Στα δίχτυα της διεθνούς οικονομικής κρίσης έχουν πιαστεί οι μεγαλύτερες όπερες του κόσμου, οι οποίες εξωθούνται σε περικοπές ή ακόμη και σε κλείσιμο μετά από πολλές δεκαετίες ανάπτυξης.
Σε έναν κλάδο όπου οι εταιρείες παραγωγής προγραμματίζουν χρόνια πριν τις παραστάσεις, οι επιπτώσεις της κρίσης έχουν αρχίσει ήδη να γίνονται ορατές.
Η Όπερα της Βαλτιμόρης με 58ετή ιστορία κήρυξε πτώχευση και ακύρωσε όλες τις προγραμματισμένες της παραστάσεις, η Όπερα της Τσατανούγκα στην πολιτεία του Τενεσί ανέστειλε τις παραγωγές, ενώ λουκέτο έβαλε και η Opera Pacific στη Σάντα ¶ννα της Καλιφόρνιας.
Οι περισσότερες από τις υπόλοιπες όπερες ευελπιστούν ότι θα διεξαχθεί κανονικά το βασικό τους πρόγραμμα, μολονότι η πώληση εισιτηρίων έχει σε γενικές γραμμές υποχωρήσει.
Οι πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος πιστεύεται ότι θα αποκαλυφθούν εντός των επόμενων μηνών, τότε που θα εξαντληθούν τα κληροδοτήματα, θα στερέψουν οι εταιρικές επιχορηγήσεις και θα περιοριστούν δραστικά οι πολύτιμες μεμονωμένες δωρεές από τις οποίες εξαρτώνται πολλοί οργανισμοί.
Οι όπερες στην Ευρώπη, οι οποίες βασίζονται κατά κύριο λόγο στην κρατική χρηματοδότηση, έχουν έρθει ήδη αντιμέτωπες με τις συνέπειες και υπόκεινται σε περικοπές. Πρέπει να σημειωθεί ότι το 40% των σκηνών όπερας στις ΗΠΑ έχουν ιδρυθεί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, γεγονός που υποδηλώνει την έκρηξη στον κλάδο μετά το 1980. Σε συνθήκες κρίσης, αυτή η πορεία θα ανακοπεί.
«Πιστεύω ότι ο κλάδος κλονιστεί βαθύτατα», προειδοποιεί ο Μαρκ Γουάινσταϊν, γενικός διευθυντής της Εθνικής Όπερας της Ουάσιγκτον.
Εξέφρασε, ωστόσο, την εμπιστοσύνη του στην ανθεκτικότητα του κλάδου σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. «Παρότι πρόκειται για μια ακριβή μορφή τέχνης, η όπερα δεν στηρίζεται αποκλειστικά στους έχοντες οικονομική άνεση αλλά και στο φανατικό της κοινό». Για να επιβιώσουν, οι όπερες θα πρέπει να είναι ευέλικτες και να «βρίσκονται ένα βήμα μπροστά στον οικονομικό κύκλο».
Στο ρεαλιστικό αυτό πλαίσιο, η Εθνική Όπερα της Ουάσιγκτον αποφάσισε να μην ανεβάσει τις τέσσερις παραστάσεις του κύκλου του δαχτυλιδιού του Βάγκνερ, που είχε προγραμματιστεί για την περίοδο 2009-2010, μια εξαιρετικά δαπανηρή παραγωγή που προετοιμαζόταν για επτά χρόνια.
Πηγή: Reuters