«Τα πραγματικά εργαλεία εξόδου από τη σημερινή οξύτατη κρίση δεν είναι τόσο οι -κατά τα άλλα αναγκαίες- κυβερνητικές παρεμβάσεις, όσο τα ουσιαστικά και δυναμικά κύτταρα μιας οικονομίας, που είναι οι επιχειρήσεις της. Μόνον αυτές και οι επιχειρηματίες μπορούν μέσα σε μία κοινωνία να αναλάβουν ρίσκα και άρα να γίνουν φορείς δημιουργίας και αλλαγής. Αλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι η θετική υιοθέτηση του ρίσκου είναι η ίδια η πηγή του δυναμισμού που δημιουργεί τον πλούτο στη σύγχρονη κοινωνία».
Αυτά μας έλεγε πριν λίγο καιρό ο Αντονι Γκίντενς, πρώην σύμβουλος του τέως Βρετανού πρωθυπουργού, Τόνι Μπλερ, και διευθυντής του London School of Economics (LSE), ο οποίος είναι παγκοσμίως γνωστός για το πλούσιο συγγραφικό και συμβουλευτικό έργο του.
Σήμερα, ο Βρετανός διανοούμενος, με αφετηρία το έργο του αείμνηστου Πύτερ Ντράκερ, για τους επιχειρηματίες και την «επιχειρηματική κοινωνία», πάει πιο μακριά. Τονίζει ότι η κρίση οδηγεί στη «μετα-επιχειρηματικότητα», η οποία αντιπροσωπεύει βαθύτατες αλλαγές σε συμπεριφορές για καθετί που ξεκινά από την προσωπική σταδιοδρομία και επεκτείνεται στο κοινωνικό συμβόλαιο.
Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς οι υπεύθυνοι των οικονομικών πολιτικών μπορούν να προσαρμοστούν σε αυτή την αλλαγή. Κομβικό σημείο για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι η αίσθηση που έχει μία κοινωνία για το ρίσκο. Οι δύο όψεις του ρίσκου -η αρνητική και η θετική- εμφανίστηκαν από τις απαρχές της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας. Το ρίσκο είναι η δυναμική ενέργεια που κινητοποιεί την κοινωνία, η οποία αρέσκεται στην αλλαγή, την κοινωνία που θέλει να καθορίσει το μέλλον της, αντί να το εναποθέσει στη θρησκεία, την παράδοση ή τις ιδιοτροπίες της φύσης.
Ο σύγχρονος καπιταλισμός διαφέρει από όλες τις προηγούμενες μορφές οικονομικών συστημάτων αναφορικά με τη στάση του προς το μέλλον. Η επίδραση προηγούμενων μορφών αγοραίων επιχειρήσεων ήταν είτε ακανόνιστη είτε αφορούσε ορισμένες πτυχές της κοινωνίας. Οι δραστηριότητες των εμπόρων, για παράδειγμα, ποτέ δεν είχαν μεγάλη επίδραση στις βασικές δομές των παραδοσιακών πολιτισμών που όλοι τους παρέμεναν γεωργικοί, κατά κύριο λόγο. Ο σύγχρονος καπιταλισμός προσκολλάται στο μέλλον, μέσω της συνεχούς διαδικασίας υπολογισμού των μελλοντικών κερδών και των ζημιών και, συνεπώς, του ρίσκου.
Την τάση αυτή ανέπτυξε, πριν από 90 χρόνια, ο Γιόζεφ Σουμπέτερ, μέσω της θεωρίας της «δημιουργικής καταστροφής», την οποία και χαρακτήρισε κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής οικονομίας. Στις μέρες μας, όμως, αυτή η θεωρητική προσέγγιση του μεγάλου Αυστριακού οικονομολόγου, χωρίς να αμφισβητείται πλήρως, εντούτοις επανεξετάζεται και, στο πλαίσιο αυτό, ειδικό βάρος δίδεται στη «δημιουργία».
Ετσι, ο καθηγητής του πανεπιστημίου Κολούμπια, Μ. Μπιντέ, υποστηρίζει ότι μεγάλο μέρος της δημιουργίας αποτελείται από μη καταστρέψιμα στοιχεία. Συνεπώς, πολλοί νεωτερισμοί, αντί να καταστρέφουν υπάρχοντα προϊόντα και υπάρχουσες υπηρεσίες, προωθούν και ικανοποιούν νέες ζητήσεις.
Ο οικονομολόγος Γουίλιαμ Νορντχάουζ, του πανεπιστημίου Γέιλ, υποστηρίζει ότι το 70% των προϊόντων, που καταναλώνονταν το 1991, δεν είχαν μεγάλες διαφορές από τα αντίστοιχα που καταναλώνονταν εκατό χρόνια πριν. Τονίζει, επίσης, ότι, κατά κύριο λόγο, οι καινοτομίες, αντί να υπακούουν στη θεωρία της δημιουργικής καταστροφής, αυξάνουν την παραγωγικότητα και αναβαθμίζουν τα γενικά βιοτικά επίπεδα. Ετσι, η επιχειρηματικότητα προωθεί την ατομική δημιουργία, αλλά και τον οικονομικό δυναμισμό.
Τι αλλάζει, όμως, σήμερα, με αφορμή την κρίση στην έννοια της επιχειρηματικότητας; Από θεωρητικής πλευράς, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι, τοποθετούμενη στο κέντρο της οικονομικής δραστηριότητας, η επιχειρηματικότητα ήταν ανέκαθεν πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Ενα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, που αναπτύχθηκε μέσα από ατομικές, εταιρικές και άλλες συλλογικές μορφές και το οποίο σήμερα βρίσκεται εκ νέου στο προσκήνιο.
Αυτό είναι εύλογο. Διότι, σε αντίθεση με άλλους οικονομικούς πόρους, η επιχειρηματικότητα δεν μπορεί να αγοραστεί στην αγορά, ούτε μπορεί να μεταφερθεί από άλλη εταιρεία, άλλο κλάδο ή άλλη χώρα. Πρέπει να καλλιεργηθεί στο πλαίσιο θεσμών και πολιτικών που αποδεσμεύουν την εφευρετικότητα, την ευστροφία και τη δημιουργικότητα του ατόμου και της ομάδας. Στον ατομικό καπιταλισμό, η δημιουργικότητα καλλιεργήθηκε σε μικρές επιχειρήσεις, ατομικές ή εταιρικές, μέσα σε ένα άκρως ολοκληρωμένο περιβάλλον παγκόσμιας αγοράς.
Στον εταιρικό καπιταλισμό, η δημιουργικότητα καλλιεργήθηκε μέσα στα εργαστήρια και τα κεντρικά γραφεία των μεγάλων επιχειρήσεων, μέσα σε κατακερματισμένο περιβάλλον παγκόσμιας αγοράς.
Στο σημερινό παγκόσμιο καπιταλισμό, η επιχειρηματικότητα καλλιεργείται σε ένα νεωτερικό επιχειρηματικό οργανισμό, τη συλλογική επιχειρηματικότητα, που μπορεί να πάρει πολλές διαφορετικές μορφές. Στις νεοϊδρυόμενες επιχειρήσεις, η συλλογική επιχειρηματικότητα προσλαμβάνει τη μορφή σύμπραξης ανάμεσα σε επιχειρηματίες, από την μία πλευρά, και κεφαλαιούχους ή θερμοκοιτίδες επιχειρήσεων, από την άλλη. Στις μεγάλες εταιρείες, η επιχειρηματικότητα παίρνει τη μορφή σύμπραξης μεταξύ εργαζομένων, διευθυντικών στελεχών, μετόχων, καθώς και στρατηγικών συμμαχιών μεταξύ προμηθευτών, παραγωγών και διανομέων, ακόμη και ανταγωνιστών.
Ταυτόχρονα, όμως, όλο και περισσότερο στις αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες κοινωνίες, η επιχειρηματικότητα κερδίζει έδαφος, διότι επιτρέπει σε πολλούς ταλαντούχους ανθρώπους να αξιοποιούν το ταλέντο τους. Πολλοί κοινωνιολόγοι, έτσι, κάνουν λόγο για τις αναδυόμενες «μετα-επιχειρηματικές κοινωνίες», στις οποίες ταλαντούχοι επιχειρηματίες διαμορφώνουν ένα νέο επιχειρηματικό καπιταλισμό.
Εναν καπιταλισμό που δαπανά περισσότερη φαιά ουσία στην επίλυση κοινωνικών προβλημάτων και στην αύξηση της παραγωγικότητας, παρά στην αναζήτηση γρήγορων υπερκερδών. Στη μετα-επιχειρηματική κοινωνία, η επιχείρηση θα είναι όλο και περισσότερο ένας ζωντανός οργανισμός, κοινωνικά υπεύθυνος.
Είναι μία ιδέα την οποία προωθούν στοχαστές, όπως ο Arie de Geus, πρώην στέλεχος της Royal Dutch/Shell. Το βιβλίο του «Εταιρεία -ένας ζωντανός οργανισμός» (εκδ. Κριτική), που είχε μεγάλη απήχηση, έθετε το απλό ερώτημα: μήπως θα έπρεπε να έχουμε στο μυαλό μας την εταιρεία σαν ζωντανό οργανισμό; Ο de Geus κατέληξε πως κάτι τέτοιο θα επηρέαζε βαθιά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το μάνατζμεντ. Για τον de Geus, οι συνέπειες είναι τεράστιες: «Αν οι εταιρείες είναι ζωντανά συστήματα, τότε οι στόχοι αλλάζουν. Τα ζωντανά συστήματα δεν υπάρχουν για να μεγιστοποιούν την αξία των μετόχων. Υπάρχουν για να επιζούν και για να αυξάνουν το δυναμικό των συστατικών τους, επειδή έτσι αυξάνεται το ίδιο το δυναμικό τους».
Πρόκειται για μία ιδέα που βρίσκει ανταπόκριση και σε άλλους στοχαστές. Στο βιβλίο του «Surfing the Edge of Chaos», ο Richard Pascale ερευνά τους δεσμούς ανάμεσα στη θεωρία της πολυπλοκότητας, τους ζώντες οργανισμούς και τις σύγχρονες εταιρείες. «Ο ζων οργανισμός είναι μία πραγματικότητα, η παρομοίωση είναι η μηχανιστική άποψη των εταιρειών», γράφει.
Στον πυρήνα της ζωντανής εταιρείας είναι αυτά που αναγνωρίζονται όλο και περισσότερο σαν τα σπουδαιότερα κεφάλαια ενός οργανισμού -οι άνθρωποί του. Μπορεί η φράση «οι άνθρωποι είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιό μας» να είναι κλισέ, αλλά δεν παύει να είναι αληθινή. Στον 21ο αιώνα, οι άνθρωποι είναι αυτοί που δημιουργούν και υποστηρίζουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Ο καλός χειρισμός των εργαζομένων είναι προϋπόθεση για την επιτυχημένη επιχειρηματική στρατηγική. Η σπουδαιότητα των αποκαλούμενων «ήπιων δεξιοτήτων» αυξάνεται. Οι εταιρείες πρέπει να οικοδομήσουν τη δέσμευση και την εμπιστοσύνη, ώστε να αποκαταστήσουν την ψυχολογική επαφή μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου.
Κάποτε, οι επιχειρηματικοί ηγέτες θεωρούσαν ότι ήσαν οι μηχανικοί των οργανισμών. Η δουλειά τους ήταν να εξασφαλίσουν ότι η μηχανή του οργανισμού ήταν σωστά ρυθμισμένη και πήγαινε προς τη σωστή κατεύθυνση. Σήμερα, οι επιχειρηματίες και οι ηγετικοί μάνατζερ πρέπει να είναι περισσότερο ανθρωπολόγοι και κοινωνικοί αναλυτές, παρά υπηρέτες αδηφάγων μετόχων ή έρμαια άπληστων παρορμήσεων.
ΑΘΑΝ. Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ