Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Α. Κορομηλά*
*Προέδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών και Φορολογικών Μελετών
Η φορολογική νομοθεσία υφίσταται συχνές μεταβολές με την ψήφιση διατάξεων που εισάγουν νέες φορολογικές διαδικασίες, όχι πάντα στα πλαίσια της σταθερότητας και της απλοποίησης, αλλά στα πλαίσια της επίτευξης των εισπρακτικών και μόνο στόχων.
Σε πολλά άρθρα αλλά και σχετικές μελέτες έχει εκφρασθεί η άποψη ότι η αστάθεια του φορολογικού συστήματος οφείλεται κατά κύριο λόγο στο ασταθές περιβάλλον δραστηριοποίησης της ελληνικής οικονομίας, περιβάλλον το οποίο δεν επιτρέπει ακόμα την άσκηση τέτοιας φορολογικής πολιτικής η οποία θα καταστήσει το φορολογικό σύστημα εργαλείο ανάπτυξης και προόδου, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται μόνο ως εργαλείο μέσο-βραχυπρόθεσμης τόνωσης των δημοσίων εσόδων, δηλαδή καθαρά ως εισπρακτικό εργαλείο.
Σύμφωνα με μελέτες-έρευνες που κατά καιρούς βλέπουν το φως της δημοσιότητας, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με τα λιγότερο ανταγωνιστικά και φιλικά προς τις επιχειρήσεις φορολογικά συστήματα, λόγω των αδυναμιών που παρουσιάζει σε θεσμικό επίπεδο και της γραφειοκρατίας, αλλά και λόγω της υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης, με αποτέλεσμα να συγκαταλέγεται στα πιο ακριβά και ασύμφορα φορολογικά συστήματα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η υφιστάμενη ασταθής φορολογική πολιτική έχει δημιουργήσει αβεβαιότητα για το μέλλον σε όσους ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα στη χώρα, διότι δείχνει να εξαντλείται μόνο και μόνο στη φορολογική στοχοποίηση του παραγόμενου κέρδους.
Η φορολογική πολιτική σε ό,τι αφορά τη φορολογία των επιχειρήσεων λειτουργεί αφενός μεν αποτρεπτικά στην προσέλκυση νέων επενδύσεων, αφετέρου δε οδηγεί στη φυγή από τη χώρα πολλών επιχειρήσεων, οι οποίες στρέφονται στην αναζήτηση πιο ελκυστικών φορολογικών συστημάτων θεωρώντας ότι δίδονται καλύτερες επιχειρηματικές ευκαιρίες σε άλλες χώρες, οι οποίες φυσικά αποτελούν για αυτές την εναλλακτική λύση για την έναρξη ή/και τη μεταφορά επιχειρηματικής δράσης. Εξ άλλου υπάρχουν πολλά παραδείγματα ημεδαπών και αλλοδαπών επιχειρηματικών συμφερόντων επιχειρήσεων που μετέφεραν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα από τη χώρα μας είτε σε γειτονικές πιο συμφέρουσες φορολογικά χώρες, είτε σε άλλες που παρέχουν ένα σταθερό φορολογικό περιβάλλον, και αυτό τους επιτρέπει να γνωρίζουν τις φορολογικές τους επιβαρύνσεις σε μακροχρόνιο χρονικό ορίζοντα, κάτι που δυστυχώς στην Ελλάδα της κρίσης και των μνημονίων δεν μπορούν να γνωρίζουν.
Πρέπει να επισημανθεί ότι η μείωση της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων και των φορέων αυτών, μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών, δεν είναι πάντα εφικτή, ειδικά στις χρονικές εκείνες περιόδους που υφίσταται επιτακτική ανάγκη αύξησης των δημοσίων εσόδων. Εξ άλλου από μόνη της η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης δεν θα αποτελέσει τον επιθυμητό πόλο έλξης επενδύσεων στη χώρα μας αν δεν συνοδεύεται με ένα σταθερό συνεπώς φιλικό νομοθετικό πλαίσιο το οποίο πρώτιστα θα συμβάλλει στην ανάπτυξη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.
Η οριστική έξοδος από την κρίση προϋποθέτει οικονομική ανάπτυξη. Για να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη, απαιτείται τα λόγια να γίνουν έργα και να υπάρξει ένα σταθερό φορολογικό πλαίσιο το οποίο δεν θα τιμωρεί το παραγόμενο κέρδος αλλά θα το φορολογεί δίκαια. Το αποτέλεσμα θα είναι να υπάρχουν μόνιμα και συνεχώς αυξανόμενα έσοδα στο κράτος, με κύριο στόχο αφενός την αποφυγή μελλοντικού δημοσιονομικού εκτροχιασμού και αφετέρου τη δυνατότητα σταδιακής μείωσης του δημοσίου χρέους, έτσι ώστε αυτή η χώρα να μπει σε δυναμική τροχιά ανάπτυξης και προόδου, απαλλαγμένη από τα βάρη του παρελθόντος τα οποία ταλανίζουν σήμερα την πλειονότητα των πολιτών.