Από την έντυπη έκδοση
Του Α.Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]
Η μαγική λέξη που, μόνη αυτή, μπορεί να δώσει προοπτική στις συζητήσεις για μέλλον της ελληνικής οικονομίας είναι η λέξη «επενδύσεις». Όλοι την επικαλούνται τη λέξη αυτή -απ’ εκείνους που παρατηρούν ότι ακόμη και το χρέος, όπως μετράται ως % του ΑΕΠ, «χρειάζεται» επανεκκίνηση της παραγωγής, άρα βελτίωση του παρονομαστή. Μέχρι τους ορκισμένους ότι χωρίς μετάβαση σε «νέο παραγωγικό μοντέλο» καμιά συζήτηση για αύριο της ελληνικής οικονομίας δεν έχει νόημα- ως αυτονόητη προϋπόθεση προκειμένου να οδηγήσει μπροστά η ανάπτυξη.
Βέβαια, εξαρτάται από το πού πιάνει κανείς την άκρη του νήματος. Έτσι, για παράδειγμα, ο Δήμος Παπαδημητρίου ως υπουργός Οικονομίας / Ανάπτυξης ευθέως επιχειρηματολόγησε (στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ των Χριστουγέννων) πως «η μείωση των φόρων έχει αποδειχθεί εμπειρικά ότι δεν αυξάνει τις επενδύσεις».
Μάλιστα επιστράτευσε και του ΟΟΣΑ τον επικεφαλής των φορολογικών («Συμβουλεύαμε να μη φορολογείτε το κεφάλαιο περισσότερο γιατί θα χάσετε επενδύσεις [...] . Ε, λοιπόν, αυτό το επιχείρημα πέθανε και πρέπει να αναθεωρήσουμε όλη αυτή την ιστορία».
Ενώ από την άλλη, μια διμοιρία Ευρωπαίων παραγόντων - από την επίτροπο Περιφερειακής Πολιτικής Κορίνα Κρέτσου μέχρι και τον πρόεδρο της ΕΤΕπ Βέρνερ Χόγιερ- αφιέρωσε μιαν ολόκληρη μέρα σε διάφορες αίθουσες του Χίλτον να κηρύσσει το ευαγγέλιο της χρηματοδοτικής στήριξης αναπτυξιακών επενδυτικών πρωτοβουλιών, μάλιστα με ιδιαίτερη έμφαση στην καινοτομία και την επενδυτική δραστηριοποίηση των νέων.
Τι οι συστημικές τράπεζες προσήλθαν να συμπαραταχθούν, τι «υπερταμείο Συνεπενδύσεων» λανσαρίστηκε...
Εν τω μεταξύ, όπως εξηγούσε με άλλη ευκαιρία -της έρευνας «Επιχειρηματικότητα 2015-16» που «έτρεξε» το ΙΟΒΕ- ο Νίκος Βέττας, ζούμε μια πραγματικότητα κατάρρευσης των επενδύσεων - από κάπου 65 δισ., δηλαδή 27% του ΑΕΠ το 2007 σε περίπου 30 δισ., δηλαδή 15% του πτωτικού μας ΑΕΠ το 2011, ήδη δε κάτω από 10%, στα 20 δισ. το 2015. Ακριβέστερα, ζούμε μια περίοδο αποεπένδυσης, που «αδειάζει» την ελληνική οικονομία από το όποιο σωζόμενο κατάλοιπο δραστηριότητας.
Διόλου παράξενο, λοιπόν, που οσάκις οι προϋπολογισμοί ή τα μεσοπρόθεσμα πασχίζουν να πείσουν ότι επίκειται ανάκαμψη, επανεκκίνηση ή τα σχετικά, «χαρίζουν» στην επενδυτική δραστηριότητα κορυφαίο ρόλο - στα λόγια. στις προβλέψεις. στις (ας μας επιτραπεί) ευχές.
Ενώ π.χ. διαβάζαμε στόχους αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης 1,8% για το 2017 και το 2018, ή πάλι αύξηση εξαγωγών στο 4,2% για το 2017 και 4,6% για το 2018, τις προσδοκίες για επενδύσεις ως ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου τις συναντούσαμε στο 11,6% για το 2017, στο 15,4% για το 2018...
Η μετάβαση όμως από τις ευχές και τις προσδοκίες σε κάτι πλησιέστερο προς την πραγματικότητα, εκεί είναι που το πράγμα μετράει. Έτσι, διαβάζοντας στο γύρισμα του χρόνου τα πορίσματα της έρευνας επενδύσεων στη βιομηχανία που διενήργησε το ΙΟΒΕ (στα πλαίσια του εναρμονισμένου προγράμματος της DG EC/FIN της Ε.Ε.), βλέπουμε ότι σ’ αυτόν τον χώρο αιχμής που αποτελεί η βιομηχανία, οι επενδυτικές δαπάνες στο σύνολο της μεταποίησης για το 2016 εκτιμάται ότι θα σημειώσουν κάμψη, με ρυθμό της τάξης του -5%. Προσέξτε τώρα: Πριν από 6 μήνες που είχε γίνει η ίδια έρευνα, η εκτίμηση ήταν για ρυθμό αύξησης 27% (τότε είχε υπάρξει ενθουσιασμός επειδή για το βαρύ 2015 η κατάσταση είχε προκύψει σ’ ένα -15%).
«Αποτρεπτικοί παράγοντες», κατά το ΙΟΒΕ, για την επενδυτική δραστηριότητα καταγράφονται «σταθερά πλέον» το κόστος (αλλά και η διαθεσιμότητα) κεφαλαίων, η οικονομική πολιτική (στη συνολική της κατεύθυνση) και η φορολογία κερδών (εδώ πλήρης αντίθεση με τη θέση Δ. Παπαδημητρίου). Δεν παραλείπει, ωστόσο, το ΙΟΒΕ να καταγράψει προσδοκία για εκρηκτική αύξηση των επενδυτικών δαπανών στη βιομηχανία με ένα να-τρίβεις-τα-μάτια-σου +35,5% (που με δεδομένη την ανάσχεση των κατασκευών «δίνει» τη συνολική αισιόδοξη προοπτική για το 2017 - και μετά).
Οι άνθρωποι του ΙΟΒΕ επισημαίνουν και πάλι την απόσταση που συνήθως παρατηρείται μεταξύ προσδοκιών και ex post καταγραφής πραγματοποιήσεων. Ίσως όμως ακόμη πιο ουσιαστική να είναι η αναφορά στο πού κατευθύνονται οι επενδυτικές δαπάνες: το 2016, το 31% πήγαινε σε αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας για ήδη παραγόμενα προϊόντα, συν άλλο 30% σε αντικατάσταση του υφιστάμενου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού: τα ανάλογα ποσά για το 2017 είναι στο 37% για αύξηση και 23% για αντικατάσταση.
Η διεύρυνση της παραγωγής της δυναμικότητας για νέα προϊόντα ήταν το 2016 στο 18%, για το 2017 αναμένεται στο 15%, ενώ η βελτίωση των μεθόδων παραγωγής και η εισαγωγή νέων μεθόδων κινούνται σε μονοψήφια επίπεδα.