Η ανακάλυψη ενός συγκεκριμένου είδους βράχων στον αστεροειδή Εστία εντείνουν το μυστήριο σχετικά με την εξέλιξη της.
Η Εστία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος αστεροειδής στο Ηλιακό Σύστημα και ο πιο φωτεινός, καθώς η επιφάνειά του είναι πολύ ανακλαστική (έχει τριπλάσια ανακλαστικότητα από το φεγγάρι). Με μία διάμετρο 530 χιλιομέτρων ανήκει στην οικογένεια των πρωτοπλανητών, το οποίο σημαίνει πως δημιουργήθηκε εντός του πλανητικού δίσκου και το εσωτερικό της είναι διαχωρισμένο σε διαφορετικά στρώματα.
Αυτό συνέβη επειδή η Εστία είχε αρκετά μεγάλο μέγεθος ώστε να διατηρήσει ένας μέρος της θερμότητας που επικρατούσε κατά τη γέννησή της, επιτρέποντας σε διάφορα είδη πετρωμάτων να λιώσουν, με τα βαρύτερα να μετακινούνται προς το εσωτερικό της και τα ελαφρύτερα να επιπλέουν προς την επιφάνεια. Με τον τρόπο αυτό, η Εστία παρουσιάζει μία ομοιότητα με τη δομή της Γης, η οποία είναι χωρισμένη στο φλοιό, τον πυρήνα, και το μανδύα ανάμεσα στους δύο. Μόνο τρεις από τους αστεροειδείς του Ηλιακού Συστήματος έχουν τέτοια δομή (η Δήμητρα, η Παλλάδα και η Εστία) με την Εστία να είναι ο μοναδικός βραχώδης πρωτοπλανήτης με πρώτες ύλες ίδιες με αυτές των πλανητών.
Οι αστεροειδείς επηρεάζονται επίσης από τις κοσμικές συγκρούσεις, που μπορούν να διαμορφώσουν την επιφάνειά τους. Η Εστία για παράδειγμα, υπολογίζεται πως έχασε το 1% της μάζας της πριν από περίπου 1 δισεκατομμύριο χρόνια σε μία σύγκρουση που άφησε ένα μεγάλο κρατήρα στο νότιο ημισφαίριό της, από την οποία προέκυψε και μία οικογένεια μετεωριτών που έφτασε στη Γη, δίνοντάς μας χρήσιμες πληροφορίες για τη σύνθεσή της.
Στους συγκεκριμένους μετεωρίτες, που αποκαλούνται διογενίτες και πιστεύεται πως προέρχονται από το μανδύα ή τον εσωτερικό φλοιό της Εστίας, έχουν βρεθεί ποσότητες ολιβίνη, ενός ορυκτού που περιέχει μαγνήσιο και θεωρείται σημαντικό για την κατανόηση των γεωλογικών διαδικασιών. Για το λόγο αυτό, οι επιστήμονες ανέμεναν να εντοπίσουν ολιβίνη στα μέρη της επιφάνειας της Εστίας που έχουν σκαφτεί από συγκρούσεις, δηλαδή στους κρατήρες.
NASA JET PROPULSION LABORATORY
Tα δεδομένα όμως από τη διαστημική αποστολή Dan της NASA, η οποία επισκέφτηκε την Εστία το 2011, αποκάλυψαν την παρουσία σημαντικής ποσότητας ολιβίνη σε κρατήρες σχετικά ρηχούς, ενώ δεν εντόπισαν ίχνη του σε κρατήρες που έφταναν βαθιά μέσα στο έδαφός της. Η ανακάλυψη αυτή δε συμβαδίζει με τη θεωρία της εξέλιξης της Εστίας..
Η εξήγηση που δίνουν οι αστρονόμοι για αυτό το παράδοξο είναι πως οι ρηχοί κρατήρες (Arruntia, Bellicia), περιέχουν ολιβίνη γιατί στη θέση τους πρέπει να υπήρχαν κάποτε βαθύτεροι κρατήρες οι οποίοι καλύφθηκαν μεταγενέστερα από άλλες συγκρούσεις. Επίσης, στους κρατήρες που φτάνουν μέχρι και 20 χιλιόμετρα εντός της Εστίας (Rheasilvia, Veneneia), μπορεί να υπάρχει ολιβίνης όμως ο εντοπισμός του είναι πολύ δύσκολος εξαιτίας της παρουσίας πυρόξενων, μια οικογένεια ορυκτών με βάση το πυρίτιο πολύ συνηθισμένη στον αστεροειδή αυτό.
Η ανακάλυψη αυτή πάντως πυροδοτεί μια διχογνωμία σχετικά με το παρελθόν και την εξέλιξη του αστεροειδή στη μορφή που έχει σήμερα. Η τελική απάντηση μπορεί να δοθεί εάν εξακριβωθεί με ασφάλεια το που βρίσκεται ο ολιβίνης στη διαστρωμάτωση της Εστίας.
«Η δουλειά μας δείχνει πως η εξέλιξη της Εστίας ήταν πολύπλοκη, περισσότερο από ό,τι νομίζαμε πριν το Dawn», δήλωσε η Μαρία Κριστίνα ντε Σάνκτις, του Ινστιτούτου Αστροφυσικής και Πλανητολογίας της Ρώμης. «Αυτό δε σημαίνει πως δε γνωρίζουμε τίποτε για την εξέλιξή της, αλλά θα πρέπει να αναπτύξουμε πιο σύνθετα μοντέλα που να την περιγράφουν», καταλήγει.