Το CAS, το Διαιτητικό Δικαστήριο για τον Αθλητισμό, δημοσίευσε τους λόγους για την πρώτη απόφαση που αποκλείει τους συλλόγους και την Εθνική ομάδα της Ρωσίας από τις διοργανώσεις της FIFA και της UEFA, απορρίπτοντας σε πρώτο βαθμό την έφεση που υπέβαλε η Ρωσική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου.
Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της Ρωσίας να «παγώσει» τον αποκλεισμό από τις διεθνείς διοργανώσεις για τις ρωσικές ομάδες και την Εθνική, ξεκινώντας από τα πλέι οφ για την πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ 2022, στο οποίο η Ρωσία θα έπρεπε να είχε αντιμετωπίσει την Πολωνία.
Μια απόφαση που είναι προσωρινή, αλλά «παντρεύει» την απόφαση της FIFA, η οποία σε απάντηση στην έφεση είχε δηλώσει ότι το να αφήσει τη Ρωσία να παίξει στα προκριματικά για το Παγκόσμιο Κύπελλο «κινδύνευε να προκαλέσει ανεπανόρθωτη και χαοτική ζημιά στη διοργάνωση» και πως αν η Ρωσία δεν αποκλειόταν, θα αντιμετώπιζε μποϊκοτάζ όλων των εθνικών ομάδων που θα έπρεπε να την αντιμετωπίσουν, με «ανεπανόρθωτες και χαοτικές» συνέπειες για τη διοργάνωση.
Οι δικηγόροι της Ρωσικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου υποστήριξαν ότι η απόφαση της FIFA ήταν «μια συγκαλυμμένη πειθαρχική κύρωση», στην οποία τους στερήθηκε το δικαίωμα ακρόασης.
Η απόφαση ελήφθη από ένα μόνο μέλος του συμβουλίου του CAS, την Κορίν Σμιντχάουζερ, πρόεδρο του τμήματος προσφυγών.
Η Ελβετή δικηγόρος έπρεπε να αποφασίσει εάν η πιθανή ζημία που προκλήθηκε στη ρωσική ποδοσφαιρική ομάδα υπερτερούσε της ζημίας για τη FIFA ως διοργανωτή του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Η Σμιντχάουζερ αποφάνθηκε ότι «αν είχε επιτραπεί στην Εθνική ομάδα της Ρωσίας να παίξει, οι αντίπαλοί της θα είχαν χάσει το παιχνίδι χωρίς καν να παίξουν. Η ακεραιότητα των διοργανώσεων της FIFA θα είχε πληγεί σοβαρά».
Επιπλέον, η Σμιντχάουζερ υπογράμμισε ότι «υπό το πρίσμα της αγανάκτησης και της παγκόσμιας καταδίκης που προκλήθηκε από τα γεγονότα στην Ουκρανία, η ασφάλεια των παικτών και των αξιωματούχων θα ήταν δύσκολο να διασφαλιστεί ακόμη και αν η Ρωσία έπαιζε σε μια ουδέτερη χώρα».