Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Α. Κορομηλά, πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών και Φορολογικών Μελετών
Είναι γνωστόν ότι αν το δηλούμενο πραγματικό εισόδημα φυσικού προσώπου είναι μικρότερο από το τεκμαρτό εισόδημα, δηλαδή αυτό που προκύπτει από το άθροισμα των «αντικειμενικών» δαπανών διαβίωσης και των δαπανών που καταβάλλονται για απόκτηση περιουσιακών στοιχείων, τότε φορολογείται το συνολικό τεκμαρτό εισόδημα.
Όμως ο προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος βάσει των τεκμηρίων είναι μια πρακτική η οποία χρησιμοποιείται σε λίγες χώρες όπου παρατηρείται φοροδιαφυγή σε πολύ μεγάλη έκταση. Δυστυχώς στη χώρα μας, σύμφωνα με τα στοιχεία διεθνών οικονομικών οργανισμών, η φοροδιαφυγή μπορεί να είναι μεγάλη, αλλά το γεγονός αυτό καθαυτό δεν μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση ενός αναχρονιστικού τρόπου προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος, κάτι που δεν συμβαίνει σε πολλές άλλες χώρες στις οποίες παρατηρείται έξαρση του φαινομένου της φοροδιαφυγής.
Μελετώντας τα φορολογικά συστήματα άλλων χωρών, παρατηρούμε ότι δεν χωράει προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος βάσει τεκμηρίων, ειδικά αυτών της διαβίωσης, επειδή αφενός μεν έχει σημαντικά μειονεκτήματα, όπως π.χ. του μεγάλου διαχειριστικού κόστους σε σχέση με το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, αφετέρου δε δημιουργεί σειρά στρεβλώσεων που δεν ταιριάζουν με την έννοια ενός μοντέρνου και κοινωνικά δίκαιου φορολογικού συστήματος. Η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων, ή/και ο τρόπος διαβίωσης, είναι κατ’ αρχήν ενδείξεις φοροδοτικής ικανότητας, και μόνο εφόσον οι σχετικές πραγματοποιούμενες δαπάνες δεν καλύπτονται με δηλωθέντα εισοδήματα ή/και με οποιονδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο, τότε το γεγονός, αυτό καθαυτό, θα πρέπει να χρησιμοποιείται από τον έλεγχο για τον προσδιορισμό του πραγματικού, συνεπώς και του φορολογητέου εισοδήματος.
Οι «αντικειμενικές» δαπάνες διαβίωσης που μόνο κατ’ αντικειμενικό τρόπο δεν προσδιορίζονται, όπως και οι δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων με τον τρόπο που λειτουργούν σήμερα, ως τρόπος προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος, δεν παράγουν ουσιαστικό αποτέλεσμα και κατά συνέπεια δεν καταπολεμούν τη φοροδιαφυγή διότι απλά καλλιεργούν την ψευδαίσθηση ότι φορολογούνται όλα τα εισοδήματα. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι με τα τεκμήρια τιμωρούνται φορολογικά συνήθως χαμηλόμισθοι υπάλληλοι οι οποίοι έχουν την ατυχία να διαθέτουν κάποια περιουσιακά στοιχεία (σπίτι, αυτοκίνητο, σπίτι στο χωριό συνήθως από κληρονομιά) από τα οποία προκύπτει τεκμαρτό εισόδημα μεγαλύτερο από το πραγματικό, ενώ λαμβάνουν συγχωροχάρτι αυτοί που έχουν τη δυνατότητα να αποκρύπτουν τα πραγματικά τους εισοδήματα.
Λύση υπάρχει, όπως σε όλα τα προβλήματα, αρκεί να υπάρχει και η βούληση για την εξεύρεσή της. Λύση είναι η δημιουργία του ηλεκτρονικού περιουσιολογίου, όπως αυτό έχει εξαγγελθεί κατά καιρούς, αλλά δυστυχώς ακόμα δεν έχει γίνει, το οποίο πρέπει να εφαρμοστεί και να λειτουργήσει, όχι όμως με τη μορφή της σημερινής λειτουργίας των τεκμηρίων, αλλά ως το κύριο εργαλείο εντοπισμού και φορολόγησης των εισοδημάτων που μέχρι σήμερα διαφεύγουν, ειδικά αυτών των προσώπων που ενώ φορολογικώς δηλώνουν «πτωχοί», αφενός διάγουν προκλητικά υπερπολυτελή βίο και αφετέρου αποκτούν μεγάλης αξίας περιουσιακά στοιχεία. Με την εκμετάλλευση από την ΑΑΔΕ των στοιχείων του περιουσιολογίου οι μεταβολές στην περιουσιακή κατάσταση οι οποίες δεν θα δικαιολογούνται επαρκώς θα οδηγούν σε άμεσο φορολογικό έλεγχο και καταλογισμό των φόρων, συνεπώς με έναν καλό σχεδιασμό το ηλεκτρονικό περιουσιολόγιο μπορεί να γίνει το εργαλείο εκείνο που θα συμβάλει στη μείωση της φοροδιαφυγής, άρα στην αύξηση των εσόδων, μειώνοντας τη συνολική φορολογική επιβάρυνση αυτών που επί σειρά ετών έχουν επωμισθεί στις πλάτες τους τα βάρη άλλων.