Τις θέσεις του για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, παρουσιάζει το ΠΑΣΟΚ, με τη μορφή ερωταπαντήσεων, απορρίπτοντας τις αιτιάσεις της ΝΔ και τονίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι υπάρχει ανάγκη για ειδικό νομοθέτημα και πως οι ισχυρισμοί ότι το υφιστάμενο πλαίσιο καλύπτει το 90% του προτεινόμενου νομοσχεδίου δεν είναι αληθείς.
Τονίζει ακόμη ότι οι ποινικού περιεχομένου διατάξεις του νομοσχεδίου δεν έχουν ως αποδέκτη κανένα κόμμα, απορρίπτοντας τα περί στοχοποίησης της Χρυσής Αυγής.
Σε ό,τι αφορά την κριτική για περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου, υποστηρίζει ότι «οι περιορισμοί που τίθενται είναι επιτρεπτοί από την άποψη των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως έχει αποδεχτεί και η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, η Εθνική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αλλά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κρίνοντας νομοθεσίες όπως η γαλλική που είναι πολύ πιο αυστηρές από τη δική μας».
Απαντώντας στους ισχυρισμούς του ΚΚΕ ότι το νομοσχέδιο «ενσωματώνει απόφαση της ΕΕ που αποτελεί προπομπό για κατασταλτικά μέτρα ενάντια στους πιο συνεπείς αντίπαλους της φασιστικής και ρατσιστικής ιδεολογίας», σημειώνει ότι το θέμα αφορά μόνο την καταπολέμηση εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας όπως αναφέρει και ο τίτλος του νομοσχεδίου και αυτό είναι το αντικείμενο και της απόφασης – πλαίσιο της Ε.Ε..
«Σε κάθε περίπτωση», υπογραμμίζει το ΠΑΣΟΚ, »δεν ποινικοποιούνται ιδεολογίες, ακόμα και οι πιο ακραίες ή αντισυστημικές ούτε και οι πιο αποκρουστικές. Ποινικοποιείται η προτροπή σε βιαιοπραγίες ή μίσος με ρατσιστικό περιεχόμενο, συμπεριφορά παρεμφερής με τη διέγερση, την πρόκληση και την προσφορά σε τέλεση εγκλήματος».
Αναλυτικά οι ερωτήσεις - απαντήσεις:
1. Υπάρχει ανάγκη για ένα ειδικό αντιρατσιστικό νομοθέτημα;
Αναμφισβήτητα ναι. Η προστασία της ζωής, της τιμής, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας οποιουδήποτε ανθρώπου είναι συνταγματική υποχρέωση του κράτους. Αυτή η υποχρέωση υπαγορεύει, όταν είναι αναγκαίο, την υιοθέτηση και εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων και πολιτικών, ενδεχομένως και στον τομέα του ποινικού δικαίου. Στην Ελλάδα παρατηρείται το τελευταίο διάστημα ραγδαία αύξηση βίαιων εγκλημάτων που έχουν ρατσιστικά κίνητρα. Αυτές οι βίαιες συμπεριφορές πρέπει να αντιμετωπιστούν με τις κατάλληλες αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις. Ανάλογες κυρώσεις πρέπει επίσης να προβλέπονται και για όσους δηλητηριάζουν με το δημόσιο ρατσιστικό λόγο τους την κοινωνική συμβίωση σε βαθμό τόσο σοβαρό, ώστε να εγκυμονείται άμεσος κίνδυνος για τη δημόσια τάξη και τα έννομα αγαθά των συνανθρώπων μας, όπως η ζωή, η τιμή και η περιουσία τους.
Το νομοσχέδιο καλύπτει επίσης την υποχρέωση της χώρας να συντονίσουμε το βήμα μας με τη νομοθεσία της ΕΕ, η οποία έχει ως αντικείμενο την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου, σύμφωνα με την Απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της ΕΕ της 28ης Νοεμβρίου 2008 της οποίας η προθεσμία ενσωμάτωσης (Νοέμβριος 2010) έχει ξεπεραστεί εδώ και δυόμισι χρόνια, θέμα για το οποίο έχουμε δεχτεί επανειλημμένες οχλήσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ταυτόχρονα, απαντά και στην ανάγκη να βελτιώσουμε την ισχύουσα αντιρατσιστική νομοθεσία, η οποία έχει ως θεμέλιο επίσης την υποχρέωση ποινικοποίησης των σχετικών συμπεριφορών που προβλέπεται στην από 7 Μαρτίου 1966 Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ «περί καταργήσεως πάσης μορφής φυλετικών διακρίσεων», η οποία έχει κυρωθεί από τη χώρα μας ήδη με το Ν.Δ. 494/1970.
2. Θίγουν οι διατάξεις του νομοσχεδίου την ελευθερία του λόγου;
Καθένας είναι και παραμένει ελεύθερος να πιστεύει και να αισθάνεται ό,τι θέλει, ακόμη και να μισεί οποιονδήποτε θέλει, για οποιονδήποτε λόγο. Αυτό που απαγορεύεται με το νόμο αυτό είναι η δημόσια προτροπή σε βιαιοπραγίες ή η πρόκληση μίσους, σε βάρος άλλων συναθρώπων μας και λόγω της διαφορετικής τους φυλής, χρώματος, θρησκείας, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής ή σεξουαλικού προσανατολισμού τους. Οι περιορισμοί που τίθενται στην ελευθερία του λόγου είναι επιτρεπτοί από την άποψη των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως έχει αποδεχτεί και η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, η Εθνική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αλλά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κρίνοντας νομοθεσίες όπως η γαλλική που είναι πολύ πιο αυστηρές από τη δική μας. Αποσκοπούν στην προστασία της ειρηνικής κοινωνικής συμβίωσης μέσα σε μία δημοκρατική κοινωνία, από συμπεριφορές που απειλούν άμεσα τα δικαιώματα, ιδίως των αδυνάτων και ευάλωτων συμπολιτών μας.
3. Η ποινικοποίηση της άρνησης των εγκλημάτων πολέμου, γενοκτονίας και κατά της ανθρωπότητας δεν πλήττει την ελευθερία του τύπου ή της επιστημονικής έρευνας;
Κατά κανένα τρόπο. Οποιοσδήποτε πολίτης και ερευνητής έχει δικαίωμα να έχει και να δημοσιοποιεί την άποψή του για τέτοιες ενέργειες, ακόμη και να αρνείται ότι έλαβαν χώρα. Μόνο όταν η άρνηση ή ο μηδενισμός της σημασίας των πράξεων αυτών στρέφεται κατά ομάδας προσώπων λόγω φυλής, χρώματος, θρησκείας, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής ή σεξουαλικού προσανατολισμού τους και επιπλέον γίνεται κατά τρόπο που μπορεί να διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή μίσος, επιβάλλεται ποινική κύρωση.
4. Το νομοσχέδιο έχει στόχο ή ηρωποιεί τη Χρυσή Αυγή;
Οι ποινικού περιεχομένου διατάξεις του νομοσχεδίου, όπως άλλωστε και όλη η ποινική μας νομοθεσία, δεν έχουν ως αποδέκτη κανένα κόμμα, ή άλλη ένωση προσώπων ή νομικό πρόσωπο, αλλά μόνο φυσικά πρόσωπα. Εάν, ωστόσο, τα φυσικά αυτά πρόσωπα, υποπέσουν σε εγκλήματα που επισύρουν ως παρεπόμενη κύρωση τη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, τότε, εφόσον η κύρωση αυτή επιβληθεί, τα πρόσωπα αυτά δεν θα μπορούν να συμμετέχουν σε εκλογές ή θα εκπίπτουν από τα πολιτικά τους αξιώματα, όπως συμβαίνει και σε μια πλειάδα αδικημάτων που δεν έχουν καμία σχέση με το ρατσισμό, αλλά θεωρούνται επαρκώς σοβαρά.
Κυρώσεις σε νομικά πρόσωπα μπορούν να επιβληθούν μόνο εάν οι αξιόποινες πράξεις τελέσθηκαν προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου, από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και κατέχει διευθυντική θέση σε αυτό με βάση εξουσία εκπροσώπησής του ή εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων για λογαριασμό του.
5. Έχουν βάση οι ισχυρισμοί του ΚΚΕ ότι «ενσωματώνει απόφαση της ΕΕ που αποτελεί προπομπό για κατασταλτικά μέτρα ενάντια στους πιο συνεπείς αντίπαλους της φασιστικής και ρατσιστικής ιδεολογίας»;
Προφανώς το θέμα αφορά μόνο την καταπολέμηση εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας όπως αναφέρει και ο τίτλος του νομοσχεδίου και αυτό είναι το αντικείμενο και της απόφασης – πλαίσιο της ΕΕ. Αυτά που λέει το ΚΚΕ δεν αφορούν το ΠΑΣΟΚ ούτε το υπό συζήτηση νομοσχέδιο. Σε κάθε περίπτωση, δεν ποινικοποιούνται ιδεολογίες, ακόμα και οι πιο ακραίες ή αντισυστημικές ούτε και οι πιο αποκρουστικές. Ποινικοποιείται η προτροπή σε βιαιοπραγίες ή μίσος με ρατσιστικό περιεχόμενο, συμπεριφορά παρεμφερής με τη διέγερση, την πρόκληση και την προσφορά σε τέλεση εγκλήματος. Και αυτό δεν είναι καινούριο στη χώρα μας. Υπάρχει αντιρατσιστικός νόμος που ψήφισε η Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1979, που είναι μάλιστα από κάποιες απόψεις ακόμα πιο περιοριστικός για την ελευθερία του λόγου, αφού ποινικοποιεί κάθε έκφραση που οδηγεί σε πρόκληση φυλετικού μίσους, χωρίς τις δικλείδες που περιλαμβάνουν οι ρυθμίσεις που προτείνει το ΠΑΣΟΚ. Μόνο που, όπως, εξηγείται αμέσως πιο κάτω, είναι πλέον ξεπερασμένος και ανεπαρκής.
6. Τι δεν καλύπτει η υφιστάμενη νομοθεσία; Ισχύουν τα επιχειρήματα της ΝΔ;
Ο ισχύων αντιρατσιστικός νόμος, ο Ν. 927/1979, ψηφίστηκε σε μια διαφορετική εποχή από τη σημερινή. Στη σημερινή του μορφή δεν καλύπτει παρά μόνο τις διακρίσεις λόγω φυλής, εθνικής καταγωγής και θρησκεύματος. Η απόφαση πλαίσιο της ΕΕ απαγορεύει επιπλέον τις διακρίσεις λόγω εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών και χρώματος. Η πρόταση νόμου καλύπτει αυτές τις απαιτήσεις της απόφασης πλαίσιο και παράλληλα επεκτείνει την απαγόρευση διακρίσεων και στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού.
Επίσης, η πρόταση νόμου ποινικοποιεί και την πρόκληση ή διέγερση σε πράξεις φθοράς κατά πραγμάτων που χρησιμοποιούνται κυρίως από τις παραπάνω ομάδες ή πρόσωπα, κατά τρόπο που μπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη. Επιβάλλονται έτσι κυρώσεις σε εκείνους που π.χ. επιδιώκουν την βεβήλωση μνημείων ή νεκροταφείων.
Εξάλλου, ο ν. 927/1979, στο πεδίο που καταλαμβάνει είναι πιο περιοριστικός για την ελευθερία του λόγου:
• Αφενός προβλέπει κυρώσεις για τη δημόσια έκφραση ιδεών προσβλητικών κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής τους, ακόμα και εάν δεν υπάρχει δυνατότητα διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης, κάτι που η πρόταση νόμου θέτει ως προϋπόθεση. Αυτή η προϋπόθεση συνιστά σοβαρή ασφαλιστική δικλείδα από την άποψη της διασφάλισης του πυρήνα της ελευθερίας του λόγου.
• Αφετέρου ποινικοποιεί τη συμμετοχή σε οργάνωση που επιδιώκει οργανωμένη προπαγάνδα ή δραστηριότητα κάθε μορφής που τείνουν σε φυλετικές διακρίσεις. Έτσι, όμως, είναι δυνατό να τιμωρείται η συμμετοχή στην οργάνωση ακόμα και εάν οι δράσεις της οργάνωσης δεν είναι αυτές καθ’ αυτές παράνομες (π.χ. η οργάνωση μπορεί να προπαγανδίζει τις φυλετικές διακρίσεις χωρίς να προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που να μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις). Αντίθετα, η πρόταση νόμου ποινικοποιεί τη συμμετοχή σε ένωση προσώπων που συστηματικά επιδιώκει τη διάπραξη των σχετικών αξιόποινων πράξεων.
Επίσης, η πρόταση νόμου καλύπτει την απαίτηση της απόφασης πλαίσιο για ποινικοποίηση της άρνησης των εγκλημάτων γενοκτονίας, των εγκλημάτων πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, η σχετική πράξη να στρέφεται κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό, κατά τρόπο που μπορεί να διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή μίσος κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους της.
Επομένως, η πρόταση νόμου δεν συνεπάγεται τη θέσπιση ενός ιδιώνυμου αδικήματος που αποτελεί παραβίαση της ελευθερίας του λόγου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ΝΔ. Απεναντίας, προβλέπει σοβαρές ασφαλιστικές δικλείδες για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο υπέρμετρου περιορισμού της ελευθερίας αυτής. Τέτοιες προβλέψεις λείπουν από την ισχύουσα νομοθεσία. Ίσως αυτή η έλλειψη να εξηγεί εν μέρει την αχρησία των σχετικών διατάξεων, που έτυχαν έως σήμερα ελάχιστης εφαρμογής.
Η απόφαση πλαίσιο της ΕΕ περιλαμβάνει ρυθμίσεις που δεν υπάρχουν ούτε κατά διάνοια στον ισχύοντα νόμο όπως εκείνες που θεσπίζουν την υπό όρους ευθύνη των νομικών προσώπων και προβλέπουν την επιβολή κυρώσεων σε αυτά.
Η πρόταση νόμου, ωστόσο, καλύπτει και άλλα κενά της ισχύουσας νομοθεσίας:
1. Προβλέπει συγκεκριμένο αυξημένο πλαίσιο ποινής επί συνδρομής της επιβαρυντικής περίστασης του ρατσιστικού κινήτρου, την απαγόρευση μετατροπής και αναστολής της στερητικής της ελευθερίας ποινής καθώς και την επιβολή στην περίπτωση αυτή της παρεπόμενης ποινής της αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων. Θεσπίζει έτσι τις αναγκαίες, αποτρεπτικές και ανάλογες κυρώσεις που απαιτούνται για την περιστολή του φαινομένου των ρατσιστικών εγκλημάτων.
2. Θεσπίζει ως επιβαρυντική περίσταση και ως πειθαρχικό αδίκημα την τέλεση της πράξης από δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων ή από βουλευτή ή ευρωβουλευτή, ώστε να προστατευθεί η ακεραιότητα του πολιτικού συστήματος και των δημοσίων υπηρεσιών και βεβαίως σε αναλογία με την αυξημένη επικινδυνότητα της πράξης όταν τελείται από πρόσωπα που έχουν κύρος και επιρροή λόγω του αξιώματός τους.
3. Προβλέπει κώλυμα διορισμού στο δημόσιο και τους ΟΤΑ για όσους καταδικάζονται για αδικήματα τελούμενα με ρατσιστικό κίντηρο..
4. Περιλαμβάνει πλέγμα ρυθμίσεων για την αποτελεσματική παρέμβαση της δικαιοσύνης και την εμπέδωση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας και ακρόασης: προστασία των θυμάτων μέσω της παροχής πρόσβασης σε αστυνομία και δικαιοσύνη, αυτεπάγγελτη δίωξη των εγκλημάτων, απαλλαγή από την καταβολή παραβόλου πολιτικής αγωγής, παροχή νομικής βοήθειας στα θύματα, προστασία από την απέλαση θυμάτων ή μαρτύρων περιστατικών ρατσιστικής βίας.
Οι ισχυρισμοί στελεχών της ΝΔ ότι το υφιστάμενο πλαίσιο καλύπτει το 90% του προτεινόμενου νομοσχεδίου δεν είναι επομένως αληθείς.
7. Με την προστασία των θυμάτων από απέλαση ανοίγει ο δρόμος για καταχρηστικές καταγγελίες ώστε τα υποτιθέμενα θύματα να πάρουν άδεια διαμονής;
Η απάντηση είναι απλή. Η άδεια διαμονής δίνεται από τις αρμόδιες αρχές, μετά από αίτημα του Εισαγγελέα. Δεν την παίρνουν αυτόματα οι καταγγέλλοντες.
Αν κάποιος ισχυρίζεται ότι μπορεί να διωχθεί και να καταδικαστεί η ρατσιστική βία χωρίς να υπάρχουν μάρτυρες μάλλον υπηρετεί άλλες σκοπιμότητες.
Σε κάθε περίπτωση το ΠΑΣΟΚ θέλει να επεκτείνει την προστασία από απέλαση σε όλους όσους ο εισαγγελέας κρίνει ότι είναι ουσιώδεις μάρτυρες για σοβαρά αδικήματα. Με αυτό τον τρόπο καταπολεμούμε (μαζί με τη ρατσιστική βία) και όλη τη σοβαρή εγκληματικότητα στην οποία εμπλέκονται αλλοδαποί (ως θύματα αλλά και ως θύτες).