Τα παιδιά που παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια για διάστημα που φτάνει μέχρι και τη μία ώρα ημερησίως είναι πιο ευτυχισμένα και κοινωνικά και λιγότερο υπεκινητικά σε σχέση με αυτά που δεν παίζουν καθόλου, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα της Telegraph, στη μελέτη συμμετείχαν περίπου 5.000 παιδιά, ηλικιών μεταξύ 10 και 15 ετών, αγόρια και κορίτσια. Το συμπέρασμά της ήταν ότι τα «νεαρά άτομα» τα οποία επιδίδονται με μέτρο στο gaming (μέχρι 60 λεπτά ημερησίως, σε συσκευές όπως το Wii και το Playstation ή ο ηλεκτρονικός υπολογιστής) φαίνονται να προσαρμόζονται καλύτερα σε σχέση με παιδιά που είτε δεν παίζουν καθόλου είτε που παίζουν για τρεις ώρες και άνω.
«Αυτά που έπαιζαν ηλεκτρονικά παιχνίδια για λιγότερο από μία ώρα…σχετίζονταν με τα υψηλότερα επίπεδα κοινωνικότητας και ήταν πιο πιθανό να δηλώσουν ευχαριστημένα από τις ζωές τους. Επίσης, φαίνονταν να έχουν λιγότερα προβλήματα με φιλίες και συναισθήματα, ενώ αναφέρθηκε λιγότερη υπερκινητικότητα σε σχέση με τις άλλες κατηγορίες» σημειώνεται.
Τα παιδιά που έπαιζαν για μεγαλύτερα, αλλά και πάλι σχετικά «μέτριας» διάρκειας χρονικά διαστήματα (μεταξύ μίας και τριών ωρών) φάνηκαν να μην δέχονται κάποιου είδους επίδραση, θετική ή αρνητική. Ωστόσο σε αυτά που έπαιζαν πάνω από τρεις ώρες την ημέρα παρατηρήθηκαν αρνητικές επιπτώσεις.
Σύμφωνα με τη μελέτη, υπάρχουν αρκετοί καλοί λόγοι για το ότι το gaming μπορεί να έχει ευεργετική επίδραση, ειδικά σε σύγκριση με μη interactive μορφές ψυχαγωγίας, όπως η παρακολούθηση τηλεόρασης.
«Τα παιχνίδια παρέχουν μία ευρεία γκάμα γνωστικών προκλήσεων, ευκαιριών εξερεύνησης, ξεκούρασης και συναναστροφής συνομηλίκων. Όπως μορφές διασκέδασης που δεν περιλαμβάνουν ψηφιακά μέσα, τα παιχνίδια μπορούν να βελτιώσουν την ευημερία των παιδιών και την υγιή προσαρμογή στην κοινωνία» σημειώνεται.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο Pediatrics και σε αυτήν εκτιμάται ότι τρία στα τέσσερα παιδιά και έφηβοι στη Βρετανία παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια σε ημερήσια βάση. Περίπου το 1/3 περνούν 1-3 ώρες παίζοντας, ενώ το 10-15% παίζουν πάνω από τρεις ώρες, κάτι που δείχνει να έχει αρνητική επίδραση. Σύμφωνα με την έρευνα, αυτό πιθανώς να οφείλεται στην έλλειψη άλλων ωφέλιμων δραστηριοτήτων και την πιθανή έκθεσή τους σε υλικό που έχει σχεδιαστεί για ενηλίκους. Ωστόσο, τονίζεται ότι οι αρνητικές επιπτώσεις σε κάθε περίπτωση είναι μικρές, κάτι που υποδεικνύει πως τόσο οι μεγάλες ελπίδες όσο και οι μεγάλοι φόβοι για το gaming είναι μάλλον υπερβολικοί. Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι υπάρχουν άλλοι παράγοντες, όπως το αν το παιδί έχει λειτουργική οικογένεια, αν βιώνει στερήσεις ή όχι και η κατάσταση στο σχολείο, που παίζουν κατά πολύ σημαντικότερο ρόλο όσον αφορά στη συμπεριφορά.