Από την έντυπη έκδοση
Με τη λεκτική κλιμάκωση της έντασης που καταγράφεται μεταξύ της ελληνικής πλευράς και των εταίρων, ειδικά των Γερμανών, καθίσταται ολοένα και πιο ενδιαφέρουσα η κατάληξη της διαπραγμάτευσης.
Η νέα κυβέρνηση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα δεν θέλει να συνεχίσει την πορεία αυτή και αντ’ αυτού προσβάλει εκείνους που την βοήθησαν τα τελευταία χρόνια, είπε ο Β. Σόιμπλε για να προσθέσει: «Λυπάμαι τους Ελληνες. Ψήφισαν μια κυβέρνηση που συμπεριφέρεται προς το παρόν ανεύθυνα».
«Το ποιος είναι ανεύθυνος και ποιος είναι υπεύθυνος είναι υποκειμενικό» απάντησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γ. Σακελλαρίδης, συμπληρώνοντας πως «θα μπορούσα να απαντήσω κι εγώ ότι η συμπεριφορά της Γερμανίας είναι ανεύθυνη».
Ολα αυτά δεν προμηνύουν εύκολη σύγκλιση των δύο πλευρών και δείχνουν να υπάρχει μια μεγάλη απόσταση, που δεν γεφυρώνεται χωρίς συμβιβασμούς.
Η Γερμανία επιδιώκει να αποδεχτεί η κυβέρνηση το υφιστάμενο πρόγραμμα (μνημόνιο) και μετά να συζητήσει το οτιδήποτε. Μαζί της είναι και άλλες χώρες, όχι επειδή συμφωνούν, αλλά επειδή θέλουν εντός της Ευρωζώνης να ακολουθούν τον ισχυρό. Εάν αύριο αλλάξει η στάση της Γερμανίας, αυτόματη θα είναι η μεταβολή θέσεων των άλλων «σκληρών» χωρών.
Η κυβέρνηση αντιτάσσει πως το «μνημόνιο τελείωσε» και προτείνει ένα πρόγραμμα-γέφυρα, για ορισμένους μήνες, μέχρι να καταρτιστεί το νέο πρόγραμμα.
Λέει επίσης πως δεν θέλει άλλα χρήματα. Ναι, αλλά αυτό προϋποθέτει ευρύτερη συμφωνία, που σημαίνει βασικά διευθέτηση του χρέους ώστε να μειωθούν δραστικά οι άμεσες δανειακές ανάγκες. Εάν δεν διευθετηθεί το χρέος, ασφαλώς και χρειαζόμαστε χρήματα (τα οποία θα είναι δανεικά) για να πληρωθούν χρεολύσια.
Οι εταίροι απαντούν ότι για τη διευθέτηση του χρέους απαιτείται συνολική συμφωνία και δεσμεύσεις. Προσθέτουν δε, ότι βάση της συνεννόησης θα πρέπει να αποτελέσει το ισχύον μνημόνιο, όχι ως γενική αρχή, αλλά τα μέτρα ένα προς ένα και η επίτευξη των στόχων.
Η εμμονή τους στο παλαιό πρόγραμμα είναι ακατανόητη, γιατί πρόκειται για μια πολιτική που έχει αποτύχει και έχει στριμώξει την οικονομία σε ένα αδιέξοδο, από το οποίο δεν επωφελούνται ούτε οι ίδιοι οι εταίροι.
Εάν πιστεύουν ότι η Ελλάδα θα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα 5,6 δισ. ευρώ φέτος και 9 δισ. ευρώ το 2016, είναι βαθιά νυχτωμένοι.
Δεν είναι όμως. Το παραδέχονται και οι ίδιοι στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις, με «κλειστές κάμερες», αλλά δείχνουν εγκλωβισμένοι να το ομολογήσουν ανοιχτά και να παραδεχτούν το λάθος που πρέπει να διορθωθεί.
Στο σημείο αυτό αρχίζουν οι ελληνικές ευθύνες. Μια πολιτική, που χαρακτηρίζεται αδιέξοδη από τους περισσότερους ξένους αναλυτές, εναπόκειται στην ελληνική πλευρά να πείσει για το αυτονόητο.
Μέχρι τώρα δεν το έχουν καταφέρει ούτε η προηγούμενη κυβέρνηση ούτε η τωρινή. Και ο χρόνος πιέζει.
ΠΑΝΟΣ Φ. ΚΑΚΟΥΡΗΣ - [email protected]