Την εκτίμηση ότι επαρκεί το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για τον ρατσισμό, εκφράζει η Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή (ΚΕΝΕ) στην έκθεσή της για το νομοσχέδιο Ρουπακιώτη.
Η έκθεση δόθηκε στη δημοσιότητα από τη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης και φαίνεται ότι εντοπίζει αντισυνταγματικές διατάξεις, ενώ κάνει λόγο και για αόριστες αναφορές μέσα στο κείμενο του νομοσχεδίου.
«Η Επιτροπή έχει τη γνώμη ότι το υπάρχον νομικό πλαίσιο με επάρκεια αντιμετωπίζει τα περισσότερα από τα θέματα του υπό επεξεργασία σχεδίου νόμου», αναφέρεται και προστίθεται ότι «ο νόμος 927/79 όπως ισχύει αποτελεί ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο ποινικού κολασμού πράξεων ή ενεργειών που μπορεί να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος η βία, αντιμετωπίζοντας επίσης και τη συμμετοχή σε οργανώσεις που επιδιώκουν σκοπούν που οδηγούν σε φυλετικές διακρίσεις».
Η ΚΕΝΕ εκτιμά ότι το μόνο που χρειάζεται είναι μικρές προσθήκες στον ν. 27/1979.
Σε άλλο σημείο η ΚΕΝΕ τονίζει ότι «η καταρχήν απόλυτη απαγόρευση της με οποιονδήποτε τρόπο έκφρασης ρατσιστικών και ξενοφοβικών ιδεών καθεαυτήν δεν είναι συνταγματικά ανεκτή».
Σε άλλο σημείο αναφέρει χαρακτηριστικά, σε ό,τι αφορά το νομοσχέδιο του κ. Ρουπακιώτη ότι «η ποινικοποίηση της διαλαμβανομένης συμπεριφοράς με εκφορά ρατσιστικού και ξενοφοβικού λόγου με τη συγκεκριμένη και σε πολλά σημεία αόριστη διατύπωση του κειμένου του σχεδίου νόμου, σύμφωνα με όσα εκτίθενται πρέπει να θεωρηθεί ότι βρίσκεται εκτός του προστατευτικού πεδίου της συνταγματικής τάξης.»
Ακόμα, στις παρατηρήσεις της η ΚΕ.Ν.Ε. αποφαίνεται ότι, πρέπει να υπάρξει αποσαφήνιση ορισμένων διατάξεων και εξειδίκευση εννοιών.
Ειδικότερα, αναφέρει η ΚΕ.Ν.Ε στην γνωμοδότηση της:
«Υπάρχουν αόριστες έννοιες όπως π.χ. «παροτρύνει, προκαλεί ή διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή μίσος..», «κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται με βάση τη θρησκεία», οι οποίες πρέπει είτε με συγκεκριμένους χωριστούς ορισμούς ή στο ίδιο περιεχόμενο των διατάξεων να αποσαφηνισθούν και να εξειδικευθούν ή να αντικατασταθούν ώστε να μην ελλοχεύει κάθε φορά ο κίνδυνος να παρερμηνευτούν και να εφαρμοσθούν σε περιπτώσεις που δεν ήταν στους σκοπούς ούτε της Απόφασης ούτε του εσωτερικού νομοθέτη».
Η ΚΕ.Ν.Ε τονίζει ακόμη την ανάγκη «ιδιαίτερης προσοχής η περίπτωση επιβολής κυρώσεων» σε ό,τι αφορά την ευθύνη νομικών προσώπων ή ενώσεων προσώπων.
Έντονη δυσφορία στο ΠΑΣΟΚ
Η δημοσιοποίηση του πρακτικού της ΚΕΝΕ προκάλεσε έντονη δυσφορία στο ΠΑΣΟΚ, που σε ανακοίνωσή του σημειώνει ότι «κακή υπηρεσία προσφέρει στην κυβέρνηση και την αναγκαία συνεννόηση των κυβερνητικών εταίρων όποιος είχε την έμπνευση να επισπευσθεί η διατύπωση και άμεση δημοσιοποίηση του πρακτικού της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής (ΚΕΝΕ) για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, λίγες μόνον ώρες πριν από τη συνάντηση των τριών πολιτικών αρχηγών σήμερα το απόγευμα».
Το ΠΑΣΟΚ επισημαίνει πως κατόπιν αυτού είναι επιβεβλημένες οι ακόλουθες επισημάνσεις:
1. «Η ΚΕΝΕ δεν είναι επιτροπή της Βουλής ή ανεξάρτητη αρχή, αλλά βοηθητικό όργανο της κυβέρνησης.
2. Αρμοδιότητα της ΚΕΝΕ δεν είναι η αξιολόγηση της σκοπιμότητας των νομοθετικών πρωτοβουλιών της Κυβέρνησης, αλλά η νομοτεχνική επεξεργασία των σχεδίων νόμου.
3. Η κυβερνητική πολιτική, βασική παράμετρος της οποίας είναι η νομοθετική πολιτική, δεν διαμορφώνεται από βοηθητικού χαρακτήρα επιτροπές, αλλά από την ίδια την Κυβέρνηση ως πολιτικό όργανο και από τα κόμματα που συγκροτούν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, από την εμπιστοσύνη της οποίας εξαρτάται η ύπαρξη της Κυβέρνησης.
4. Το πρακτικό υπ’ αριθμόν 1153/17-10-2011 της ΚΕΝΕ, υπό την τότε σύνθεσή της, επεξεργάστηκε το αρχικό σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης και προέβη σε νομοτεχνικού χαρακτήρα επισημάνσεις. Η σύγκριση των δύο πρακτικών, του σημερινού και αυτού του 2011, δείχνει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να λειτουργεί η ΚΕΝΕ και ποιο είναι το πλαίσιο της αρμοδιότητάς της.
5. Αντίστοιχου περιεχομένου με το πρακτικό της ΚΕΝΕ του 2011 είναι και η έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής για το αρχικό νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης που υποβλήθηκε στις 13-1-2012».
«Τα υπόλοιπα στη συνάντηση των τριών αρχηγών» καταλήγει η ανακοίνωση.
Ισχυροί τριγμοί και σύσκεψη πολιτικών αρχηγών
Το ζήτημα του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου έχει προκαλέσει ισχυρούς τριγμούς στην τρικομματική κυβέρνηση, με τη ΝΔ να θεωρεί το ισχύον πλαίσιο είναι επαρκές και να δέχεται απλώς βελτιώσεις σε αυτό, και το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ από την άλλη να επιμένουν στην ανάγκη άμεσης κατάθεσης του νομοσχεδίου Ρουπακιώτη στη Βουλή.
Μετά τις συνεχιζόμενες εμπλοκές, το θέμα του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου παραπέμφθηκε στην αποψινή σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών που στηρίζουν την κυβέρνηση.
Έτσι, στις 18.00, Αντώνης Σαμαράς, Ευάγγελος Βενιζέλος και Φώτης Κουβέλης θα αναζητήσουν συμβιβαστική λύση.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Πρωθυπουργός θα επιμείνει κατά τη διάρκεια της σημερινής σύσκεψης στη ματαίωση της κατάθεσης του νομοσχεδίου, προτείνοντας ωστόσο στους κυβερνητικούς εταίρους το ενδεχόμενο ενός συμβιβασμού που θα περιλαμβάνει την κωδικοποίηση της υπάρχουσας νομοθεσίας με ορισμένες προσθήκες στοιχείων του νομοσχεδίου Ρουπακιώτη.
Εν όψει της συνάντησης, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ συναντήθηκε με τον υπουργό Δικαιοσύνης Αντώνη Ρουπακιώτη.
Ο κ. Βενιζέλος, σήκωσε το Σάββατο τους τόνους, θέτοντας και θέμα συνολικής αξιολόγησης της λειτουργίας της κυβέρνησης. Επιτέθηκε τόσο στη Ν.Δ., την οποία κατηγόρησε πως «νομίζει ότι η κυβέρνηση είναι μονοκομματική», όσο και στη ΔΗΜΑΡ, υποστηρίζοντας πως «θέλει να μετέχει στη νομή της εξουσίας, αποφεύγοντας τις πιο δύσκολες στιγμές τα βάρη των αποφάσεων».
Από πλευράς ΔΗΜΑΡ, ο εκπρόσωπος του κόμματος Ανδρέας Παπαδόπουλος στην ανάγκη του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, τονίζοντας πως ο νόμος του 1979 δεν αρκεί.
Μιλώντας στο ρ/σ Real FM, ο κ. Παπαδόπουλος, εν όψει της συνάντησης των πολιτικών αρχηγών για το θέμα, είπε πως οι κύριοι Σαμαράς, Βενιζέλος και Κουβέλης έχουν συμφωνήσει να προχωρήσει το νομοσχέδιο, προσθέτοντας πως «εμείς σε αυτή τη λογική θα επιμείνουμε».
Υποστήριξε πως το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο δεν αρκεί: «Εμάς αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να περάσει αυτό το νομοσχέδιο, να γίνει νόμος του κράτους. Δεν αρκεί ο νόμος του 1979, είναι εντελώς διαφορετικές συνθήκες τότε και εντελώς τώρα που έχουμε πολύ μεγάλη έξαρση ρατσιστικών φαινομένων και συμπεριφορών».
«Πρέπει να προωθηθεί το νομοσχέδιο και τούτο ανεξάρτητα από το τι θα έχει ως αποτέλσμα η διαβούλευση που ούτως ή άλλως πρέπει να γίνει στο επίπεδο της Βουλής. Το νομοθέτημα αυτό δεν καλύπτεται από την υπάρχουσα νομοθεσία, όπως εσφαλμένα υποστηρίζουν κάποιοι. Είναι υποχρέωση της χώρας μας έναντι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και πρέπει να προωθηθεί», είχε δηλώσει από την πλευρά του ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Φώτης Κουβέλης.
ΣΥΡΙΖΑ: Στρατηγική προσεταιρισμού της Χρυσής Αυγής
Την ίδια ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ επιτίθεται με δριμύτητα στην κυβέρνηση, και κυρίως στη ΝΔ.
«Με τον Πρωθυπουργό να αναλαμβάνει προσωπικά τον ενταφιασμό του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου στο πλαίσιο της στρατηγικής προσεταιρισμού της Χρυσής Αυγής, οι υπόλοιποι κυβερνητικοί εταίροι καλούνται να δείξουν αν επιλέγουν για τον εαυτό τους το ρόλο του άβουλου μνημονιακού δορυφόρου» σημειώνει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως λέει, «σε μια αντιπαράθεση για τη δημοκρατία και την υπεράσπισή της, δεν χωρούν ελιγμοί τακτικής φύσης» και τονίζει πως «ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ πρέπει τώρα να δείξουν αν εννοούσαν αυτά που έλεγαν τόσο καιρό».
«Είναι παραπάνω από προφανές ότι η κυβέρνηση εμφανίζεται ανίκανη όχι μόνο να απαντήσει στην άνοδο της ρατσιστικής βίας, αλλά κυρίως στα κοινωνικά ερείπια του μνημονίου, παρά τις κενές περιεχομένου και ουσίας τεχνητές ενέσεις αισιοδοξίας» σημειώνει μεταξύ άλλων η αξιωματική αντιπολίτευση.