Μέχρι πρότινος, οι κατηγορίες ότι οι Δημοκρατικοί δεν είναι καλοί Αμερικανοί έδιναν και έπαιρναν. Στη μετά Μπους εποχή, όμως, οι συντηρητικοί είναι αυτοί που αντιμετωπίζονται πλέον με καχυποψία, παρατηρεί η βρετανική εφημερίδα Guardian και συνεχίζει:
Η λάσπη κατά του Μπάρακ Ομπάμα δεν απέδωσε, παρά τον έντονο φόβο των απανταχού φιλελεύθερων ότι θα καθορίσει την έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης. Πολλοί προέβλεπαν ότι ο Οκτώβριος θα κατακλυζόταν από ρατσιστικούς υπαινιγμούς, όπως γλωσσοδέτες τύπου «Ομπάμα – Οσάμα» και άλλα χειρότερα.
Βρισκόμαστε στην τελική ευθεία, σημειώνει ο Guardian, και συνεχίζουν να φτάνουν στα αυτιά μας αιχμές κατά του πατριωτισμού του Ομπάμα και υποτιθέμενων σχέσεών του με κακοποιά στοιχεία, ότι στην πραγματικότητα δεν είναι πολίτης των ΗΠΑ και ότι η εκλογή του θα οδηγήσει σε δεύτερο Ολοκαύτωμα.
Είναι γεγονός ότι μια μέρα μας χωρίζει πλέον από τις εκλογές. Μέχρι τώρα, όμως, κανένα από τα παραπάνω βέλη δεν επηρέασαν ούτε κατά ένα βαθμό τις δημοσκοπήσεις. Πώς εξηγείται όμως αυτό; Σύμφωνα με τον Guardian, τρεις είναι οι λόγοι:
Πρώτον, η ομάδα του Ομπάμα αντέδρασε άμεσα σε κάθε φορά που ανέκυψαν ανάλογοι ισχυρισμοί. Οι σύμβουλοι του Τζον ΜακΚέιν άφηναν να περνούν 15 μοιραίες ημέρες λασπολογίας προτού να επιληφθούν του ζητήματος. Οι άνθρωποι, όμως, του Ομπάμα δεν έκαναν το ίδιο λάθος. Έχουν απαντήσει σε όλες τις κατηγορίες και συνήθιζαν να τριγυρνούν οι ίδιοι για να διαλύσουν οποιαδήποτε υποψία.
Δεύτερον, η οικονομική κρίση έστρεψε το εκλογικό σώμα σε πιο ουσιαστικά ερωτήματα. Οι ψηφοφόροι αποτελούν πρόσφορο έδαφος για επιθέσεις «χαρακτήρα» τις καλές εποχές, όταν δεν έχουν καίρια ζητήματα να τους απασχολούν. Όταν, όμως, οι καιροί δυσκολεύουν, ενδιαφέρονται περισσότερο να διακρίνουν τον υποψήφιο που θα αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη σοβαρότητα τα προβλήματά τους.
Ο τρίτος λόγος είναι ιστορικός και πρόκειται για θεωρία του εκδότη του Guardian America, Μάικλ Τομάσκι. Σε γενικές γραμμές, το εκλογικό σώμα των Αμερικανών διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες: Από τη μία είναι οι πιστοί συντηρητικοί, από την άλλη οι πιστοί φιλελεύθεροι και στο κέντρο οι αναποφάσιστοι. Το ότι ο Ρόναλντ Ρήγκαν αναδιοργάνωσε την πολιτική σκηνή το 1980 το οφείλει στον ισχυρό συναισθηματικό δεσμό που δημιούργησε μεταξύ και των δεξιών και των κεντρώων. Οι κεντρώοι χάρισαν τους συντηρητικούς ρεπουμπλικάνους την αμφιταλαντευόμενη ψήφο τους, ενώ τους φιλελεύθερους δημοκρατικούς, τους οποίους ο Ρήγκαν κατάφερε να δυσφημίσει, τους αντιμετώπισαν με έντονη καχυποψία.
Εκείνη την εποχή, οι κατηγορίες ότι οι δημοκρατικοί δεν είναι αρκετά καλοί Αμερικανοί έβρισκαν το στόχο τους. Οι ψηφοφόροι έπαιξαν με τους όρους των ρεπουμπλικάνων.
Αλλά στη μετά Μπους εποχή, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τη σύμπνοια που ο Ρήγκαν ενέπνευσε μεταξύ δεξιών και κεντρώων ο Μπους τη διέλυσε. Οι αποτυχίες του έκαναν τον μέσο, μη πολιτικοποιημένο Αμερικανό τόσο δύσπιστο έναντι του συντηρητισμού όσο ήταν κάποτε έναντι του φιλελευθερισμού –και ακόμη περισσότερο, καθώς η πανωλεθρία των συντηρητικών είναι ακόμη νωπή. Τα πράγματα έχουν αλλάξει.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι αρνητικές εκστρατείες θα εξαφανιστούν ως διά μαγείας. Παρατηρούμε, όμως, το σκηνικό πολιτικό να αλλάζει και τις εποχές να κάνουν τον κύκλο τους. Αν και διατηρώ τις επιφυλάξεις μου, το πρωί της Τετάρτης ακόμη και οι πιο υστερικοί δημοκρατικοί ίσως αναγκαστούν να παραδεχθούν ότι πνέει νέος άνεμος.