Στη δημιουργία βλαστικών κυττάρων εμβρυικού τύπου από σωματικά κύτταρα ενηλίκων, με τη μέθοδο της κλωνοποίησης, προχώρησε μια αμερικανική επιστημονική ομάδα.
Στη συνέχεια, τα βλαστικά κύτταρα μετατράπηκαν σε κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μελλοντικά σε διαβητικούς, στους οποίους αυτά τα ζωτικά κύτταρα δεν λειτουργούν.
Το επίτευγμα ενισχύει τις προσπάθειες της αναγεννητικής ιατρικής για τη δημιουργία νέων κυττάρων και ιστών, τα οποία θα προέρχονται από τα κύτταρα κάθε ξεχωριστού ασθενούς.
Στο μέλλον, ενδέχεται να υπάρξουν για κάθε άνθρωπο «τράπεζες» βλαστοκυττάρων, από όπου θα λαμβάνονται εξειδικευμένα κύτταρα για τη θεραπεία διαφόρων παθήσεών του.
Η μέθοδος γεννά ελπίδες και για τη θεραπεία των νευροεκφυλιστικών παθήσεων (Αλτσχάιμερ, Πάρκινσον, σκλήρυνση κατά πλάκας κ.α.) μέσω βλαστικών κυττάρων τα οποία θα αναγεννούν τους κατεστραμμένους νευρώνες, ωστόσο οι ειδικοί επισημαίνουν ότι, θα χρειαστούν ακόμη αρκετά χρόνια ερευνών, έως ότου τέτοια κλωνοποιημένα κύτταρα δοκιμαστούν σε ανθρώπους για θεραπείες.
Η πρώτη φορά που επετεύχθη δημιουργία βλαστικών κυττάρων από την κλωνοποίηση κυττάρων ανθρωπίνων εμβρύων και μωρών ήταν πέρυσι τον Μάιο, από τον αναπαραγωγικό βιολόγο Σουκράτ Μουταλίποφ του Πανεπιστημίου Υγείας και Επιστήμης του Όρεγκον.
Στις 17 Απριλίου φέτος, μια κορεατική ερευνητική ομάδα ανακοίνωσε ότι κλωνοποίησε εμβρυικά βλαστικά κύτταρα χρησιμοποιώντας πυρήνες δερματικών κυττάρων από δύο υγιείς άνδρες ηλικίας 35 και 75 ετών, αποδεικνύοντας έτσι ότι η ίδια τεχνική είναι δυνατό να εφαρμοστεί και με κύτταρα ενηλίκων.
Τώρα, για πρώτη φορά, μια ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον Ντίτερ Έγκλι του ερευνητικού ινστιτούτου Stem Cell Foundation της Νέας Υόρκης και τον Μαρκ Σάουερ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κολούμπια, κλωνοποίησαν βλαστικά κύτταρα που περιείχαν τον πυρήνα δερματικών κυττάρων (και άρα το DNA) μιας 32χρονης γυναίκας, που είχε διαβήτη τύπου 1 από την ηλικία των δέκα ετών, ενώ στη συνέχεια, οι ερευνητές πέτυχαν να εξειδικεύσουν αυτά τα βλαστικά κύτταρα, ώστε να εξελιχθούν σε κύτταρα παραγωγής ινσουλίνης.
Και στις τρεις περιπτώσεις, οι ερευνητικές ομάδες αξιοποίησαν μια βελτιωμένη εκδοχή της μεθόδου της «μεταφοράς πυρήνα σωματικού κυττάρου» κατά την οποία ο πυρήνας ενός κυττάρου του δότη τοποθετείται σε ένα μη γονιμοποιημένο ωάριο από το οποίο έχει εξαχθεί ο πυρήνας, με αποτέλεσμα τον επαναπρογραμματισμό του κυττάρου σε εμβρυική κατάσταση, από όπου μετά είναι εφικτή η δημιουργία επιμέρους ειδών κυττάρων.
Η τεχνική αυτή της δημιουργίας βλαστικών κυττάρων μέσω κλωνοποίησης «ανταγωνίζεται» ως δυνητική θεραπευτική μέθοδος την εναλλακτική τεχνική της δημιουργίας πολυδύναμων κυττάρων μέσω της προσθήκης γονιδίων σε ενήλικα σωματικά κύτταρα, ώστε αυτά να αναπρογραμματιστούν και να επιστρέψουν σε μια εμβρυικού τύπου κατάσταση.
Αρκετοί ειδικοί θεωρούν καλύτερη και ασφαλέστερη την πρώτη μέθοδο, επειδή τα βλαστικά κύτταρα τα οποία προέρχονται από την κλωνοποίηση ενηλίκων κυττάρων, κινδυνεύουν λιγότερο να απορριφθούν από το σώμα του ασθενούς, όταν μεταμοσχευθούν σε αυτόν, ενώ δεν απειλούνται με καρκίνο όπως στην περίπτωση του γονιδιακού αναπρογραμματισμού.
Ωστόσο, η τεχνική της κλωνοποίησης είναι ακριβή, τεχνικά δύσκολη και ηθικά επίμαχη, εφόσον γίνεται χρήση εμβρυικών κυττάρων, ενώ προς το παρόν, παραμένει ασαφές ποια μέθοδος θα αποδειχτεί καλύτερη από θεραπευτικής πλευράς, με τους επιστήμονες να σχεδιάζουν τη σύγκριση στην πράξη των δύο διαφορετικών είδων βλαστικών κυττάρων, που θα προέρχονται από τον ίδιο άνθρωπο.
Η πρόοδος πάντως αναμένεται μάλλον αργή, λόγω των δισταγμών που γεννά ακόμη η έννοια της κλωνοποίησης, καθώς δεν έχουν πάψει οι φόβοι ότι τελικά θα ανοίξει ο δρόμος για την κανονική κλωνοποίηση ενός ανθρώπινου μωρού.
Πηγή: ΑΜΠΕ