Σε μια εποχή που ο τραπεζικός κλάδος απαιτεί καθαρό και συλλογικό λόγο, ηγετικές πρωτοβουλίες και ειλικρινή διάλογο με το κράτος, αλλά κυρίως με την κοινωνία και τους φορείς της, η συλλογική δράση και έκφραση στον κλάδο έχει υποκατασταθεί από ιδιαίτερες στρατηγικές και διαφορετικές επιδιώξεις.
Η ΟΤΟΕ σιωπά μπροστά στην πρωτοφανή επίθεση που δέχονται οι τράπεζες, προσδοκώντας κρατικοποιήσεις και μεγαλύτερη επιρροή. Υιοθετώντας μια απολύτως κοντόφθαλμη στρατηγική αδιαφορούν αν ο κλάδος χάσει το δυναμισμό, την προοπτική και την κερδοφορία του. Σε μια τέτοια περίπτωση οι δυνατότητες για καλύτερο αύριο θα έχουν χαθεί οριστικά, όχι μόνο για τις τράπεζες και τους εργαζόμενούς τους, αλλά και για την ελληνική οικονομία συνολικά.
Ένα κερδοσκοπικό παιχνίδι χρηματιστηριακής απαξίωσης του εγχώριου τραπεζικού κλάδου έχει επίσης στηθεί, κυρίως από διεθνή μέσα ενημέρωσης και ξένες τράπεζες, χρεοκοπημένες στην πλειονότητά τους. Το σχέδιο αυτό είναι βασισμένο σε πρόχειρες αναλύσεις και ατεκμηρίωτες καταστροφικές προβλέψεις των δικών τους αναλυτών, για τους κινδύνους των τραπεζών στην Ανατολική Ευρώπη, όταν πριν από μερικούς μήνες έλεγαν ακριβώς τα αντίθετα.
Η επίθεση διευκολύνεται από τη χωρίς μέτρο απαξιωτική καθημερινή συζήτηση για τις τράπεζες στα εγχώρια μέσα ενημέρωσης και τα κόμματα και την προτροπή - απειλή για κρατικοποίησή τους.
Για να είμαστε ειλικρινείς, σε αυτή την ιστορική και κρίσιμη εποχή, πρέπει να κάνουμε κι εμείς, στις τράπεζες την αυτοκριτική μας, ώστε να συμβάλλουμε όλοι, με αμοιβαίες θυσίες και υποχωρήσεις, στην επιτυχή έξοδο από την κρίση.
Οι τράπεζες απέτυχαν να πείσουν τα τελευταία χρόνια την κοινωνία για τη συμβολή και τον ουσιαστικό τους ρόλο στην ανάπτυξη του τόπου, στην απασχόληση, στην ευημερία και στην εξωστρέφεια της χώρας.
Αλλά η αλήθεια είναι ότι ο τραπεζικός κλάδος έχει συμβάλει καθοριστικά στην ανάπτυξη και τη διεθνοποίηση της Ελλάδας. Δώσαμε την ευκαιρία σε χιλιάδες επιχειρήσεις κάθε μεγέθους να επενδύσουν, να εκσυγχρονιστούν, να διεθνοποιηθούν, να πραγματοποιήσουν τα επιχειρηματικά τους σχέδια, να διαχειριστούν κινδύνους, δημιουργώντας παράλληλα χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, βελτίωση αμοιβών, μερίσματα και επιπρόσθετα φορολογικά έσοδα.
Προσφέραμε την ευκαιρία σε χιλιάδες νοικοκυριά να αποκτήσουν πρώτη και δεύτερη κατοικία, διαρκή αγαθά, να ζήσουν μια καλύτερη ζωή. Χρηματοδοτήσαμε τα μεγάλα και μικρά δημόσια και ιδιωτικά έργα, τα έργα υποδομής. Αναπτύξαμε σύγχρονες ανταγωνιστικές υπηρεσίες και προϊόντα, παρά τις υπερβολές, που ενίοτε σημειώθηκαν.
Διαχειριστήκαμε με ευθύνη και σεβασμό τις αποταμιεύσεις, που μας εμπιστεύθηκαν οι πελάτες μας. Μείναμε μακριά από κερδοσκοπικές τοποθετήσεις υψηλού κινδύνου. Έτσι διαθέτουμε σήμερα υψηλούς δείκτες επάρκειας κεφαλαίων και ισχυρή πιστοληπτική ικανότητα.
Οι τράπεζες, αντιλαμβανόμενες από νωρίς την ιστορική ευκαιρία, που προσφέρουν οι γειτονικές οικονομίες μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, αναπτύχθηκαν και επένδυσαν στην περιοχή, ακολουθώντας το ελληνικό επιχειρηματικό κεφάλαιο, διεθνοποιήθηκαν και εφήρμοσαν στρατηγική εξωστρέφειας.
Θα είναι ιστορικό και εθνικό επιχειρηματικό λάθος μεγάλης εμβέλειας για τη χώρα, αν η σημερινή κρίση μάς οδηγήσει σε απόσυρση και εγκατάλειψη της στρατηγικής μας στην περιοχή.
Οι ελληνικές τράπεζες ανέλαβαν, κατά τη γνώμη μου, λελογισμένους κινδύνους και οι όποιες περιορισμένες υπερβολές δεν πρέπει να μηδενίζουν τη συνολική συμβολή και προσπάθεια. Βρισκόμαστε, σήμερα κατηγορούμενοι ότι δεν προβλέψαμε, όπως και κανένας άλλος σχεδόν στον κόσμο, ότι το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και η διεθνής οικονομία θα έφθαναν στο χείλος του γκρεμού σε λίγους μήνες.
Ποια είναι όμως, πραγματικά, η σημερινή κατάσταση;
Πρώτον, οι ελληνικές τράπεζες, είτε από τύχη είτε από ικανότητα, δεν επηρεάσθηκαν από τις πρωτογενείς αιτίες της διεθνούς κρίσης, γιατί δεν είχαν εκτεθεί σε «τοξικά» προϊόντα και κερδοσκοπικές χρηματοδοτήσεις. Επικεντρώθηκαν, κυρίως, στη χρηματοδότηση των πελατών τους. Το κύριο πρόβλημα είναι οι δευτερογενείς επιπτώσεις της διεθνούς τραπεζικής κρίσης και κυρίως η δυσλειτουργία των διεθνών κεφαλαιαγορών.
Σε χώρες όπως η Ελλάδα, το χρόνιο και σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, πάνω από 40 δισ. ευρώ ετησίως, συνοδεύεται εξ ορισμού με καθαρή εκροή ρευστότητας για πληρωμές. Η εκροή αυτή αντισταθμιζόταν πριν από την κρίση από τη εισροή διεθνών ιδιωτικών κεφαλαίων, τη χρηματοδότηση των τραπεζών από το εξωτερικό και το δανεισμό του Δημοσίου.
Μετά την κρίση, το πρόβλημα ρευστότητας έγινε οξύτατο, διότι ροές ιδιωτικών κεφαλαίων έχουν αντιστραφεί. Οι ανάγκες ρευστότητας της χώρας καλύπτονται αναγκαστικά μέσω δανεισμού των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ, τμήμα του οποίου χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση των υψηλών δανειακών αναγκών του δημόσιου τομέα, που έφτασε τα 42 δισ. ευρώ και τέλος από τον δανεισμό του Δημοσίου στις διεθνείς αγορές.
Λόγω των παραπάνω εξελίξεων, τα επιτόκια καταθέσεων στην Ελλάδα είχαν φθάσει μέχρι πρόσφατα στα πρωτοφανή επίπεδα των 3 - 4 ποσοστιαίων μονάδων πάνω από τα αντίστοιχα διατραπεζικά, με αποτέλεσμα οι καταθέτες να εισπράττουν πρόσθετους τόκους δισεκατομμυρίων και το κόστος χρήματος να αυξάνεται.
Επιπροσθέτως, το Δημόσιο με τη διάθεση τίτλων με υψηλές αποδόσεις απευθείας στο επενδυτικό κοινό στην Ελλάδα ανταγωνίζεται ευθέως τις τράπεζες, ύστερα από πολλά χρόνια, στην προσέλκυση της περιορισμένης εγχώριας ρευστότητας, ενώ Οργανισμοί και τράπεζες, απόλυτα ελεγχόμενοι από το Δημόσιο, κατά περίεργη πρακτική, προσφέρουν υπερβολικά υψηλά επιτόκια καταθέσεων, παρότι έχουν, ήδη, υψηλή ρευστότητα, επιδεινώνοντας το πρόβλημα.
Δεύτερον, το περίφημο πακέτο των 28 δισ., οι τράπεζες δεν το έλαβαν δωρεάν. Οι τράπεζες πληρώνουν 10% ετησίως στο κράτος για τα αντλούμενα κεφάλαια και προσφέρουν εξασφαλίσεις και προμήθειες μέχρι 1% για τις εγγυήσεις και τις άλλες διευκολύνσεις που παρέχονται. Είναι γεγονός ότι η χρήση του πακέτου έχει γίνει μόνο κατά 20% - 25%.
Το κύριο πρόβλημα είναι ότι το ίδιο το Δημόσιο πληρώνει ακριβά για να δανειστεί στις διεθνείς αγορές, με spread ρεκόρ ύψους 2,0 και 2,5 εκατοστιαίων μονάδων πάνω από τη διατραπεζική αγορά. Έτσι το τελικό κόστος δανεισμού στις αγορές για τις τράπεζες με την εγγύηση του Δημοσίου μπορεί να φθάσει και τις 3,5 με 4 εκατοστιαίες μονάδες, ύψος απαγορευτικό για χρηματοδοτήσεις.
Τρίτον, κατηγορούνται οι τράπεζες ότι δεν δίνουν δάνεια, «ότι κάθονται» πάνω στα 28 δισ. Είναι σαν να κατηγορείς τον έμπορο ότι δεν θέλει να πουλάει τα προϊόντα του. Κατ' αρχάς, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παρά την έλλειψη ρευστότητας εκταμίευσε 5,2 δισ. σε νέα δάνεια το δ' τρίμηνο του 2008, σε αντίθεση με την αρνητική μεταβολή δανείων στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση! Επιπλέον, οι εκταμιεύσεις του ΤΕΜΠΜΕ ξεπέρασαν το 1,8 δισ., παρότι το πρόγραμμα εκλαμβάνεται ατυχώς από τους πελάτες πιο πολύ ως εφάπαξ ενίσχυση, παρά ως δάνειο προς επιστροφή.
Επίσης, όταν ξεκίνησε η κρίση, οι ξένες τράπεζες «εγκατέλειψαν» τη χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων, της ναυτιλίας και των μεγάλων έργων και το κενό γίνεται προσπάθεια να καλυφθεί από τις ελληνικές τράπεζες. Τίθεται, λοιπόν, στα νέα διεθνή δεδομένα το στρατηγικό θέμα της διατήρησης της ελληνοκεντρικότητας του κέντρου λήψης των αποφάσεων στις τράπεζες.
Αγνοείται, επίσης, η πραγματικότητα ότι η ζήτηση δανείων έχει μειωθεί δραστικά, γιατί η οικονομική ανάπτυξη της χώρας επιβραδύνεται σοβαρά, όπως σε όλο τον κόσμο. Η αρνητική ψυχολογία και το κακό κλίμα, η ανασφάλεια και ο φόβος της ανεργίας λειτουργούν επιταχυντικά στη μείωση της κατανάλωσης και των επενδύσεων.
Αν δεν ενισχυθεί η συνολική ζήτηση στην Ελλάδα με επεκτατική οικονομική πολιτική, αν δεν δημιουργήσουμε ελκυστικό περιβάλλον και κλίμα εμπιστοσύνης για την προσέλκυση κεφαλαίων και επενδύσεων, αν δεν αποκατασταθεί η λειτουργία των διεθνών κεφαλαιαγορών και του τραπεζικού συστήματος και αν δεν ανακάμψει η διεθνής οικονομία, η τελική ζήτηση των δανείων και η ρευστότητα θα παραμείνουν περιορισμένες και η οικονομία στην Ελλάδα θα υπολειτουργεί.
Να σημειώσουμε εδώ ότι, όντως, οι τράπεζες οφείλουν και είναι πιο επιφυλακτικές στη χορήγηση δανείων και να αξιολογούν με αυστηρότερα κριτήρια τις εγκρίσεις χρηματοδοτήσεων στο σημερινό περιβάλλον της οικονομικής ύφεσης και κρίσης. Αυτό επιβάλλει η ευθύνη μας έναντι των καταθετών και των μετόχων μας.
Τέταρτον, αναπτύχθηκε μια ολόκληρη φιλολογία για το πακέτο των 28 δισ., να μην πάει στις θυγατρικές των τραπεζών στο εξωτερικό, λες και δεν καταλαβαίνουν ότι αν καταρρεύσει μια ή περισσότερες θυγατρικές ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό, η μητέρα τράπεζα και οι άλλες τράπεζες στην Ελλάδα δεν θα μείνουν αλώβητες.
Λες και δεν γνωρίζουν ότι οι επενδύσεις και οι χρηματοδοτήσεις ελληνικών τραπεζών και επιχειρήσεων στην περιοχή ξεπερνούν τα 60 - 70 δισ. και ότι η οικονομική κατάρρευση των χωρών της περιοχής, θα έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Λες και δεν αντιλαμβάνονται, ότι το ολοένα αυξανόμενο κομμάτι των εξαγωγών (30%) και του τουρισμού μας σχετίζεται με τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ευτυχώς το ΔΝΤ χρηματοδοτεί ήδη τη Ρουμανία και τη Σερβία διασφαλίζοντάς τες.
Η πρόσφατη εμπειρία, διεθνώς, και στην Ελλάδα έδειξε ότι το πλαίσιο λειτουργίας των τραπεζών και των κεφαλαιαγορών σε περιβάλλον ανοικτών αγορών, χρήζει μεγάλων αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, ενός νέου πλαισίου λειτουργίας, αυστηρότερης εσωτερικής και εξωτερικής εποπτείας.
Το χειρότερο, όμως, που μπορεί να συμβεί στη χώρα είναι η κρατικοποίηση του βασικού κορμού του τραπεζικού μας συστήματος και η επιβολή εσωστρέφειας, έστω και αν αυτό παραμένει βασικά υγιές, η μετατροπή του σε δημόσιο οργανισμό, με κατευθυνόμενες χρηματοδοτήσεις σε κλάδους και επιχειρήσεις, που επιλέγει το πολιτικό σύστημα και τα οργανωμένα συμφέροντα χωρίς αξιολόγηση κινδύνων με χειραγώγηση των στελεχών, με αναξιοκρατία, με καλλιέργεια νοοτροπίας ανευθυνότητας των δανειζομένων.
Τότε θα επικρατήσουν χαλαρές πρακτικές αποπληρωμής υποχρεώσεων, που θα γενικευθούν στην κοινωνία, πιέσεις να τα «δώσουμε όλα», με αποτέλεσμα οι συνεπείς πελάτες (το 97% των πελατών μας) και στο τέλος οι φορολογούμενοι να κληθούν να πληρώνουν το λογαριασμό.
Η εμπειρία μας με κρατικές εταιρείες και τράπεζες στην Ελλάδα δεν είναι η καλύτερη δυνατή, παρά τις όποιες φωτεινές εξαιρέσεις του κανόνα. Παρότι διεθνώς ο ιδιωτικός τραπεζικός τομέας δεν έκανε πάντα τις καλύτερες αξιολογήσεις κινδύνων και υπάρχουν κραυγαλέες αποτυχίες, ενώ η εποπτεία του δεν ήταν η αποτελεσματικότερη, οφείλουμε να αναμορφώσουμε ριζικά το ισχύον σύστημα αντί να επιλέξουμε υποδεέστερες και επικίνδυνες λύσεις.
Οι κρατικοποιήσεις τραπεζών σε ένα ανοικτό ανταγωνιστικό σύστημα αγορών πρέπει να είναι προσωρινές λύσεις έσχατης ανάγκης, όταν οι ιδιωτικές λύσεις έχουν αποτύχει, όπως πρόσφατα στις ΗΠΑ και τη Βρετανία.
Στο τέλος της ημέρας όλοι να θυμόμαστε ότι δανείζουμε τα χρήματα, που μας εμπιστεύθηκαν οι καταθέτες μας, που μέχρι 100.000 τα έχει εγγυηθεί το Δημόσιο, δηλαδή οι Έλληνες φορολογούμενοι και έχουμε ύψιστη θεσμική, νομική και ηθική υποχρέωση, αλλά και προσωπική ευθύνη να τα διαχειριστούμε με επιτυχία, διασφαλίζοντας την επιστροφή τους και την πληρωμή των τόκων στους δικαιούχους.
Η ζωή έδειξε ότι οι ελεύθερες αγορές δεν αυτορυθμίζονται και δεν αυτοδιορθώνονται, ιδιαίτερα στο χρηματοπιστωτικό τομέα, όπου κερδοσκοπικές φούσκες και υπερβολές θέτουν σε κίνηση επικίνδυνους αποσταθεροποιητές, φαύλους κύκλους και domino effect, που μεταφέρουν την κρίση στην πραγματική οικονομία. Στη νέα διεθνή αρχιτεκτονική των οικονομιών και των αγορών που διαμορφώνεται, η αποτελεσματική και επιτελική παρέμβαση του κράτους είναι μια νέα πραγματικότητα.
Στην Ελλάδα, μπορούμε και οφείλουμε να διαμορφώσουμε μια νέα αποτελεσματική και παραγωγική ισορροπία μεταξύ κράτους, κοινωνίας και οικονομίας με τον ιδιωτικό τομέα, να ηγείται της αναπτυξιακής προσπάθειας της χώρας, με ένα γενναίο πρόγραμμα ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων και συν-επενδύσεων, με μια ουσιαστική αναμόρφωση και σοβαρό νοικοκύρεμα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με ανάδειξη των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων, με μεγάλες θεσμικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις και πρωτοβουλίες, με αποτελεσματική κοινωνική πολιτική και διεύρυνση των ευκαιριών και του κοινωνικού μισθού για τους ασθενέστερους, με ανάδειξη των μεγάλων αρετών, που μας διακρίνουν, με οδηγό την ιστορία και τον πολιτισμό μας, με πολιτικές και οράματα, που κινητοποιούν, που ενώνουν και δεν διχάζουν, που συστρατεύουν και δεν κομματικοποιούν, με έμφαση στην εξωστρέφεια και τις ανοιχτές αγορές και κοινωνίες.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΑΜΟΥΖΗΣ, αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος, Eurobank EFG και καθηγητής Τμήματος Χρηματοοικονομικής & Τραπεζικής Διοικητικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς.