολιτικών διορισμών στη διεύθυνση των καταφυγίων.