Toυ Μπάρι Αϊχενγκρίν, καθηγητή Οικονομικών στο Μπέρκλεϊ
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση έχει αναζωπυρώσει την πολύχρονη επιχειρηματολογία υπέρ του επικείμενου αφανισμού του ευρώ. Ανάλογα επιχειρήματα είχε επικαλεστεί και ο φημισμένος οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν, ο οποίος το 1998 προειδοποιούσε ότι η ένταξη της Ευρώπης στο ευρώ θα δοκιμαστεί σοβαρά στην πρώτη οικονομική ύφεση. Παρότι η ύφεση βρίσκεται σήμερα στο κατώφλι μας, τα αποτελέσματα είναι τα αντίθετα ακριβώς από αυτά που προέβλεψε ο Φρίντμαν.
Η ανεργία αυξάνεται – και μαζί με αυτή πληθαίνουν και τα λαϊκίστικα μέτρα. Για χώρες όπως η Ιταλία, η οποία έχει δεχθεί ισχυρό πλήγμα από τον ανταγωνισμό της Κίνας, και η Ισπανία, η οποία έχει υποστεί «σπάσιμο» της φούσκας στην αγορά κατοικιών, οι οδύνες θα είναι παρατεταμένες. Παρ’ όλα αυτά, καμία χώρα δεν έχει διανοηθεί να εγκαταλείψει το ευρώ.
Αντιλαμβάνονται ότι ένας και μόνο τέτοιος ψίθυρος είναι ικανός να σπείρει τον πανικό στους επενδυτές. Ταυτόχρονα, παρατηρούν ότι οι χώρες που διατήρησαν το νόμισμά τους, όπως η Δανία, εξωθούνται σε αύξηση των επιτοκίων τους προκειμένου να στηρίξουν την ισοτιμία, τη στιγμή που η Federal Reserve των Ηνωμένων Πολιτειών και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προχωρούν σε περικοπές επιτοκίων. Συνειδητοποιούν ότι εάν είχαν διατηρήσει τη λίρα ή την πεσέτα θα έβλεπαν τα κεφάλαια να «κάνουν φτερά». Κατανοούν, επίσης, ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν μια ξεπερασμένη συναλλαγματική κρίση στη χειρότερη συγκυρία όλων των εποχών. Κατά προέκταση εκτιμούν τη σημερινή σταθερότητα και ασφάλεια.
Αντιστοίχως, το σενάριο κατάρρευσης του ευρώ που θέλει τις χώρες αυτές να υποχρεώνουν την ΕΚΤ σε πληθωρισμό και τη Γερμανία να αναγκάζεται να εγκαταλείψει το ευρώ, δεν φαίνεται να επαληθεύεται. Η ΕΚΤ, η οποία προστατεύεται από τη θεσμική της ανεξαρτησία και την εντολή για σταθερότητα τιμών, δεν είναι διατεθειμένη να υποκύψει στις πιέσεις του Γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί ή οποιουδήποτε άλλου.
Ίσως κάποιος θεωρεί ότι τα χειρότερα δεν τα έχουμε δει ακόμα –ότι μας περιμένει περαιτέρω άνοδος του πληθωρισμού και της ανεργίας– και ότι, όταν τα δούμε όλα αυτά, η ευρωζώνη θα αποτελεί πια παρελθόν. Αυτό είναι κλασικό επιχείρημα των ευρωσκεπτικιστών. Δεδομένων, όμως, των πρόσφατων εξελίξεων, αυτοί είναι που καλούνται πλέον να αποδείξουν την ορθότητα των ισχυρισμών τους.
Εκείνο που δεν προέβλεψε ούτε ο Φρίντμαν ούτε κανείς άλλος το 1998 ήταν ότι η πρώτη σοβαρή ύφεση μετά την ένταξη στο ευρώ θα συνέπεφτε με τη μητέρα όλων των χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Πανικόβλητοι οι επενδυτές άρχισαν να τρέπονται σε φυγή εξωθώντας τις κεντρικές τράπεζες σε πρωτοφανή μέτρα που τις κατέστησαν «δανειστές έσχατης λύσης». Οι εκτεταμένες ζημίες από τα δάνεια οδήγησαν τις τράπεζες σε πρωτοβουλίες αναδιάρθρωσης κεφαλαίων υψηλού κόστους.
Πολλοί εκτιμούσαν ότι οι κυβερνήσεις, έχοντας εξαντλήσει τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους για την αντιμετώπιση της κρίσης, θα ανταποκριθούν με εγκατάλειψη του ευρώ. Θεώρησαν ότι θα προσφύγουν στο φόρο πληθωρισμού και θα επαναφέρουν το εθνικό νόμισμα για αποκατάσταση της ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα και τις χρηματοοικονομικές αγορές.
Στην πραγματικότητα, όμως, τα κράτη αντέδρασαν προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση. Η ΕΚΤ προχώρησε στη διοχέτευση απεριόριστης ουσιαστικά ρευστότητα στα χρηματοπιστωτικά συστήματα της ευρωζώνης. Οι περιορισμοί που επιβάλλει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης χαλάρωσαν προκειμένου να ενισχυθούν οι δυνατότητες δανεισμού των κρατών για αναδιάρθρωση των κεφαλαίων στις τράπεζες τους.
Αυτές που ήρθαν αντιμέτωπες με ανυπέρβλητες δυσκολίες ήταν οι ευρωπαϊκές χώρες εκτός ευρωζώνης που διατηρούν το εθνικό τους νόμισμα. Δεδομένου ότι τα νομίσματά τους δεν χρησιμοποιούνται ευρέως σε διεθνές επίπεδο, μεγάλο μέρος των υποχρεώσεών των τραπεζών τους είναι εκπεφρασμένο σε ευρώ. Συνεπώς, ο μοναδικός τρόπος για να εξασφαλίσουν αυτές οι χώρες τη ρευστότητα σε ευρώ που χρειάζονται απεγνωσμένα οι τράπεζές τους είναι να αυξήσουν τα επιτόκια, είτε μέσω της αγοράς είτε μέσω των συμφωνιών ανταλλαγής νομισμάτων (swap lines) με την ΕΚΤ. Αυτή τη στιγμή διατίθενται τέτοιου είδους συμφωνίες ανταλλαγής οι οποίες, όμως, συνεπάγονται καθυστερήσεις και δυσβάσταχτο πολιτικό κόστος.
Το συμπέρασμα είναι σαφές. Τα εθνικά τραπεζικά συστήματα χρειάζονται ένα δανειστή έσχατης λύσης. Στις μικρές χώρες, στις οποίες οι τράπεζες διατηρούν μεγάλο μέρος των υποχρεώσεών τους σε ξένο νόμισμα, οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα. Οι μοναδικές εναλλακτικές επιλογές είναι η επιβολή δρακόντειων ελέγχων στο τραπεζικό σύστημα και η ένταξη στη ζώνη του ευρώ.
Δεδομένης της δυσκολίας να γυρίσει πίσω ο χρόνος για την οικονομία και να ανακληθούν οι περιορισμοί της ενιαίας αγοράς, είναι σαφές ποια οδό θα ακολουθήσουν οι ευρωπαϊκές χώρες. Ήδη διαπιστώνει κανείς τη μεταστροφή της κοινής γνώμης στη Δανία και τη Σουηδία υπέρ της υιοθέτησης του ευρώ. Η Πολωνία επανέλαβε τη δέσμευσή της για ένταξη στο ευρώ. Η Ουγγαρία, με ανοιχτές τις πληγές από το πρόγραμμα του ΔΝΤ, το πιθανότερο είναι ότι θα πράξει αναλόγως.
Είναι προφανές ότι από την κρίση θα ανακύψουν νέες οικονομικές και χρηματοοικονομικές προκλήσεις για την Ανατολική Ευρώπη. Η ικανοποίηση των κριτηρίων σύγκλισης για υιοθέτηση του ευρώ θα είναι πολύ πιο δύσκολη. Θα ενδυναμωθεί, όμως, και η θέληση για επιτυχία.
Το αποτέλεσμα, λοιπόν, θα είναι η διεύρυνση και όχι η συρρίκνωση της ευρωζώνης, όπως ψιθυρίζεται σε πολλές χώρες. Πράγματι, αρκετές χώρες που δεν ανήκουν καν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως η Ισλανδία και η Ελβετία, έχουν ήδη εκδηλώσει ενδιαφέρον για προσχώρηση στην ΕΕ ως ένα πρώτο βήμα για την υιοθέτηση του ευρώ και την οριστική επίλυση του οικονομικού τους διλήμματος.
Μοναδική εξαίρεση θα είναι κατά πάσα πιθανότητα η Βρετανία, το νόμισμα της οποίας χρησιμοποιείται διεθνώς σε συνέχεια της πολυετούς ιστορία του. Ούτως ή άλλως, η Βρετανία πατούσε πάντοτε με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο έξω από την Ευρώπη. Είναι εύλογο, λοιπόν, να θεωρήσει κανείς ότι μακροπρόθεσμα δύο είναι τα νομίσματα που θα επιβιώσουν στην Ευρώπη: το ευρώ και η στερλίνα. Η επικράτηση τριών νομισμάτων, πόσο μάλλον τριάντα έξι, είναι απίθανη.
Copyright: Project Syndicate, 2008
www.project-syndicate.org