Μία νέα εξέταση των ούρων της εγκύου μπορεί να προβλέψει από τα πρώτα στάδια της εγκυμοσύνης, αν η γυναίκα θα γεννήσει πρόωρα, είτε το μωρό θα είναι μικρόσωμο, αντιμετωπίζοντας αυξημένο κίνδυνο αναπτυξιακών προβλημάτων.
Το μη επεμβατικό τεστ, το οποίο ανιχνεύει την παρουσία ορισμένων μορίων στα ούρα, αναπτύσσουν ερευνητές του Πανεπιστημίου Κρήτης και του Imperial College του Λονδίνου και ευελπιστούν ότι, όταν εφαρμοστεί στην πράξη, θα βοηθήσει στη μείωση των επιπλοκών της κύησης και του τοκετού.
Όσο πιο πρόωρος είναι ένας τοκετός, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα κατοπινών μεταβολικών, καρδιαγγειακών και άλλων διαταραχών για ένα παιδί.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη Λήδα Χατζή του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης και τον Χέκτορ Κέουν της Ιατρικής Σχολής του Imperial, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «BMC Medicine», ανέλυσαν δείγματα ούρων από 438 εγκύους και διαπίστωσαν ότι τα αυξημένα επίπεδα μερικών ουσιών (ιδίως του αμινοξέος λυσίνη) σχετίζονται με αυθόρμητο πρόωρο τοκετό.
Επίσης, το αυξημένο επίπεδο μιας γλυκοπρωτεΐνης τείνει να εμφανίζεται σε εκείνες τις εγκύους, στις οποίες πρέπει να προκληθεί πρόωρος τοκετός.
Ακόμη, τα μειωμένα επίπεδα μιας τρίτης ομάδας μορίων σχετίζονται με ανεπαρκή ανάπτυξη του εμβρύου.
Οι έγκυες με μειωμένα επίπεδα αυτών των ουσιών εμφανίζουν επίσης αυξημένο κίνδυνο διαβήτη.
Η ανακάλυψη έγινε στο πλαίσιο της ευρύτερης έρευνας ενός μεγάλου δείγματος μητέρων και παιδιών με την ονομασία «Ρέα», που ξεκίνησε στην Κρήτη το 2007.
Τα δείγματα ούρων συλλέχθηκαν από τις εγκύους κατά το πρώτο ραντεβού τους για υπέρηχο, στο τέλος πρώτου τριμήνου κύησης.
Όπως είπε ο Κέουν, «αν και ξέραμε ότι ο μεταβολισμός της μητέρας αλλάζει σημαντικά για να βοηθήσει στην παροχή θρεπτικών ουσιών στο αναπτυσσόμενο έμβρυο, εκπλαγήκαμε που είδαμε, τόσο νωρίς στη διάρκεια της κύησης, να υπάρχει σχέση ανάμεσα στο χαμηλό βάρος του μωρού κατά τη γέννηση και σε μερικά προϊόντα μεταβολισμού, τα οποία είναι δυνατό να ανιχνεύσουμε εύκολα σε ένα δείγμα ούρων της μητέρας».
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι θα ήταν δυνατό να βελτιώσουμε τον εντοπισμό εκείνων των γυναικών που αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να γεννήσουν μικρότερα μωρά ή πρόωρα, χρησιμοποιώντας μια μη επεμβατική τεχνολογία ανάλυσης του μεταβολισμού ήδη από την αρχή της εγκυμοσύνης», πρόσθεσε ο καθηγητής.
Περαιτέρω μελέτες πρέπει να γίνουν πάντως, προτού το διαγνωστικό τεστ είναι έτοιμο για ευρεία κλινική χρήση.
Από ελληνικής πλευράς, στη νέα έρευνα συμμετείχαν επίσης οι Μανώλης Κογεβίνας (Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας στην Αθήνα και Κέντρο Ερευνών Περιβαλλοντικής Επιδημιολογίας στη Βαρκελώνη) και Ελένη Φθενού.
Πηγή: ΑΜΠΕ