Του Δημήτρη Χατζηνικόλα
Χαμηλά κρατούν στην κυβέρνηση τον πήχη των προσδοκιών τους για το σημερινό Eurogroup, αναμένοντας, στις πρωινές προπαρασκευαστικές συναντήσεις που θα έχουν στις Βρυξέλλες οι Ευκλ. Τσακαλώτος και Γ. Χουλιαράκης, τις πρώτες ενδείξεις «για το πού το πάνε οι δανειστές».
Ο ΥΠΟΙΚ και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών πάντως προσέρχονται στις σημερινές συναντήσεις με ένα πακέτο προτάσεων και αντιπροτάσεων το οποίο επεξεργάστηκαν όλο το Σαββατοκύριακο σε ανοιχτή γραμμή με το Μαξίμου, με ανώτατο κυβερνητικό στέλεχος να σημειώνει πως «όλες οι πλευρές πλέον έχουν ανοίξει τα χαρτιά τους».
Αυτό που απεύχεται πάντως η Αθήνα είναι να βρεθεί σήμερα ενώπιον ενός τελεσιγράφου ώστε να αποδεχθεί τα μέτρα που ζητά το ΔΝΤ για μετά το 2018 χωρίς να λάβει το «καθαρό μονοπάτι» που ζητά για την ίδια περίοδο. Ωστόσο «τέτοιες ενδείξεις δεν έχουμε τις τελευταίες ώρες», σημειώνει το ίδιο στέλεχος.
Το πιο πιθανό είναι σήμερα να υπάρξει μια καταγραφή της πορείας της β΄ αξιολόγησης, όσα έγιναν και όσα μένει να γίνουν, ενώ το καλύτερο σενάριο είναι να υπάρξει και μια πρώτη πολιτική συμφωνία που θα περιγράφει τα επόμενα βήματα: τα όσα δηλαδή πρέπει να κάνει η Αθήνα (να ολοκληρώσει την αξιολόγηση, να προνομοθετήσει το πρώτο πακέτο μέτρων και τον μηχανισμό αυξημένων εγγυήσεων με το δεύτερο πακέτο) και παράλληλα οι δανειστές να δεσμευτούν πως όταν η Eurostat ανακοινώσει το πλεόνασμα για το 2016 θα μειώσει τις απαιτήσεις για νέα μέτρα από το σημερινό 2% του ΑΕΠ. Παράλληλα να διευκρινιστούν τα λεγόμενα αντίμετρα (μειώσεις φόρων) ώστε η συμφωνία να είναι «δημοσιονομικά ουδέτερη».
Το επόμενο κρίσιμο βήμα για την επίτευξη οριστικής συμφωνίας θα γίνει την Τετάρτη στο Βερολίνο στις συναντήσεις της Άγκελα Μέρκελ με την Κριστίν Λαγκάρντ και τον Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ. Εκεί αναμένεται να πιεστεί το Ταμείο ώστε να μειώσει τις απαιτήσεις του ενώ ίσως ο πιο κρίσιμος παράγοντας είναι η στάση της Γερμανίας στα μεσοπρόθεσμα μέτρα απομείωσης του ελληνικού χρέους. Ήδη πάντως κάποιοι στην Αθήνα σημειώνουν ότι η ΕΚΤ μπορεί να εντάξει τη χώρα στο QE αφού το κλείσιμο της αξιολόγησης και τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που «τρέχουν» ήδη από τον ESM διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.