Η Σουηδία έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό αποτελεσματικότητας στη διαχείριση απορριμμάτων που πλέον εισάγει σκουπίδια από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.
Ο μέσος κάτοικος της Σουηδίας παράγει την ίδια ποσότητα απορριμμάτων με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, περίπου 461 κιλά το χρόνο, όμως μόλις το ένα τοις εκατό αυτής της ποσότητας καταλήγει στους χώρους υγειονομικής ταφής, χάρις στο πρωτοποριακό σύστημα ανακύκλωσης της χώρας.
Ο πρωταρχικός στόχος των Σουηδών υπευθύνων είναι η γενική μείωση των απορριμμάτων και η αύξηση του ποσοστού ανακύκλωσης, όμως παράλληλα η μισή ποσότητα του συνολικού όγκου σκουπιδιών αναλώνεται σε καύσεις για την παραγωγή ενέργειας.
Η χώρα διαθέτει 32 σταθμούς όπου τα διάφορα απόβλητα αποτεφρώνονται για την παραγωγή ατμού, ο οποίος με τη σειρά του χρησιμοποιείται σε γεννήτριες στροβίλων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Οι σταθμοί αυτοί προμηθεύουν σχεδόν ένα εκατομμύρια σπίτια στη Σουηδία με θέρμανση, και περίπου 260.000 με ηλεκτρισμό.
Η διαδικασία αυτή μειώνει σημαντικά την ποσότητα απορριμμάτων που καταλήγουν στις χωματερές, ενώ παράλληλα μειώνει την εξάρτηση της χώρας στα ορυκτά καύσιμα.
«Ένα αξιομνημόνευτο στατιστικό είναι ότι τρεις τόνοι απορριμμάτων περιέχουν την ίδια ενέργεια με ένα τόνο μαζούτ», δήλωσε ο Γκόραν Σκόγκλουντ, εκπρόσωπος μίας εκ των μεγαλύτερων ενεργειακών εταιρειών της Σουηδίας.
Κάθε χρόνο, περισσότεροι από δύο εκατομμύρια τόνοι σκουπιδιών αποτεφρώνονται στη σκανδιναβική χώρα, γεγονός που σημαίνει ότι παράγεται το ισοδύναμο 670.000 τόνων μαζούτ.
Η Σουηδία πλέον αγοράζει απορρίμματα και απόβλητα από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία, τη Νορβηγία και την Ιρλανδία, προκειμένου να καλύψει τη ζήτηση των σταθμών αποτέφρωσης.
Ωστόσο η τακτική της καύσης των σκουπιδιών δέχεται κριτική για την απελευθέρωση τοξινών στην ατμόσφαιρα, αν και η σουηδική κυβέρνηση έχει θέσει αυστηρά κριτήρια για τη μείωση των επικίνδυνων εκπομπών και ισχυρίζεται πως η συγκέντρωση αερομεταφερόμενων διοξινών που προκύπτει είναι ιδιαίτερα χαμηλή.