Την πεποίθηση ότι η κατάσταση στην Ελλάδα ως προς τη διαχείριση του προσφυγικού θα έχει βελτιωθεί σε ένα μήνα, εξέφρασε ο επίτροπος Μετανάστευσης, Δημήτρης Αβραμόπουλος από τις Βρυξέλλες.
Παρουσιάζοντας την αξιολόγηση της Επιτροπής σχετικά με τη διαχείριση του προσφυγικού (hotspots, δακτυλοσκόπηση, μετεγκατάσταση, χώροι υποδοχής, επιστροφές μεταναστών κτλ), από την Ελλάδα, την Ιταλία και τις χώρες που βρίσκονται κατά μήκος της οδού των Δυτικών Βαλκανίων, ο κ. Αβραμόπουλος είπε ότι στην Ελλάδα, παρά τις καθυστερήσεις που όντως υπήρξαν, σήμερα τα πράγματα προχωράνε πολύ γρήγορα και ολοκληρώνονται οι διαδικασίες για να καταστούν λειτουργικά τα hotspots στα νησιά και τα κέντρα υποδοχής.
Ο ίδιος πρόσθεσε ότι έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση καταγραφής και δακτυλοσκόπησης των προσφύγων και των μεταναστών τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ιταλία, κάτι το οποίο «δείχνει ότι το σύστημα έχει αρχίσει να λειτουργεί».
Ειδικότερα για την Ελλάδα ο κ. Αβραμόπουλος τόνισε ότι δέχεται μεγάλη βοήθεια απο την ΕΕ σε ό,τι αφορά την οργάνωση της υποδοχής προσφύγων και μεταναστών, τόσο σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Όπως είπε, η συνολική οικονομική βοήθεια από την ΕΕ για την αντιμετώπιση του προσφυγικού στην Ελλάδα ανέρχεται σε 475 εκατ ευρώ.
Παράλληλα, ο υπογράμμισε την ανάγκη η Ελλάδα να ενισχύσει τον έλεγχο στα σύνορα της ΠΓΔΜ, αλλά και να εφαρμοστεί η συμφωνία επανεισδοχής Ελλάδας – Τουρκίας.
Εξάλλου, ανέφερε ότι το κολέγιο των επιτρόπων συζήτησε σήμερα σχετικά με την Ελλάδα, την ενεργοποίηση του άρθρου 19 της Συνθήκης Σένγκεν, που αφορά μια σειρά από συστάσεις για το πώς μπορεί να διορθωθεί η κατάσταση στα εξωτερικά σύνορα και στα σημεία στα οποία υπάρχουν ελλείψεις.
Ο επίτροπος επανέλαβε ότι δεν τίθεται θέμα απομάκρυνσης καμίας χώρας από τη ζώνη Σένγκεν. Υπογράμμισε, όμως ότι όλα τα κράτη-μέλη πρέπει να εκπληρώνουν τις ευθύνες που ανέλαβαν, διότι ο χώρος Σένγκεν κινδυνεύει μόνο από κακή εφαρμογή των κανόνων του.
Ακόμη, ανέφερε ότι μόλις 497 μετανάστες έχουν μετεγκατασταθεί ως τώρα και κάλεσε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ να επιδείξουν αίσθημα ευθύνης και να εφαρμόσουν άμεσα τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει, με βάση τις πρόσφατες συμφωνίες.
Όσον αφορά τους οικονομικούς μετανάστες, τόνισε ότι θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι «δεν θα εξαφανίζονται». Για το λόγο αυτό, είπε ότι θα πρέπει να δημιουργηθούν επαρκείς θέσεις σε κλειστά κέντρα γι’ αυτούς που δεν έχουν δικαίωμα ασύλου στην ΕΕ και στη συνέχεια να επιστρέφουν στις πατρίδες τους.
Σχετικά με την αναθεώρηση του Δουβλίνου, ο κ. Αβραμόπουλος τόνισε ότι η Επιτροπή θα παρουσιάσει το Μάρτιο την πρότασή της, καθώς όπως είπε το πλαίσιο δεν είναι πλέον κατάλληλο για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Τόνισε, ωστόσο, ότι έως ότου αναθεωρηθεί «το Δουβλίνο υπάρχει και πρέπει να γίνει σεβαστό». Πρόσθεσε, πάντως, ότι η πρόθεση της Επιτροπής δεν είναι να επιβαρυνθεί κι άλλο η Ελλάδα που βρίσκεται υπό πίεση.
«Η Ελλάδα είναι εκτός Δουβλίνου από το 2011. Ήρθε η ώρα να αλλάξει αυτό», είπε χαρακτηριστικά, συμπληρώνοντας ότι αυτό δε «σημαίνει όμως μεταφορά ανθρώπων» πίσω στη χώρα.
Όπως εξήγησε, στόχος είναι να πληρούνται οι όροι, οι οποίοι δεν πληρούνταν για χρόνια, αλλά όταν θα αρχίσουν να πραγματοποιούνται επιστροφές θα ληφθεί υπ' όψιν και η μεταναστευτική πίεση, έτσι ώστε να μην επιβαρυνθεί περαιτέρω η χώρα.
Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν για το προσφυγικό, υπάρχουν 7.181 θέσεις στις προσωρινές εγκαταστάσεις στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και 10.447 θέσεις στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ως εκ τούτου, ο συνολικός αριθμός των υφιστάμενων θέσεων υποδοχής στην Ελλάδα ανέρχεται επί του παρόντος σε 17.628.
Ωστόσο, σημειώνεται, εξακολουθεί να υπάρχει έλλειψη 12.342 θέσεων σε σύγκριση με τις 50.000 νέες θέσεις για τις οποίες η Ελλάδα δεσμεύτηκε τον Οκτώβριο του 2015.
Όσον αφορά τις επιστροφές οικονομικών μεταναστών, η Επιτροπή επισημαίνει ότι από τις αρχές του 2015, η Ελλάδα έχει προβεί σε 16.131 αναγκαστικές επιστροφές και 3.460 υποστηριζόμενες οικειοθελείς επιστροφές οικονομικών μεταναστών που δεν είχαν δικαίωμα ασύλου στην Ευρώπη. Η έκθεση υπογραμμίζει ότι ο αριθμός αυτός παραμένει ανεπαρκής σε σχέση με τον αριθμό των αφίξεων που ξεπέρασαν τις 800.000 το 2015.