Είμαστε πλέον όλοι κεϊνσιανιστές. Ακόμη και η Δεξιά πολιτική παράταξη στις ΗΠΑ ανήκει πλέον στο «στρατόπεδο» του κεϊνσιανισμού, με έναν άνευ προηγουμένου ενθουσιασμό και σε βαθμό τέτοιο, που κάποτε θα ήταν πραγματικά αδιανόητος.
Για εκείνους από εμάς που υποστηρίζουν ότι έχουν κάποια σχέση με την παράδοση του κεϊνσιανισμού, πρόκειται για μια στιγμή θριάμβου, αφότου είχαμε μείνει στο περιθώριο για διάστημα μεγαλύτερο από τρεις δεκαετίες. Μέχρι κάποιου σημείου, αυτό που συμβαίνει τώρα αποτελεί έναν θρίαμβο της λογικής και των αποδείξεων έναντι της ιδεολογίας και των συμφερόντων.
Η οικονομική θεωρία επεξηγούσε εδώ και καιρό το γιατί οι ελεύθερες αγορές δεν υπόκεινταν σε διαδικασία αυτοδιόρθρωσης, γιατί ήταν απαραίτητη η ύπαρξη ρυθμιστικού πλαισίου, γιατί ήταν σημαντικός ο ρόλος της κυβέρνησης στην οικονομία.
Αλλά πολλοί -και ειδικότερα άνθρωποι που δούλευαν στις χρηματαγορές- προωθούσαν ένα είδος «δόγματος των αγορών». Και οι απορρέουσες πολιτικές -τις οποίες προωθούσαν, μεταξύ άλλων, ορισμένα μέλη του οικονομικού επιτελείου του νέου προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα- είχαν αρχικώς τεράστιο κόστος για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Και η στιγμή της «επιφοίτησης» ήλθε μόνον αφότου αυτές οι πολιτικές άρχισαν να έχουν κόστος και για τις ίδιες τις ΗΠΑ και άλλων προηγμένων βιομηχανικά χωρών.
Ο Κέινς δεν είχε υποστηρίξει μόνο ότι οι αγορές δεν αυτο-διορθώνονται, αλλά ότι σε περιόδους σοβαρής οικονομικής επιβράδυνσης, η νομισματική πολιτική συνήθως δεν αποφέρει καρπούς. Εκείνο που χρειάζεται είναι δημοσιονομική πολιτική.
Όμως δεν είναι όλες οι δημοσιονομικές πολιτικές ισότιμες. Στη σύγχρονη Αμερική, η οποία προσπαθεί να «συνέλθει» από το τεράστιο χρέος που βαραίνει τα νοικοκυριά και το κλίμα μεγάλης αβεβαιότητας, οι περικοπές φόρων δεν αναμένεται να φέρουν κάποιο αποτέλεσμα (όπως συνέβη και στην Ιαπωνία, στη διάρκεια της δεκαετίας του '90).
Το μεγαλύτερο -εάν όχι το σύνολο- των φοροελαφρύνσεων του προηγούμενου Φεβρουαρίου πήγε στις αποταμιεύσεις. Και με το τεράστιο χρέος που αφήνει πίσω της η κυβέρνηση Μπους, οι ΗΠΑ έχουν ιδιαίτερη ανάγκη να εξασφαλίσουν τη μεγαλύτερη πιθανή «τόνωση» από κάθε δολάριο που ξοδεύεται.
Η «κληρονομιά» των περιορισμένων επενδύσεων σε τεχνολογία και υποδομές -ειδικά στον τομέα περιβαλλοντικής προστασίας- και το ολοένα και μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ φτωχών και πλουσίων, προϋποθέτει ισορροπία μεταξύ βραχυπρόθεσμων δαπανών και οραμάτων για το μέλλον.
Και αυτή ακριβώς η ισορροπία καταστεί αναγκαία την αναδιάρθρωση τόσο των φορολογικών προγραμμάτων, όσο και του προγράμματος δαπανών. Η μείωση των φόρων για τους φτωχούς και η αύξηση των επιδομάτων ανεργίας με ταυτόχρονη αύξηση των φόρων για τους πλουσίους μπορούν να συμβάλουν στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, να μειώσουν το έλλειμμα και να περιορίσουν την ανισότητα.
Η μείωση των δαπανών για τον πόλεμο στο Ιράκ και η αύξηση των δαπανών στον εκπαιδευτικό τομέα μπορούν ταυτοχρόνως να αυξήσουν την παραγωγή τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, συμβάλλοντας στη μείωση του ελλείμματος. Ο Κέινς ανησυχούσε για την «παγίδα» ρευστότητας -την αδυναμία των νομισματικών αρχών να αυξήσουν την προσφορά δανεισμού ώστε να τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα.
Ο πρόεδρος της Φέντεραλ Ριζέρβ, Μπεν Μπερνάνκι, προσπάθησε σκληρά να αποφύγει το να θεωρηθεί η Fed υπεύθυνη για την κλιμάκωση της επιβράδυνσης, με τον τρόπο που είχε θεωρηθεί συνυπεύθυνη για την Μεγάλη Ύφεση, μια εποχή συρρίκνωσης της προσφοράς χρήματος και κατάρρευσης των τραπεζών.
Και όμως, θα πρέπει κανείς να διαβάζει προσεκτικά την ιστορία και τη θεωρία: Η διατήρηση των χρηματοοικονομικών θεσμών δεν αποτελεί έναν σκοπό, αλλά το μέσο για την επίτευξη του σκοπού. Αυτό που είναι σημαντικό είναι η διαρκής εξασφάλιση πίστωσης και ο λόγος που η κατάρρευση των τραπεζών στη διάρκεια της Μεγάλης ΄Υφεσης είχε τόσο μεγάλη σημασία είναι ότι εμπλέκονταν στον καθορισμό της πιστοληπτικής ικανότητας. Οι τράπεζες κατείχαν τις απαραίτητες πληροφορίες για τη διατήρηση της πίστωσης.
Αλλά το χρηματοοικονομικό σύστημα της Αμερικής έχει αλλάξει δραματικά από τη δεκαετία του '30. Πολλές από τις μεγάλες τράπεζες της Αμερικής αποσύρθηκαν από τον τομέα «δανεισμού» και προσανατολίσθηκαν στον τομέα «διακίνησης»: εστίασαν την προσοχή τους στην αγορά στοιχείων ενεργητικού, τιτλοποίησής τους και πώλησής τους, ενώ αποδείχθηκαν ότι δεν ήταν ικανές στην αξιολόγηση ρίσκου και πιστοληπτικής ικανότητας.
Εκατοντάδες δισ. δολαρίων δαπανήθηκαν για τη βιωσιμότητα αυτών των δυσλειτουργικών οργανισμών. Και δεν έγινε καμία προσπάθεια ούτε καν για την αντιμετώπιση των «διεστραμμένων» κινήτρων τους, τα οποία ενθάρρυναν την υπερβολική ανάληψη ρίσκου.
Και με τις ιδιωτικές αμοιβές τόσο διαφορετικές από τις κοινωνικές απολαβές, δεν αποτελεί έκπληξη ότι το κυνήγι των προσωπικών ενδιαφερόντων (της απληστίας) είχε τόσο κοινωνικά καταστροφικές συνέπειες. Δεν εξυπηρετούνταν ούτε καν τα ίδια τα συμφέροντα των μετόχων τους.
Εν τω μεταξύ, δεν υπήρξε καμία μέριμνα για την υποστήριξη εκείνων των τραπεζών που κάνουν ό,τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνουν οι τράπεζες -να δανείζουν χρήματα και να αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανέλαβε παθητικό και κινδύνους αξίας πολλών τρισ. δολαρίων. Με τη διάσωση του χρηματοοικονομικού συστήματος, χρειάζεται να ανησυχούμε για την πορεία του δολαρίου, αλλά και για το δημοσιονομικό έλλειμμα. Ειδάλλως, το έλλειμμα -το οποίο μέσα σε οκτώ χρόνια έχει διπλασιασθεί- θα διογκωθεί ακόμη περισσότερο.
Τον Σεπτέμβριο κυκλοφορούσαν φήμες ότι η κυβέρνηση θα λάβει πίσω τα χρήματά της και με τόκο. Αλλά την ώρα που αυξανόταν το κόστος των μέτρων διάσωσης, είναι ολοένα και περισσότερο σαφές ότι αποτελούσε απλώς άλλο ένα παράδειγμα του πόσο πολύ είχαν υποτιμήσει οι χρηματοοικονομικές αγορές το ρίσκο -όπως ακριβώς συνέβαινε όλα αυτά τα χρόνια.
Οι όροι της διάσωσης Μπερνάνκι - Πόλσον ήταν δυσμενείς για τους φορολογουμένους, και παρά το μέγεθός τους, δεν κατάφεραν να δώσουν κίνητρα για μεγαλύτερο δανεισμό.
Η νεο-φιλελεύθερη προσπάθεια για χαλάρωση του ρυθμιστικού πλαισίου εξυπηρέτησε κάποια συμφέροντα. Οι χρηματοοικονομικές αγορές επωφελήθηκαν της απελευθέρωσης των αγορών. Το να έχει η Αμερική τη δυνατότητα πώλησης των ριψοκίνδυνων χρηματοοικονομικών της προϊόντων και να «υφαίνει» έναν ιστό κερδοσκοπίας ανά τον κόσμο μπορεί μεν να εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των εταιρειών της, παρά το υψηλό τίμημα για τους άλλους.
Σήμερα, ο κίνδυνος είναι μήπως τα νέα δόγματα του κεϊνσιανισμού χρησιμοποιηθούν και παρερμηνευθούν ώστε να εξυπηρετήσουν κάποιους με τα ίδια συμφέροντα. ¶ραγε, έχουν πάρει το μάθημά τους εκείνοι που προώθησαν πριν από δέκα χρόνια την απελευθέρωση των αγορών;
Ή απλώς καταβάλλουν προσπάθειες για την προώθηση «κοσμητικών» μεταρρυθμίσεων -το ελάχιστο που χρειάζεται για να δικαιολογήσει κανείς τα πακέτα διάσωσης, αξίας πολλών τρισ. δολαρίων; Υπήρξε αλλαγή τρόπου σκέψης ή απλώς αλλαγή στρατηγικής; Εξάλλου, υπό τις παρούσες συνθήκες, η επιδίωξη των αρχών του κεϊνσιανισμού φαίνεται ακόμη πιο κερδοφόρα από ό,τι η επιδίωξη του «δόγματος των αγορών»!
Πριν από δέκα χρόνια, την εποχή της ασιατικής κρίσης, είχε γίνει μεγάλη συζήτηση για την ανάγκη μεταρρυθμίσεων της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής «αρχιτεκτονικής». Ελάχιστα ήταν τα αποτελέσματα. Δεν αρκεί μόνο να ανταποκριθούμε με το σωστό τρόπο στην τρέχουσα κρίση, αλλά να προχωρήσουμε και στις μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για τη δημιουργία μιας περισσότερο σταθερής, μεγαλύτερης ευημερίας και δίκαιη παγκόσμια οικονομία.
JOSEPH E. STIGLITZ, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, τιμήθηκε το 2001 με βραβείο Νόμπελ Οικονομίας και έχει συγγράψει, σε συνεργασία με την Linda Bilmes το βιβλίο «The Three Trillion Dollar War: The true costs of the Iraq Conflict» (Ο πόλεμος των τριών τρισ. δολαρίων: το πραγματικό κόστος του πολέμου στο Ιράκ).
Copyright: Project Syndicate, 2008.