Από τον Ντάνειλ Κόρσκι, αναλυτή στο European Council on Foreign Relations www.ecfr.eu
H νέα βρετανική κυβέρνηση επιτέλους συγκροτήθηκε, μετά από ημέρες σκληρού παζαριού μεταξύ των κομμάτων. Αλλά προς τα πού θα κινηθεί η εξωτερική πολιτική της και πώς θα χειριστεί τις σχέσεις με την Ευρώπη; Θα οδηγήσει στη ρήξη που συνήθως υπόσχονται μόνο η Γάλλοι πρόεδροι ή οι Συντηρητικοί και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες θα υιοθετήσουν τη συμβιβαστική προσέγγιση που αναμένεται να καλλιεργήσει η κυβέρνηση συνασπισμού;
Μέχρι τη στιγμή που ο Ντέιβιντ Κάμερον και ο Νικ Κλεγκ έσφιξαν τα χέρια στην πρώτη κυβέρνηση συνεργασίας εδώ και περίπου 70 χρόνια, πολλοί ήταν αυτοί που θεωρούσαν ότι οι διαφορές τους ήταν αγεφύρωτες. Στην Ευρώπη, τα δύο κόμματα χωρίζονται από χάσμα: ο Νικ Κλεγκ είχε εργαστεί για την Κομισιόν και υπηρέτησε μία θητεία ως ευρωβουλευτής, ενώ το κόμμα των Τόρις τώρα είναι πιθανώς πιο επιφυλακτικό από ποτέ απέναντι στην Ευρώπη. Ως υπουργός Εξωτερικών, ο Ουίλιαμ Χέιγκ είναι ο κορυφαίος της βρετανικής διπλωματίας. Το σύνθημά του στις εκλογές του 2005 ήταν «24 ώρες για να σώσουμε τη στερλίνα».
Αλλά και διεθνώς, υπάρχουν διαφορές στην πολιτική και τον τόνο. Όπως όλα τα μεγάλα κόμματα στη Βρετανία, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες και οι Συντηρητικοί φιλοξενούν ανθρώπους με μεγάλο εύρος απόψεων για τη διπλωματία. Εντός του Συντηρητικού Κόμματος υπάρχουν βουλευτές υπέρ του Ισραήλ και βουλευτές υπέρ των Αράβων. Εντός του κόμματος των Φιλελεύθερων Δημοκρατών υπάρχουν ακτιβιστές που είναι υπέρ του ΝΑΤΟ και άλλου που δίνουν έμφαση στην ΕΕ στα θέματα ασφαλείας. Υπάρχουν αυτοί που είναι υπέρ του μονομερούς αφοπλισμού και άλλοι που θεωρούν ότι αυτό θα ήταν τρέλα. Συνολικά πάντως, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες είναι περισσότερο υπέρ μιας πολυμερούς προσέγγισης απΆό,τι οι Συντηρητικοί. Αν ρωτήσει κανείς έναν Συντηρητικό ποια είναι η μεγαλύτερη διεθνής απειλή σήμερα, το πιο πιθανό είναι να τοποθετήσει σε μία από τις πρώτες θέσεις της λίστας το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες είναι πιο πιθανό να δώσουν μία απάντηση όπως οι ΗΠΑ ή να μουρμουρίσουν κάτι για το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα. Οι Συντηρητικοί είναι ενστικτώδεις ατλαντιστές και δίνουν πολύ μεγάλη σημασία στη σχέση με τις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο Νικ Κλεγκ επέκρινε τη «δουλοπρέπεια» του Συντηρητικού Κόμματος στις ΗΠΑ και τον άκαμπτο ατλαντισμό του.
Αλλά παρόλες τις διαφορές μεταξύ Συντηρητικών και Φιλελεύθερων Δημοκρατών – και όσα ειπώθηκαν μέσα στον πυρετό της προεκλογικής εκστρατείας – οι δύο ηγέτες τους είναι αποφασισμένοι να δώσουν έμφαση στα κοινά τους σημεία και όχι σε αυτά που προκαλούν τριβές. Όπου μπορούν, έχουν επιχειρήσει να συμφωνήσουν. Υπάρχει μεγάλος βαθμός συμφωνίας στο ζήτημα της διεθνούς βοήθειας. Και τα δύο κόμματα έχουν δεσμευτεί να φτάσουν το στόχο των δαπανών στο 0,7% του εθνικού εισοδήματος για διεθνή βοήθεια και να κρατήσουν ξεχωριστό υπουργείο Διεθνούς Ανάπτυξης. Διαφωνούν στις λεπτομέρειες, όπως για το ποιο ποσοστό της Επίσημης Αναπτυξιακής Βοήθειας (ODA) μπορεί να χρησιμοποιείται και από άλλα υπουργεία όπως το ¶μυνας, αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες που μπορούν να διευθετηθούν.
Στα ζητήματα που τα δύο κόμματα δεν έχουν ίδιες απόψεις, είτε «παζάρεψαν» να ακολουθηθεί η δική τους γραμμή σε ένα ζήτημα με αντάλλαγμα την πολιτική του άλλου κόμματος σε ένα άλλο, είτε συμφώνησαν να αφήσουν τους βουλευτές τους να ψηφίσουν ελεύθερα όταν τεθεί ένα σχετικό θέμα στο κοινοβούλιο. Αυτό πρακτικά σημαίνει για παράδειγμα ότι οι Τόρις συμφώνησαν να αποσύρουν τα σχέδιά τους για απαλλαγές από το φόρο κληρονομιάς, ενώ το ίδιο έπραξαν και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες σε σχέση με τη θέση τους για επιβολή ενός φόρου «έπαυλης». Όσο για την Ευρώπη, η διακομματική συμφωνία φαίνεται απλώς να «παγώνει» την παρούσα κατάσταση: οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες δεν θα σπρώξουν τη Βρετανία προς την Ευρώπη και οι Τόρις θα βάλουν φρένο στην επιθυμία τους να την τραβήξουν μακριά από την Ευρώπη. Αυτό θα δημιουργήσει κάποια παράξενα φαινόμενα. Για παράδειγμα, θα ψηφίζουν οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, που ανήκουν στην ομάδα των Φιλελευθέρων, μαζί με τους Συντηρητικούς, που έχουν σχηματίσει τη δική τους ευρωσκεπτιστική ομάδα εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου; Λεπτομέρειες όπως αυτή θα πρέπει να ξεκαθαρίζονται σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά.
Δεν είναι βεβαίως άνευ σημασίας το γεγονός ότι στις θέσεις-κλειδιά σε σχέση με την εξωτερική πολιτική εντός της κυβέρνησης – αυτές του υπουργού Εξωτερικών, του υπουργού ¶μυνας και του υπουργού Διεθνούς Ανάπτυξης – τοποθετήθηκαν οι Ουίλαμ Χέιγκ, Λάιαμ Φοξ και ¶ντιου Μίτσελ, όλοι τους δεξιοί, ευρωσκεπτικιστές Συντηρητικοί. Από αυτό θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι οι Τόρις, και όχι οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, θα θέσουν τον τόνο στην εξωτερική πολιτική της Βρετανίας.
Ωστόσο το να μετράμε τους υπουργούς μπορεί να μην είναι ο σωστός τρόπος για να καταλάβουμε τη δυναμική που θα αποκτήσει η κυβέρνηση Κάμερον-Κλεγκ. Κι αυτό γιατί αν πιστέψουμε τα όσα ειπώθηκαν για μία νέα πολιτική συνεργασίας – και με βάση την πρώτη συνέντευξη Τύπου των δύο ανδρών μπορούμε να τα πιστέψουμε – οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με τη μεγαλύτερη δυνατή συλλογικότητα. Σημαντικές πρωτοβουλίες θα λαμβάνονται πιθανώς μετά από έγκριση τόσο του Ντέιβιντ Κάμερον όσο και του Νικ Κλεγκ, αφού τις έχουν συζητήσει στο πλαίσιο του νεοσύστατου Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας.
Οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες αναμένεται να κάνουν ουρές έξω από το γραφείο του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Νικ Κλεγκ, ελπίζοντας, όπως και οι Βρετανοί απεσταλμένοι στην Ουάσινγκτον, να προωθήσουν τα αιτήματά τους όχι μόνο στο Φόρεϊν Όφις, αλλά και σε άλλα κέντρα εξουσίας. Προκειμένου να ενισχύσει το συναινετικό χαρακτήρα της κυβέρνησης Συντηρητικών-Φιλελεύθερων Δημοκρατών, ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον τοποθέτησε τον υψηλόβαθμο αξιωματούχο του Φόρεϊν Όφις σερ Πίτερ Ρίκετς, που είναι σεβαστός και από τα δύο κυβερνώντα κόμματα, στη νέα θέση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας.
Τελικά, αυτό που θα ενώσει τον Ντέιβιντ Κάμερον και το Νικ Κλεγκ θα είναι η αντιμετώπιση της οικονομικής κατάστασης της Βρετανίας, που αποτελεί και τη νούμερο ένα προτεραιότητά τους. Τα εσωτερικά θέματα θα έχουν προτεραιότητα σε σχέση με τα εξωτερικά. Έτσι θα αποφευχθεί και η δημιουργία προβλημάτων σε σχέση με την εξωτερική πολιτική. Κανείς δεν θέλει μια διένεξη με τη Ευρώπη ή τη Ρωσία ή τις ΗΠΑ ή την Κίνα. Μετά από τις συναρπαστικές εκλογές και τον ιστορικό σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού, φαίνεται ότι η βρετανική εξωτερική πολιτική θα συνεχίσει να βασίζεται στην ίδια αρχή στην οποία βασιζόταν εδώ και πολύ καιρό: τον πραγματισμό.