Βρετανοί και Iρλανδοί επιστήμονες που ανέπτυσσαν θεραπείες κατά της εγκεφαλικής νόσου Κρόϊτσφελντ-Γιάκομπ (των τρελών αγελάδων), κατάφεραν απρόσμενα να μπλοκάρουν την εκδήλωση του Αλτσχάιμερ.
Οι ερευνητές δήλωσαν εντυπωσιασμένοι από την αναπάντεχη ανακάλυψη ότι δύο αντισώματα που μελετώνται σε σχέση με τη νόσο των τρελών αγελάδων, μπορούν επίσης να έχουν μεγάλη σημασία για το Αλτσχάιμερ και να οδηγήσουν στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Τζον Κόλιντζ του University College του Λονδίνου (UCL), κάνοντας πειράματα σε ποντίκια, ανακάλυψαν ότι δύο συγκεκριμένα αντισώματα (τα ICSM 18 και 35) μπλοκάρουν τις καταστροφικές συνέπειες του βήτα αμυλοειδούς, μιας τοξικής πρωτεϊνης που συσσωρεύεται στον εγκέφαλο και εμποδίζει τα εγκεφαλικά κύτταρα να επικοινωνούν μεταξύ τους, με όλες τις γνωστές συνέπειες (απώλεια μνήμης κ.ά.).
Οι Βρετανοί ερευνητές δήλωσαν ότι αν τα νέα φάρμακα με αντισώματα αποδειχτούν ασφαλή κατά της νόσου των τρελών αγελάδων, τότε θα μπορούσαν να γίνουν μελέτες για την αξιοποίησή τους και στην περίπτωση του Αλτσχάιμερ.
Οι πρώτες κλινικές δοκιμές των νέων φαρμάκων κατά της νόσου των τρελών αγελάδων πρόκειται να ξεκινήσουν το 2012. Αν αποδειχτούν πετυχημένες, θα ακολουθήσουν δοκιμές και σε ασθενείς με Αλτσχάιμερ.
Η νόσος Αλτσχάιμερ είναι η πιο κοινή μορφή άνοιας και πλήττει περίπου 20 εκατ. άτομα παγκοσμίως. Ένας στους 14 ενηλίκους άνω των 65 ετών και ένας στους έξι άνω των 80 ετών έχει άνοια, που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι Αλτσχάιμερ, μια πάθηση για την οποία δεν υπάρχει ακόμα θεραπεία.
Σε μια ξεχωριστή έρευνα εξάλλου, ανακαλύφθηκε ότι κατά βάση οι ασθενείς διακρίνονται σε δύο ομάδες: σε αυτούς που τα συμπτώματα του Αλτσχάιμερ προχωρούν γρήγορα και σε όσους εξελίσσονται αργά.
Η ανακάλυψη αυτή μπορεί να αποτελέσει ένα δείκτη πρόβλεψης για την εξέλιξη της νόσου σε κάθε άνθρωπο. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή με ειδικό αλγόριθμο για να αναλύσουν κλινικά δεδομένα 23 ετών από περίπου 650 ασθενείς με Αλτσχάιμερ.
Το μοντέλο έδειξε ότι υπάρχουν ουσιαστικά δύο πορείες επιδείνωσης της νόσου, η ταχεία και η βραδεία σε όλα τα στάδια της πάθησης, από το αρχικό μέχρι το τελικό. Μεταξύ των δύο ομάδων υπάρχει κατά μέσο όρο μια «ψαλίδα» δύο ετών (χρονική υστέρηση ανάμεσα στην γρήγορη και την αργή εμφάνιση των ίδιων συμπτωμάτων). Δεν είναι σαφές τι προκαλεί αυτή τη διαφορά, η οποία μπορεί να οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ