Ορισμένοι πίστεψαν ότι η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα θα μπορούσε να αλλάξει τα πάντα στην Αμερική. Επειδή όμως δεν το κατάφερε, ακόμη και μετά την έγκριση τεράστιου πακέτου μέτρων για την τόνωση της οικονομίας, την παρουσίαση νέου προγράμματος για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα στην αγορά στέγης και κάποια άλλα σχέδια για σταθεροποίηση του χρηματοοικονομικού συστήματος, ορισμένοι αρχίζουν ακόμη και να κατηγορούν τον Ομπάμα και το επιτελείο του.
Ωστόσο, ο Ομπάμα κληρονόμησε μία οικονομία σε ελεύθερη πτώση και, ενδεχομένως, να μην κατάφερε να ανατρέψει την κατάσταση μέσα στο λίγο χρόνο από την εκλογή του. Ο πρόεδρος Μπους έμοιαζε με ελάφι τυφλωμένο από τους φανούς αυτοκινήτου, παραλυμένο και αδύναμο να κάνει οτιδήποτε -μήνες προτού ολοκληρώσει τη θητεία του. Αποτελεί τώρα ανακούφιση το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, επιτέλους, έχουν έναν πρόεδρο ικανό να αναλάβει δράση και ότι αυτά που επιχειρεί θα κάνουν τη μεγάλη διαφορά.
Δυστυχώς, ό,τι κάνει, δεν θεωρείται αρκετό. Το πακέτο μέτρων για τη στήριξη της οικονομίας φαίνεται μεγάλο - αντιστοιχεί σε περισσότερο από το 2% του ΑΕΠ ετησίως - όμως το ένα τρίτο προορίζεται για μειώσεις φόρων.
Και με τους Αμερικανούς να είναι βουτηγμένοι στα χρέη, την ανεργία να αυξάνεται ραγδαία (σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν το χειρότερο σύστημα χορήγησης επιδόματος ανεργίας μεταξύ των μεγάλων βιομηχανικά ανεπτυγμένων χωρών) και τις τιμές ενεργητικού να μειώνονται, είναι πιθανόν να αποταμιεύσουν το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που θα αποκομίσουν από τις φορολογικές μειώσεις.
Περίπου το ήμισυ των μέτρων στήριξης αντισταθμίζει απλά τον αντίκτυπο των περικοπών σε πολιτειακό επίπεδο. Οι Πολιτείες της Αμερικής θα πρέπει να διατηρήσουν ισοσκελισμένους τους προϋπολογισμούς τους. Τα συνολικά ελλείμματα, όμως, υπολογίζονταν σε 150 δισ. δολάρια πριν από μερικούς μήνες.
Τώρα, το νούμερο θα πρέπει να είναι πολύ υψηλότερο -μόνο η Καλιφόρνια αντιμετωπίζει έλλειμμα ύψους 40 δισ. δολαρίων. Οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών αρχίζουν τελικά να αυξάνονται, γεγονός θετικό μεν για τη μακροπρόθεσμη ευρωστία των οικονομικών των νοικοκυριών, αλλά καταστροφικό για την οικονομική ανάπτυξη. Την ίδια στιγμή, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές μειώνονται.
Οι αυτόματοι σταθεροποιητές της Αμερικής -ο προοδευτικός χαρακτήρας των φορολογικών συστημάτων μας και η ισχύς των συστημάτων μας κοινωνικής πρόνοιας- έχουν σημαντικά αποδυναμωθεί, όμως θα προσφέρουν κάποιο στήριγμα, καθώς το προβλεπόμενο δημοσιονομικό έλλειμμα εκτινάσσεται στο 10% του ΑΕΠ.
Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, το πακέτο μέτρων θα ισχυροποιήσει την αμερικανική οικονομία, όμως πιθανόν να μην είναι αρκετό για να επαναφέρει τη δυναμική ανάπτυξη. Αυτό όμως αποτελεί άσχημο νέο και για τον υπόλοιπο κόσμο, επειδή μία δυναμική παγκόσμια ανάκαμψη προϋποθέτει ισχυρή αμερικανική οικονομία. Ωστόσο, τα πραγματικά μειονεκτήματα στο πρόγραμμα ανάκαμψης του Ομπάμα δεν εντοπίζονται στο πακέτο μέτρων, αλλά στις προσπάθειές του για ανάκαμψη των χρηματοοικονομικών αγορών. Τα λάθη της Αμερικής αποτελούν σημαντικά μαθήματα για διάφορες χώρες στον κόσμο, οι οποίες ήδη αντιμετωπίζουν ή θα αντιμετωπίσουν αυξανόμενα προβλήματα με τις δικές τους τράπεζες:
- Η καθυστέρηση της αναδιάρθρωσης τραπεζών κοστίζει ακριβά, τόσο από πλευράς κόστους των πακέτων οικονομικής βοήθειας όσο και από πλευράς ζημιών στο σύνολο της οικονομίας.
- Οι κυβερνήσεις δεν θέλουν να παραδεχθούν το συνολικό κόστος του προβλήματος, με αποτέλεσμα να χορηγούν στο τραπεζικό σύστημα αρκετά χρήματα για να επιβιώσουν μόνο, όχι όμως αρκετά για να επιστρέψουν σε ευρωστία.
- Η εμπιστοσύνη θεωρείται σημαντικός παράγοντας, αλλά θα πρέπει να βασίζεται σε υγιή θεμελιώδη. Οι πολιτικές δεν θα πρέπει να βασίζονται στην ψευδαίσθηση ότι δημιουργήθηκαν μη επισφαλή δάνεια και ότι η ικανότητα των αρχών και των ρυθμιστών των χρηματοοικονομικών αγορών θα αποδειχθεί, όταν αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη.
- Οι τραπεζίτες πρέπει να αναμένεται ότι θα λειτουργήσουν, με βάση το συμφέρον τους, σε βάση κινήτρων. Παράλογα κίνητρα πυροδότησαν τάσεις ανάληψης υπερβολικού ρίσκου και τράπεζες που βρίσκονται στο χείλος της κατάρρευσης, αλλά θεωρούνται υπερβολικά μεγάλες για να καταρρεύσουν, θα εμπλακούν ακόμη περισσότερο σε αυτή τη διαδικασία. Γνωρίζοντας ότι η κυβέρνηση θα σπεύσει να μαζέψει τα κομμάτια τους, εάν χρειαστεί, θα αναβάλλουν συνεχώς την επίλυση των προβλημάτων τους στην αγορά ενυπόθηκου χρέους και θα πληρώνουν δισεκατομμύρια δολάρια σε μπόνους και μερίσματα.
- Η κρατικοποίηση των ζημιών, ενώ τα κέρδη ιδιωτικοποιούνται, είναι ακόμη περισσότερο ανησυχητική από τις ίδιες τις επιπτώσεις της κρατικοποίησης τραπεζών. Οι Αμερικανοί φορολογούμενοι συμμετέχουν σε μία ιδιαίτερα επισφαλή συμφωνία. Στον πρώτο γύρο των «ενέσεων» κεφαλαίου, έλαβαν περίπου 0,67 του δολαρίου σε ενεργητικό για κάθε δολάριο που έδωσαν (αν και το ενεργητικό ήταν σχεδόν σίγουρο υπερτιμημένο και γρήγορα έχασε την αξία του). Ομως, στις τελευταίες «ενέσεις» κεφαλαίου, εκτιμάται ότι οι Αμερικανοί λαμβάνουν 0,25 του δολαρίου ή και λιγότερο για κάθε δολάριο. Επισφαλείς όροι σημαίνουν μεγάλο εθνικό χρέος στο μέλλον. Ενας λόγος, που εξηγεί αυτούς τους επισφαλείς όρους, είναι ότι, εάν εξασφαλίσουμε ορθή αξία για τα χρήματά μας, θα μπορούσαμε εφεξής να αναδειχθούμε στον κυρίαρχο μέτοχο σε μία τουλάχιστον από τις μεγάλες τράπεζες.
- Ας μη συγχέουμε τους τραπεζίτες και τους μετόχους με τις τράπεζες. Η Αμερική θα μπορούσε να έχει σώσει τις τράπεζές της, αλλά άφησε να το κάνουν οι μέτοχοι με πολύ λιγότερα χρήματα από αυτά που δαπάνησε.
- Η διοχέτευση χρήματος στις τράπεζες δεν βοήθησε τους ιδιοκτήτες κατοικιών: οι κατασχέσεις εξακολουθούν να αυξάνονται. Μία κατάρρευση της AIG ενδεχομένως να έπληττε κάποιους σημαντικούς οργανισμούς, όμως η αντιμετώπιση ενός τέτοιου γεγονότος θα ήταν προτιμότερη από το να δοθούν 150 δισ. δολάρια και να δημιουργούνται ελπίδες ότι μέρος από αυτά ίσως να διοχετευθούν στους τομείς που θεωρούνται σημαντικοί.
- Η έλλειψη διαφάνειας οδήγησε το αμερικανικό χρηματοοικονομικό σύστημα στα σημερινά προβλήματα. Και η έλλειψη διαφάνειας δεν θα το βγάλει από τα προβλήματα. Η κυβέρνηση Ομπάμα υπόσχεται τώρα να αναλάβει τις ζημίες για να πείσει αντισταθμιστικά ταμεία και άλλους επενδυτές από τον ιδιωτικό τομέα να αγοράσουν επισφαλές ενεργητικό τραπεζών. Ομως, η διαδικασία αυτή δεν θα δημιουργήσει «τιμές αγοράς», όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση. Οι απώλειες τραπεζών είναι ήδη γεγονός και τα κέρδη τους θα πρέπει τώρα να προέλθουν σε βάρος των φορολογουμένων. Προσκαλώντας τα αντισταθμιστικά ταμεία, η κυβέρνηση απλά θα αυξήσει το κόστος.
- Είναι καλύτερο να κοιτάζουμε μπροστά παρά πίσω, δίδοντας έμφαση στη μείωση του κινδύνου νέων δανείων και διασφαλίζοντας ότι τα κεφάλαια δημιουργούν νέα δυνατότητα δανεισμού. Ο,τι έγινε, έγινε. Για παράδειγμα, η διοχέτευση 700 δισ. δολαρίων σε μία νέα τράπεζα, θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει 7 τρισ. δολάρια σε νέα δάνεια.
Η εποχή που πιστεύαμε ότι μπορεί να δημιουργηθεί κάτι εκ του μηδενός, θα πρέπει να τελειώνει. Κοντόφθαλμες λύσεις από πολιτικούς -οι οποίοι ευελπιστούν να επιτύχουν μία συμφωνία που να είναι αρκετά μικρή για να ικανοποιήσει τους φορολογουμένους και αρκετά μεγάλη για να ικανοποιήσει τις τράπεζες-, το μόνο που θα κάνουν είναι να επιμηκύνουν το πρόβλημα. Και τότε παραμονεύει το αδιέξοδο. Θα χρειαστούν περισσότερα χρήματα, αλλά οι Αμερικανοί δεν θα είναι πρόθυμοι να τα διαθέσουν -σίγουρα όχι με τους όρους που είδαμε μέχρι τώρα. Οι πηγές χρήματος μπορεί να στερέψουν και το ίδιο μπορεί να συμβεί και στην παροιμιώδη αισιοδοξία και ελπίδα των Αμερικανών.
JOSEPH E. STIGLITZ, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και κάτοχος Νόμπελ Οικονομίας το 2001. Είναι συγγραφέας, μαζί με τη Linda Bilmes, του βιβλίου «The Three Trillion Dollar War: The True Costs of the Iraq Conflict».
Copyright: Project Syndicate, 2009