Ολοφάνερη είναι, σύμφωνα με τον ΣΥΡΙΖΑ, η ύπαρξη ακροδεξιών θυλάκων στα σώματα ασφαλείας.
Σε ερώτησή τους προς τους υπουργούς Δημόσιας Τάξης και Εσωτερικών 36 βουλευτές του κόμματος τονίζουν ότι «δημιουργούνται ερωτηματικά για το εάν υπάρχει πραγματική κυβερνητική βούληση για την εξάλειψη της φασιστικής απειλής».
Οι αρμόδιοι υπουργοί καλούνται μεταξύ άλλων να απαντήσουν «τι συγκεκριμένα μέτρα σκοπεύουν να λάβουν προκειμένου να σπάσουν τα ακροδεξιά στεγανά στο εσωτερικό των σωμάτων ασφαλείας».
Στο κείμενο της ερώτησης υπάρχει αναφορά και στη θεωρία των δύο άκρων, με τους βουλευτούς του ΣΥΡΙΖΑ να καταλογίζουν στην κυβέρνηση ότι «με το ένα χέρι καλεί σε εθνική ενότητα και ομοψυχία την ίδια στιγμή που με το άλλο ταυτίζει τους μαχαιροβγάλτες με ειρηνικούς διαδηλωτές, ταυτίζει αυτούς που μάχονται για μισαλλόδοξες ιδέες με αυτούς που αγωνίζονται ενάντια στα μνημόνια για την επιβίωση και την αξιοπρέπεια τους».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ερώτησης:
Θέμα: Η ύπαρξη ακροδεξιών θυλάκων στα σώματα ασφαλείας και η ανάγκη να τερματιστούν οι παλινωδίες της κυβέρνησης στην αναγνώριση και αντιμετώπισής τους
Η εν ψυχρώ δολοφονία του τριαντατετράχρονου αντιφασίστα μουσικού Παύλου Φύσσα από μαχαιροβγάλτη φασίστα της Χρυσής Αυγής, έχει φέρει ξανά στην επιφάνεια το ζήτημα της ακροδεξιάς και ναζιστικής βίας. Ένα θέμα που ο ΣΥΡΙΖΑ/ΕΚΜ έχει επανειλημμένα θέσει και για το οποίο έχει καταθέσει σειρά κοινοβουλευτικών ερωτήσεων, χωρίς ποτέ να έχει λάβει ικανοποιητικές και επαρκείς απαντήσεις από τους αρμόδιους Υπουργούς, καθώς το κουκούλωμα και η ατιμωρησία είναι σχεδόν πάντα η κατάληξη όλων των ερευνών. Ο μέχρι πρόσφατα ισχυρισμός της κυβερνητικής πλειοψηφίας ότι δεν υπάρχει ειδικό πρόβλημα με τους νεοναζί, αλλά με τα «άκρα» γενικώς και η άρνηση από μεριάς ΝΔ της ανάγκης για αντιρατσιστικό νόμο, στάθηκαν «σκαλοπάτια» προς την κατάσταση που «αποκαλύπτεται» σήμερα.
Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός κ. Σαμαράς δήλωνε πολύ χαρακτηριστικά τις μέρες πριν την δολοφονία: «Και τα δυο άκρα καταψηφίζουν κάθε μεταρρύθμιση, διχάζουν το λαό, περιφρονούν το νόμο και την δημοκρατία, δεν έχουν καμία πρόταση για το αύριο...» (Ομιλία στη ΔΕΘ, 7 Σεπτέμβρη 2013).
Η στρατηγική εξίσωσης των ναζιστών με την αριστερά ως «επίσημη» κυβερνητική πολιτική, αποθράσυνε την Χρυσή Αυγή. Δημιουργεί την εντύπωση μιας κυβέρνησης που, αντί ν’ ασχοληθεί με τους κινδύνους που γεννά και με την εξάλειψη του νεοναζιστικού φαινομένου, την απασχολεί περισσότερο μια επικοινωνιακή-προπαγανδιστική επιχείρηση εξίσωσης των ναζιστικών δολοφονικών επιθέσεων με τη δράση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης για τη δημιουργία πολιτικού κινήματος ανατροπής της σημερινής πολιτικής, που καταστρέφει χώρα και ανθρώπους. Αυτή η δράση της Αξιωματικής αντιπολίτευσης εμφανίζεται να την «πονάει» περισσότερο, και γι αυτό προβάλλει στα μάτια της κοινής γνώμης μια εικόνα «και των δύο», ως «οραματιστές της καταστροφής», ως «δύο άκρα που περιφρονούν τη δημοκρατία».
Μετά την τραγική δολοφονία, η πολιτική και επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης δείχνει να αλλάζει. Προσπαθεί να επιδείξει πυγμή έναντι του φασισμού ενώ εμφανίζεται ν’ αναγνωρίζει τον κίνδυνο για τη Δημοκρατία από τη δράση του ναζιστικού μορφώματος και καλεί σε κοινή δράση εναντίον του. Η κυβέρνηση όψιμα καλεί σε διάλογο για την σύμπτυξη του «δημοκρατικού τόξου» ενάντια στην Χρυσή Αυγή, με τις προθέσεις αλλά και την πραγματική αποφασιστικότητα να βρίσκονται υπο αίρεση. Με το ένα χέρι η κυβέρνηση καλεί σε εθνική ενότητα και ομοψυχία την ίδια στιγμή που με το άλλο ταυτίζει τους μαχαιροβγάλτες με ειρηνικούς διαδηλωτές, ταυτίζει αυτούς που μάχονται για μισαλλόδοξες ιδέες με αυτούς που αγωνίζονται ενάντια στα μνημόνια για την επιβίωση και την αξιοπρέπεια τους. Εκκρεμεί να απαντηθεί το αν η κυβέρνηση προχωρά σε τακτικό ελιγμό ή αν πραγματικά αντιλαμβάνεται την ως τώρα καταστροφική στάση της. Αυτό το ερώτημα μπορεί να απαντηθεί με έναν μόνο τρόπο.
Η κυβέρνηση οφείλει να προβεί στην διερεύνηση και διαλεύκανση όλων των υποθέσεων που έχουν «άρωμα» ρατσιστικής βίας. Είναι δεκάδες τα περιστατικά, που έχουν καταγγελθεί τα τελευταία χρόνια από πλήθος φορέων και συλλογικοτήτων, που όμως παρέμεναν στο συρτάρι. Μόνο κατόπιν εορτής κ. Δένδιας κατέθεσε σαν ιδιώτης στον εισαγγελέα δεκάδες περιστατικά, εντός της θεσμικής του αρμοδιότητας, αδικαιολόγητα αργοπορημένα. Περιστατικά που δομούν μια πραγματικότητα ευρύτατης και ανενόχλητης διάδοσης των ναζιστικών πρακτικών εντός τμημάτων των Σωμάτων Ασφαλείας και της de facto επιχειρησιακής σύνδεσης της Χρυσής Αυγής με την ΕΛΑΣ. Μια πραγματικότητα που μένει να εξακριβωθεί και για την περίπτωση της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα. Μια πραγματικότητα που η κυβέρνηση τότε σχολίαζε με ανιστόρητες γενικολογίες ως «άνοδο των άκρων».
Ενδεικτικά θα αναφέρουμε τις υπό διερεύνηση καταγγελίες περί απάθειας των οργάνων της αστυνομίας που βρίσκονταν στην περιοχή της δολοφονίας του τριαντατετράχρονου Παύλου Φύσσα, όπως και τα βίντεο που είδαν το φως της δημοσιότητας και έχουν προκαλέσει απορίες και έκπληξη στην κοινή γνώμη. Στα βίντεο απεικονίζονται αστυνομικοί των Υ.Α.Τ. να συμπράττουν με πολίτες και μέλος της Χρυσής Αυγής ενάντια σε διαδηλωτές την νύχτα της 18ης Σεπτεμβρίου 2013, κατά την διάρκεια της αντιφασιστικής πορείας που έγινε με αφορμή την δολοφονία του Π.Φ. Το εν λόγω ντοκουμέντο είναι ένα από τα πολλά παρόμοια που έχουν δει το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια.
Δημιουργούνται, λοιπόν, ερωτηματικά για το αν η αστυνομία αντιμετωπίζει όλους τους πολίτες με τον ίδιο τρόπο ή αν κάποιοι έχουν προνομιακή μεταχείριση λόγω πολιτικών πεποιθήσεων και ιδεολογικής συγγένειας. Η παραπάνω απορία ισχυροποιείται και από τα υψηλότατα ποσοστά που έλαβε το νεοναζιστικό μόρφωμα στις περασμένες εκλογές του Ιουνίου στα εκλογικά τμήματα όπου ψήφιζαν τα στελέχη των σωμάτων ασφαλείας.
Δημιουργούνται επίσης ερωτηματικά για το εάν υπάρχει πραγματική κυβερνητική βούληση για την εξάλειψη της φασιστικής απειλής. Αυτά τα ερωτηματικά θα διαλυθούν μόνον εφόσον εξαλειφθούν τα σημεία επαφής και συνεργασίας μεταξύ κράτους και φασιστικών παραστρατιωτικών οργανώσεων και παταχθεί η ατιμωρησία που λειτουργεί ενισχυτικά σε αυτά τα φαινόμενα.
Ερωτώνται γι’ αυτό οι κ. Υπουργοί:
1. Πώς σκοπεύουν να αντιμετωπίσουν την ολοφάνερη ύπαρξη και ανενόχλητη αναπαραγωγή ακροδεξιών θυλάκων στα σώματα ασφαλείας;
2. Τι συγκεκριμένα μέτρα σκοπεύουν να λάβουν προκειμένου να σπάσουν τα ακροδεξιά στεγανά στο εσωτερικό των σωμάτων ασφαλείας; Τι έχουν κάνει ως τώρα;
3. Πώς σκοπεύουν να αντιμετωπίσουν φαινόμενα όπως αυτά που καταγράφηκαν στο Κερατσίνι στις 18/09/2013, κατά την διάρκεια όπως και μετά το τέλος της αντιφασιστικής πορείας, που δείχνουν μια συντονισμένη δράση και επικοινωνία αστυνομικών των ΥΑΤ με “αγανακτισμένους” πολίτες;
4. Πώς απαντούν στα ντοκουμέντα που δείχνουν υπέρμετρη βία ενάντια στους διαδηλωτές και μεροληπτική στάση της αστυνομίας η οποία τεκμηριώνει την «επιχειρησιακή» συνεργασία ΕΛ.ΑΣ.-ακροδεξιάς που έχει καταγραφεί σε πλήθος γεγονότων και με ολοένα μεγαλύτερη ένταση τα τελευταία χρόνια;
5. Σκοπεύουν να διερευνήσουν τις πληροφορίες δημοσιεύματων στα οποία αναφέρεται συγκεκριμένη στρατιωτικού τύπου δομή της Χρυσής Αυγής με διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας με τμήματα της ΕΛ.ΑΣ. όπως και με εν ενεργεία και απόστρατα στελέχη των ειδικών δυνάμεων του στρατού; Ενδεικτικές είναι οι καταγγελίες για σχέσεις των μελών της ΧΑ με αστυνομικούς του ΑΤ Νίκαιας, όπως και οι μαρτυρίες ότι απόστρατοι και εν ενεργεία στελέχη των ειδικών δυνάμεων του στρατού εκπαιδεύουν τάγματα εφόδου της ΧΑ, τηρώντας μάλιστα στο ακέραιο τους συνωμοτικούς κανόνες.
6. Πώς έχουν προχωρήσει και ποια είναι η κατάληξη των ως τώρα διενεργηθέντων ΕΔΕ για ρατσιστικά εγκλήματα και αντίστοιχες συμπεριφορές εντός του κρατικού μηχανισμού; Έχουν υπάρξει κυρώσεις σε αστυνομικά όργανα που προέβησαν σε αυθαιρεσίες (πράξεις βίας, προβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας) σε βάρος πολιτών;
7. Τι έρευνες θα γίνουν με αφορμή το βαρύτατο τραυματισμό των 2 διαδηλωτών, οι οποίοι διακομίσθηκαν στο Τζάνειο έπειτα από την αντιφασιστική πορεία στο Κερατσίνι, καθώς και την διαδικασίες εξακρίβωσης της σχέσης των δυνάμεων καταστολής με πολίτες που παρατηρήθηκε;
8. Ποιο είναι το μέχρι τώρα έργο των προσφάτως συσταθέντων Τμημάτων Αντιμετώπισης Ρατσιστικής βίας;
Παρακαλείται ο αρμόδιος Υπουργός για την κατάθεση εγγράφων σχετικά με:
Τα πορίσματα των ΕΔΕ που έχουν γίνει για παρόμοια περιστατικά και με ποιο τρόπο έχουν προχωρήσει οι αντίστοιχες διαδικασίες.
Οι αιτούντες βουλευτές
Μπάρκας Κώστας
Αγαθοπούλου Ειρήνη
Αμανατίδου Λίτσα
Βαλαβάνη Νάντια
Βαμβακά Τζένη
Βούτσης Νίκος
Γαιτάνη Ιωάννα
Γάκης Δημήτρης
Γελάλης Δημήτρης
Γεωργοπούλου Έφη
Διακάκη Μαρία
Διαμαντόπουλος Ευάγγελος
Διώτη Ηρώ
Δούρου Ρένα
Δρίτσας Θοδωρής
Ζαχαριάς Κώστας
Ζειμπέκ Χουσείν
Κανελοπούλου Μαρία
Καραγιαννίδης Χρήστος
Κατρίβανου Βασιλική
Καφαντάρη Χαρά
Κοντονής Σταύρος
Κουράκης Τάσος
Κριτσωτάκης Μιχάλης
Κυριακάκης Βασίλης
Μιχαλάκης Νίκος
Μπόλαρη Μαρία
Ξανθός Ανδρέας
Παντζάς Γιώργος
Πετράκος Θανάσης
Σαμοίλης Στέφανος
Στρατούλης Δημήτρης
Συρμαλένιος Νίκος
Τριανταφύλλου Μαρία
Τσουκαλάς Δημήτρης
Χαραλαμπίδου Δέσποινα