Του Τζόζεφ Στίγκλιτς*
Έχει περάσει πολύς καιρός που πιστεύαμε ότι «έχουμε γίνει όλοι κεϋνσιανοί». Ο χρηματοοικονομικός τομέας και η ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς έφεραν τον κόσμο στο χείλος της καταστροφής. Είναι πλέον σαφές ότι οι αγορές δεν διορθώνονται μόνες τους, ως εκ τούτου, η απελευθέρωση των αγορών αποδείχθηκε παταγώδης αποτυχία.
Οι «καινοτομίες» που αποκάλυψε η σύγχρονη χρηματοοικονομική επιστήμη δεν οδήγησε σε αύξηση της αποτελεσματικότητας σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης ή ευημερία για όλους. Αντιθέτως, σχεδιάστηκε με στόχο να παρακάμπτει τα λογιστικά πρότυπα και να διαφεύγει ή να αποφεύγει τους φόρους που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση των δημόσιων επενδύσεων στην υποδομή και την τεχνολογία –όπως το διαδίκτυο– στα οποία στηρίζεται η πραγματική ανάπτυξη –και όχι η ανάπτυξη-φάντασμα που προωθεί ο χρηματοοικονομικός τομέας.
Ο χρηματοοικονομικός τομέας δεν διακηρύσσει μόνο πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε μια δυναμική οικονομία, αλλά και τι να κάνουμε σε περίπτωση ύφεσης (η οποία, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεωρία, προκαλείται μόνο με υπαιτιότητα της πολιτικής ηγεσίας και όχι των αγορών). Όταν η οικονομία εισέρχεται σε ύφεση, τα έσοδα μειώνονται και οι δαπάνες –για το επίδομα ανεργίας, για παράδειγμα– αυξάνονται. Έτσι τα ελλείμματα μεγαλώνουν.
Οι «πολέμιοι των ελλειμμάτων» στον χρηματοοικονομικό τομέα υποστηρίζουν ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να επικεντρώνονται στη μείωση των ελλειμμάτων, κατά προτίμηση μέσω της περικοπής των δαπανών. Με τη μείωση των ελλειμμάτων αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη, γεγονός που οδηγεί σε αποκατάσταση των επενδύσεων –άρα και της ανάπτυξης. Αλλά, όσο αληθοφανής και αν σας φαίνεται αυτή η θεωρία, η ιστορία την έχει επανειλημμένως διαψεύσει.
Όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Χέρμπερτ Χούβερ εφάρμοσε αυτή τη συνταγή, η χρηματιστηριακή κρίση του 1929 εξελίχθηκε στη Μεγάλη Ύφεση. Όταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ακολούθησε την ίδια ρότα στην Ανατολική Ασία το 1997, οι επιβραδύνσεις εξελίχθηκαν σε υφέσεις, και οι υφέσεις σε βαθύτερες υφέσεις.
Η λογική που κρύβεται πίσω από αυτά τα γεγονότα έχει την αφετηρία της σε έναν ατυχή παραλληλισμό. Ένα νοικοκυριό που κατέχει περισσότερα χρήματα από αυτά που μπορεί να αποπληρώσει άνετα πρέπει να μειώσει τις δαπάνες του. Αλλά όταν αυτό το κάνει μια κυβέρνηση, η παραγωγή και το εισόδημα μειώνονται, η ανεργία αυξάνεται και η ικανότητα αποπληρωμής μπορεί να μειωθεί. Αυτό που ισχύει για μια οικογένεια δεν ισχύει και για ένα κράτος.
Οι πιο «φιλοσοφημένοι» πολέμιοι των ελλειμμάτων προειδοποιούν ότι οι δημόσιες δαπάνες οδηγούν σε αύξηση των επιτοκίων με αποτέλεσμα τον εκτοπισμό των ιδιωτικών επενδύσεων (crowding out). Όταν μια οικονομία λειτουργεί υπό συνθήκες πλήρους απασχόλησης, είναι λογικό να ανησυχούμε. Δεν ισχύει το ίδιο και σήμερα: δεδομένων των εξαιρετικά χαμηλών μακροχρόνιων επιτοκίων, κανένας σοβαρός οικονομολόγος δεν κάνει πλέον λόγο για «crowding out».
Στην Ευρώπη, ιδίως στη Γερμανία, και σε ορισμένες περιοχές των ΗΠΑ, όσο αυξάνεται το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος, τόσο δυναμώνουν οι φωνές για μεγαλύτερη λιτότητα. Εάν εισακουστούν –το οποίο απΆ ό,τι φαίνεται θα γίνει σε πολλές χώρες– το αποτέλεσμα θα είναι καταστροφικό, δεδομένου μάλιστα του εύθραυστου χαρακτήρα της ανάκαμψης. Η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί, με μεγάλη πιθανότητα η Ευρώπη ή και η Αμερική να βουλιάξουν ξανά σε ύφεση.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν είναι οι δαπάνες παροχής κινήτρων –ο εφιάλτης των «πολέμιων του χρέους»– υπαίτιες για τα αυξανόμενα ελλείμματα και δημόσια χρέη, τα οποία είναι αποτέλεσμα «αυτόματων σταθεροποιητών», δηλαδή των μειώσεων φόρων και των αυξήσεων δαπανών που συνοδεύουν αυτόματα τις διακυμάνσεις της οικονομίας. Επομένως, όσο η λιτότητα υπονομεύει την ανάπτυξη, η μείωση του χρέους θα είναι στην καλύτερη περίπτωση οριακή.
Η οικονομική θεωρία του Κέυνς λειτούργησε: χωρίς τα μέτρα παροχής κινήτρων και τους αυτόματους σταθεροποιητές, η ύφεση θα ήταν βαθύτερη και θα διαρκούσε περισσότερο, ενώ η ανεργία θα ανερχόταν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα. Δεν σημαίνει ότι πρέπει να παραβλέψουμε το επίπεδο του χρέους –αυτό που έχει σημασία είναι το μακροχρόνιο χρέος.
Υπάρχει μια απλή κεϋνσιανή συνταγή:
Πρώτον, οι δαπάνες πρέπει να αποσυρθούν από μη παραγωγικές χρήσεις –όπως οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και το Ιράκ ή οι άνευ όρων διασώσεις τραπεζών που δεν τονώνουν τον δανεισμό– και να κατευθυνθούν προς επενδύσεις υψηλών αποδόσεων.
Δεύτερον, πρέπει να δοθούν κίνητρα για δαπάνες και να αυξηθεί η φορολογία των επιχειρήσεων που δεν επανεπενδύουν καθώς και, για παράδειγμα, να μειωθεί η φορολογία των επιχειρήσεων που κάνουν επενδύσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να αυξηθεί η φορολόγηση των κεφαλαιακών κερδών από κερδοσκοπικές πρακτικές (για παράδειγμα, στα ακίνητα), καθώς και στις ενέργειες που οδηγούν σε αύξηση των εκπομπών άνθρακα και της μόλυνσης με παράλληλη περικοπή φόρων για τα χαμηλά εισοδήματα.
Υπάρχουν και άλλα μέτρα, όμως, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν. Οι κυβερνήσεις, για παράδειγμα, θα πρέπει να ενθαρρύνουν τις τράπεζες να δανείζουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν την κύρια πηγή θέσεων εργασίας –ή να συστήσουν νέα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που θα παίζουν αυτό το ρόλο –αντί να υποστηρίζουν τις μεγάλες τράπεζες που βγάζουν κέρδος από τα παράγωγα και τις ανορθόδοξες πρακτικές των πιστωτικών κρατών.
Οι χρηματοοικονομικές αγορές έχουν εργαστεί σκληρά για να δημιουργήσουν ένα σύστημα που θα εξυπηρετεί τις απόψεις τους –με ελεύθερες και ανοιχτές κεφαλαιαγορές, μια μικρή χώρα μπορεί να «βουλιάξει» στα κεφάλαια τη μια στιγμή μόνο και μόνο για να χρεωθεί υψηλά επιτόκια –ή ακόμη και να αποκλειστεί από τις αγορές– στη συνέχεια. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι μικρές χώρες φαίνεται πως δεν έχουν άλλη επιλογή παρά την επιβολή λιτότητας στις χρηματοοικονομικές αγορές από φόβο μήπως τιμωρηθούν με απόσυρση της χρηματοδότησης.
Οι χρηματοοικονομικές αγορές, όμως, είναι σκληρό και ιδιόρρυθμο αφεντικό. Μία ημέρα μετά την ανακοίνωση του προγράμματος λιτότητας της Ισπανίας, τα ομόλογά της υποβαθμίστηκαν. Το πρόβλημα δεν ήταν η έλλειψη εμπιστοσύνης για το εάν η ισπανική κυβέρνηση θα εκπληρώσει τις υποσχέσεις της, αλλά η υπερβολική πίστη στο ότι θα τις εκπληρώσει, με αποτέλεσμα να μειωθεί η ανάπτυξη και να αυξηθεί η ανεργία από το ήδη δυσβάσταχτο επίπεδο του 20%. Με λίγα λόγια, την ώρα που ο πλανήτης βρίσκεται στο μάτι του οικονομικού κυκλώνα, οι χρηματοοικονομικές αγορές είναι σαν να προειδοποιούν την Ελλάδα και την Ισπανία: «αλίμονο σας αν δεν μειώσετε τις δαπάνες, αλλά αλίμονο σας και αν τις μειώσετε».
Η χρηματοοικονομική επιστήμη είναι μέσον για την επίτευξη του στόχου και όχι αυτοσκοπός. Υποτίθεται ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα της κοινωνίας, και όχι αντίστροφο. Η τιθάσευση των χρηματοοικονομικών αγορών δεν είναι απλή υπόθεση αλλά είναι εφικτή και επιβεβλημένη, μέσω ενός συνδυασμού φορολογίας και ρύθμισης –και, αν χρειαστεί, μέτρων από την πολιτεία για την εξάλειψη των ανισορροπιών (όπως κάνει ήδη με το δανεισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων).
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι χρηματοοικονομικές αγορές δεν θέλουν να τιθασευτούν. Προτιμούν να μείνουν τα πράγματα ως έχουν, λογικό δεν είναι; Σε χώρες με διεφθαρμένες και ατελείς δημοκρατίες, έχουν τη δύναμη να αντιστέκονται στις αλλαγές. Ευτυχώς, οι πολίτες στην Ευρώπη και την Αμερική έχουν χάσει την υπομονή τους. Η διαδικασία εξομάλυνσης και τιθάσευσης έχει ξεκινήσει αλλά υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν ακόμη.
Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και κάτοχος βραβείου Νόμπελ στα οικονομικά. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Freefall: Free Markets and the Sinking of the Global Economy» έχει μεταφραστεί στα Γαλλικά, τα Γερμανικά, τα Ιαπωνικά και τα Ισπανικά.
Copyright: Project Syndicate, 2010