Από την έντυπη έκδοση
Toυ Γιώργου Α. Κορομηλά
Σύμφωνα με το Σύνταγμα της χώρας μας οι πολίτες συνεισφέρουν αδιακρίτως στα δημόσια βάρη σύμφωνα με τις δυνάμεις τους, όπου με τη φράση «σύμφωνα με τις δυνάμεις τους» ορίζεται η αρχή της φοροδοτικής ικανότητας, δηλαδή η συνεισφορά κάθε πολίτη ανάλογα με το πραγματικό εισόδημά του, το οποίο πρέπει να φορολογείται με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε η φορολογική επιβάρυνση να είναι μικρότερη στα χαμηλά εισοδήματα και φυσικά μεγαλύτερη όσο μεγαλώνει το εισόδημα.
Τα τεκμήρια, διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων, καθιερώθηκαν με τον Ν. 820/1978, ο οποίος είχε τίτλο «Περί λήψεως μέτρων διά την περιστολήν της φοροδιαφυγής και άλλων τινών συναφών διατάξεων», σε μια προσπάθεια της πολιτείας να περιορίσει το συνεχώς εντεινόμενο φαινόμενο της φοροδιαφυγής, έχοντας, μέσω αυτών, μια κατ’ αρχήν ένδειξη φοροδοτικής ικανότητας.
Στην πράξη όμως τα τεκμήρια λειτούργησαν ως ένας τρόπος προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος. Στο σημείο αυτό αξίζει να θυμηθούμε την από το 2002 έκθεση της Επιτροπής για την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, στο πόρισμα της οποίας αναφέρεται ότι ο προσδιορισμός του εισοδήματος με τα τεκμήρια εξασφαλίζει στο κράτος ορισμένα έσοδα και χρησιμοποιείται συνήθως σε λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, όπου η φοροδιαφυγή είναι περισσότερο εκτεταμένη και ο προσδιορισμός του ύψους του πραγματικού εισοδήματος αντιμετωπίζει περισσότερες δυσκολίες, ενώ, αντίθετα, τέτοιος προσδιορισμός δεν συναντάται, κατά κανόνα, στα φορολογικά συστήματα των αναπτυγμένων χωρών, επειδή παρουσιάζει σημαντικά μειονεκτήματα, επισημαίνοντας ότι μετά την πρόοδο που από τότε έχει κάνει η Διοίκηση τόσο στη μηχανοργάνωση όσο και στον ελεγκτικό τομέα έπρεπε να καταργηθεί ο τεκμαρτός προσδιορισμός του εισοδήματος και τα τεκμήρια να χρησιμοποιούνται ως ενδεικτικά, και μόνο, στοιχεία φοροδοτικής ικανότητας κατά τον έλεγχο. Ως συνήθως σε αυτή τη χώρα οι βασικές αυτές επισημάνσεις της επιτροπής αυτής δεν ελήφθησαν ποτέ σοβαρά υπ’ όψιν και το 2010, με την τότε επιχειρούμενη φορολογική μεταρρύθμιση, τα τεκμήρια διαβίωσης αντικαταστάθηκαν με τις «αντικειμενικές δαπάνες» διαβίωσης.
Ενώ λοιπόν η αιτιολογική έκθεση του Ν. 3842/2010 ανέφερε ότι καθιερώνεται ένα αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού των δαπανών που απαιτούνται να γίνουν λόγω της κατοχής και χρήσης ορισμένων περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή το ετήσιο κόστος συντήρησης και λειτουργίας κατοικιών, αυτοκινήτων, σκαφών αναψυχής, εναέριων μέσων, πισινών, διδάκτρων, οικιακών βοηθών κ.λπ., προκειμένου να λειτουργήσει ως βάση για την καταρχήν αξιολόγηση από τις φορολογικές αρχές της ειλικρίνειας του δηλούμενου εισοδήματος, στην πράξη λειτουργεί ως εργαλείο προσδιορισμού του ελάχιστου φορολογητέου εισοδήματος, συνεπώς τα τεκμήρια διαβίωσης παρέμειναν με άλλο όνομα.
Στη συνέχεια το 2011 αυξήθηκαν υπερβολικά και σε συνδυασμό με τη δραματική μείωση του αφορολογήτου συνέβαλαν στην υπέρμετρη φορολόγηση φορολογουμένων με πραγματικά χαμηλά εισοδήματα, όπως μισθωτοί και συνταξιούχοι.
Τέλος, το 2013 που ψηφίστηκε ο νέος Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, οι διατάξεις του οποίου είχαν ενταχθεί στον ευρύτερο σχεδιασμό για τη μεταρρύθμιση και τον εκσυγχρονισμό του φορολογικού συστήματος της χώρας και είχαν στόχο τη δημιουργία ενός δίκαιου, με βάση τη συνταγματική επιταγή της φορολογικής δικαιοσύνης και της ίσης μεταχείρισης, και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος, είδαμε με έκπληξη να έχουν παρεισφρήσει τα ίδια τεκμήρια στο κεφάλαιο Δ’ αυτού, με τον τίτλο «εναλλακτικός τρόπος προσδιορισμού της ελάχιστης φορολογίας». Ο τεκμαρτός λοιπόν προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος έγινε αντικειμενικός και στη συνέχεια εναλλακτικός. Αν μη τι άλλο, από φαντασία σκίζουμε!